Αν και η οιωνοσκοπία δεν συγκαταλέγεται στους υποκλάδους των πολιτικών επιστημών, είναι αδιανόητο να μην χαρτογραφεί κανείς τα μελλοντικά ενδεχόμενα, δηλαδή το ποια κυβέρνηση θα μπορούσε να προκύψει από τις οψέποτε επόμενες εκλογές. Ενώ όμως μέχρι πρότινος ο - με τον έναν ή τον άλλον τρόπο - σχηματισμός κυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είχε εμπεδωθεί από τους περισσοτέρους ως βεβαιότητα, για καλό ή για κακό, μια νέα εικόνα αρχίζει να εμφανίζεται πολύ αχνά στον ορίζοντα: αυτή του σχεδόν αδιανόητου στα ελληνικά πολιτικά πράγματα μεγάλου συνασπισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι, κατά το εδώ άρθρο, αυτό διαφαίνεται ως η λογική των πραγμάτων δε σημαίνει και πολλά πράγματα: η αξίωση πως είναι η λογική που οδηγεί την ελληνική πολιτική είναι καθ' εαυτήν λογικό σφάλμα...
Σήμερα, ένας τέτοιος μεγάλος συνασπισμός φαίνεται αδύνατος: τα δύο κόμματα έχουν αναγορεύσει αλλήλους σε αρχετυπικούς αντιπάλους καθολικής αντίθεσης. Ποιά είναι, όμως, τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα, το γε νυν έχον;
Ξεκινούμε με το ευκολάκι: μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, σε εθνικές εκλογές στα τέλη του 2018 ή, υποτεθείσθω, στο τέλος της τετραετίας, δε διαφαίνεται πιθανή. Δεν είναι μόνο οι δημοσκοπήσεις που δίνουν μια εικόνα ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, αφού αφ' ενός αυτό δύναται να αλλάξει με τον καιρό, αφ' ετέρου κάθε κυβέρνηση βρίσκεται δημοσκοπικά καταβαραθρωμένη στο μέσο της θητείας της. Το ζήτημα είναι πως ο Τσίπρας δεν έχει κάτι να προσφέρει: οι ιδεολόγοι της «σταθερότητας» ως αυταξίας βρίσκονται σε άλλο στρατόπεδο, μια σειρά από ψηφισθέντες νόμους περικοπών και φόρων αναμένει την υλοποίησή της σε προγραμματισμένο χρόνο, ενώ η όποια αντιμητσοτακική ψήφος ενάντια σε μια «παλινόρθωση της Δεξιάς» μετά από όλο δεν επαρκεί για νίκη από μόνη της.
Η δε «έξοδος από τα Μνημόνια» το καλοκαίρι του 2018, η παύση της επιτροπείας και η επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος δεν αποτελεί στην πραγματικότητα ένα εκ των ενδεχομένων: πέραν του γεγονότος ότι το πρόγραμμα δεν είναι κατασκευασμένο για να «πετύχει» και να «ολοκληρωθεί», παρά μόνο για να ανανεώνεται αενάως, ήδη έχει σηματοδοτηθεί επαρκώς πως ακόμα και σε αυτήν την υποθετική περίπτωση ηρωϊκής εξόδου, η επιτροπεία θα συνεχιστεί, απλώς είδεσι διηλλαγμένη -- χωρίς να συνοδεύεται από bailouts όπως τα γνωρίζαμε.
Ακόμα, λοιπόν, κι αν (υποθέσουμε πως οι «εταίροι» έχουν κίνητρο να δώσουν τέτοιο πολιτικό δώρο στην κυβέρνηση ώστε να) στηθεί οφθαλμαπάτη «εξόδου από τα Μνημόνια» το καλοκαίρι του 2018, ούτε η business as usual συνέχιση της επιτροπείας μπορεί να περάσει απαρατήρητη ούτε οι απολύτως πραγματικές συνέπειές της στην καθημερινή ζωή. Και σε κάθε περίπτωση, αν κάτι αφήνει πίσω της η υποθετική «επιτυχής ολοκλήρωση του προγράμματος», αυτό είναι μια κατεστραμμένη χώρα. Εντελώς απλά, οι πολίτες δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο να δώσουν στην κυβέρνηση μια νέα νίκη, και διαφαίνεται ως αδύνατο το ενδεχόμενο να αποκτήσουν τέτοια κίνητρα. Μα και πέραν τούτων, η πίσω πλευρά του γεγονότος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστεί μια «νέα κανονικότητα» με διαχειριστή τον ίδιον είναι ακριβώς το ότι επί «κανονικότητας» η κυβέρνηση υφίσταται θανάσιμη φθορά προϊόντος του χρόνου, χωρίς να της αναγνωρίζονται τα ευεργετήματα της «μη κανονικότητας» της αντιμνημονιακής ψήφου. Η διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που δήθεν «εφαρμόζουν τα μνημόνια με ηδονή» και σε αυτούς που τα εφαρμόζουν «κλαίγοντας» χάνει συνεχώς την όποια εκλογική δυναμική της έχει απομείνει.
Παράλληλα, μια αυτοδυναμία της αξιωματικής αντιπολίτευσης αποκλείεται εξ ίσου. Είναι εντυπωσιακός ο βαθμός στον οποίο η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτυγχάνει να πείσει μεγαλύτερα ακροατήρια και να εμπνεύσει ενθουσιασμό σε κύκλο μεγαλύτερο των ελαχίστων φεησμπουκικών οπαδών. Ναι, σε όλες τις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται πρώτη, πλην όμως ανεπαρκώς πρώτη: της είναι αδύνατο να τρυπήσει ένα συγκεκριμένο «ταβάνι», ενώ με κάθε νέα... αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, η ψαλίδα τους κλείνει (βλ. το μεταΔΕΘικό δημοσκοπικό τοπίο). Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου τα ώριμα φρούτα έχουν σαπίσει προ πολλού, και η παντελής απουσία ενθουσιασμού είναι αδύνατον να παραβλεφθεί: η αξιωματική αντιπολίτευση «έχει τον ανθρωποδιώχτη» για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, έχει επιλέξει μια δαιμονοποίηση του μνημονιακού νεοφιλελεύθερου ΣΥΡΙΖΑ ως «ακροαριστερής επικίνδυνης αντιδημοκρατικής κυβέρνησης Μαδούρο» η οποία όχι μόνο δεν πείθει άλλον πέραν των ήδη πεπεισμένων, αλλά εικονίζει τη ΝΔ ως μια εμμονική δύναμη χωρίς επαφή με την πραγματικότητα, ως ένα συνονθύλευμα αφρόνων, ακραίων, πωρωμένων.
Δεύτερον και συναφές, ο λόγος της είναι εν γένει τόσο συγκρουσιακός, έγκαυλος, αυχμηρός και πληθωρικός, ώστε να τερατογραφεί εν τέλει περισσότερο την ίδια παρά τον αντίπαλό της.
Η ειρωνεία της κομματικής ιστορίας είναι πως ο «προοδευτικός φιλελεύθερος, όχι συντηρητικός της λαϊκής δεξιάς», ο «στρέφων το κόμμα προς το Κέντρο» Κυριάκος Μητσοτάκης είναι που αναδεικνύει και θέτει de facto ως καρδιά και ψυχή του κόμματος τον Άδωνι Γεωργιάδη, ή καλύτερα την πολιτική νοοτροπία του: αντικομμουνισμός στην Ελλάδα του σήμερα (σα να λες «είμαι ενάντια στον Πεισίστρατο» το 2017), χοντροκομμένες επιθέσεις, άτσαλη καρικατουροποίηση του αντιπάλου που απλώς πυρώνει τους ήδη οπαδούς.
Τρίτον, το θετικό όραμα που παρουσιάζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι κατά το ήμισυ το ίδιο όραμα που προσφέρει ο Τσίπρας (ανάπτυξη, επενδύσεις) και κατά το άλλο ήμισυ εντελώς αδιάφορο στην ελληνική κοινωνία (start-ups, innovation, αξιακό σύστημα ακραίου κέντρου).
Τέταρτον, ο κύκλος των μητσοτακενθουσιασμένων, αυτή η μικρή αλλά σφιχτή κοινότητα λίγων περίπου χιλίων πολιτικά φεησμπουκικώς αλληλοαυτοϊκανοποιούμενων προφίλ, δεν μοιάζει να εμπνέει ιδιαίτερη έλξη ή εμπιστοσύνη στην ελληνική κοινωνία, την οποία φροντίζει να διακωμωδεί, οικτίρει, προσβάλλει, καρικατουροποιεί. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερο πολιτικό ταλέντο για να αντιληφθεί κανείς ότι ένας λόγος που αντιδιαστέλλει τον αυτοαγιογραφημένο χρήστη του από το καταγγελόμενο «εθνολαϊκιστικό πόπολο» δεν λειτουργεί ως μαγνήτης για την υποδοχή του εκλογικού δικαιώματος του τελευταίου. Ειδική αναφορά, ως πέμπτον, αξίζει η εμμονή της ΝΔ με τον Γιάνη Βαρουφάκη, εναντίον του οποίου η υστερία περισσεύει: εν τη αφελεία της, η ΝΔ θεωρεί πως εικονίζοντας τον Βαρουφάκη ως «γελοίο» κι «επικίνδυνο» στοχεύει αντιπολιτευτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: εάν έπειθε τον οποιονδήποτε η μανία της, θα τον έπειθε πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καταστεί επιτέλους ένα φιλήσυχο ευρωπαϊστικό μνημονιακό κόμμα σε αναζήτηση ανάπτυξης και επενδύσεων, που έχει αφήσει πίσω του επικίνδυνες εποχές και σκοτεινές ατραπούς -- άλλωστε, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ μάλλον πλειοδοτεί σε Βαρουφακοφαγία.
Μια παρατήρηση που επαναλάβαμε δις παραπάνω δίνει τον τόνο για το αντιπολιτευτικό προφίλ της ΝΔ: ο οξύτατος λόγος της απευθύνεται κυρίως στον εαυτό της, στους ήδη πεπεισμένους, και στις ελάχιστες φορές που απευθύνεται στην ευρύτερη κοινωνία της λέει πράγματα που είτε τα έχουν πει ήδη άλλοι, είτε δεν την αφορούν. Ως προς το πρώτο σκέλος, η εξήγηση μοιάζει να είναι προφανής και εύλογη: τα φεησμπουκικά στελέχη της ΝΔ (εκλεγμένοι πολιτικοί, πολιτευτές, δημοσιογράφοι, «φιλελεύθεροι διανοητές», ευέλπιδες αργόσχολοι) μοιάζει να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για το δικό τους εσωτερικό χρηματιστήριο αξιών, για την πρόσκτηση «πόντων» μέσα στο μητσοτακικό σύστημα (το οποίο έχει εγκαίρως σηματοδοτήσει πως παρακολουθεί τα social media) παρά για κανέναν άλλον. Έτσι, ανταγωνίζονται ποιός θα φωνάξει πιο δυνατά την πιο οξεία και ηχηρή αντιπολιτευτική κραυγή. Έτσι όμως εκλογικά αυγά δε βάφονται.
Άρα έχουμε, με την μη-οιωνοσκοπικής αξίας τρέχουσα λογική των πραγμάτων, μια ΝΔ ως χλιαρά πρώτη δύναμη, χωρίς αυτοδυναμία. Με ποιόν θα σχημάτιζε κυβέρνηση; Μικρότερα κόμματα τύπου Λεβέντη δύσκολα θα επιβιώσουν στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, ενώ οι ΑΝΕΛ εάν επιβιώσουν -- υποτεθείσθω... -- δεν συνιστούν υποψήφιο κόμμα για κάτι τέτοιο.
Η αγνώστων λοιπών στοιχείων «ενιαία κεντροαριστερά», το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ΠΑΣΟΚ, εάν κι εφ' όσον όντως επιτύχει να κατέλθει ως ενιαία, αντιμετωπίζει ένα μόνιμο υπαρξιακό δίλημμα: από τη μία, συγκροτείται ως ο «σοβαρός ευρωπαϊστικός πόλος» που κρατάει ως king maker τη χώρα στον ευρωπαϊκό πυρήνα ενάντια στην «εθνικολαϊστική κόκκινη λαίλαπα του ΣΥΡΙΖΑ» or whatever: αυτό είναι, εν τέλει, το raison d'être της για όσους δεν έχουν δηλώσει ετοιμότητα να μεταπηδήσουν στη μεγάλη αγκαλιά της ΝΔ. Αυτό την καθιστά προνομιακό συγκυβερνήτη της ΝΔ. Από την άλλη όμως, η «κεντροαριστερά» (σεβόμενος το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό αποφεύγω να γράψω «το ΠΑΣΟΚ») έχει αντιληφθεί εγκαίρως πως η συγκυβέρνηση με τη ΝΔ συνιστά φιλί θανάτου, οπότε προκύπτει ως αντίρροπο raison d'être η προτεραιότητα της μη συγκυβέρνησης: η Φώφη Γεννηματά, πλέον η αρχηγός του «νέου φορέα», είχε εγκαίρως δηλώσει πως δεν προτίθεται να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ, αν και έκτοτε μελωδεί σε πιο μινόρε κλίμακες. Κρίνοντας ποιά από τις δύο αντίρροπες τάσεις θα κατισχύσει, σημειώνουμε πως η παντελής έλλειψη αξιοπρέπειας είθισται να αποκλείει κάθε ενδεχόμενο αυτοκτονίας.
Εδώ πρέπει να συνυπολογιστούν δύο σημαντικοί επιπρόσθετοι παράγοντες.Πρώτον, ότι οι μεθεπόμενες εκλογές θα λάβουν χώρα με το νέο εκλογικό σύστημα -- άρα, η πρόκλησή τους λειτουργεί και ως εκβιασμός για όσους θα την απεύχονταν λόγω απλής αναλογικής. Και δεύτερον, ότι η θητεία του Προέδρου της Δημοκρατίας λήγει στις αρχές του 2019.
Οπότε, η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές εάν αυτές προκύψουν πριν από την αποχώρηση του Προκόπη Παυλόπουλου, είτε θα είναι προγραμματικά θνησιγενής είτε θα είναι φτιαγμένη για να επιζήσει του κάβου αυτού. Δεδομένου πως ο φόβος της απλής αναλογικής δεν προσφέρεται για σχεδιασμούς απανωτών εκλογών και ότι ο ξένος παράγοντας (η εποπτεία του οποίου αυξάνεται, δεν μειώνεται προϊόντος του χρόνου) δεν έχει καμιάν όρεξη για κυβερνήσεις που θα διαλυθούν ελάχιστους μήνες μετά τη δημιουργία τους, καθώς και δεδομένου πως, εν τέλει, η σχεδιαζόμενη πολιτική των δύο κομμάτων παραμένει η ίδια παρά τις δευτερεύουσες μεταξύ τους παραλλαγές, διαφαίνεται η αμείλικτη λογική των πραγμάτων: η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, με τρίτο πρόσωπο στην πρωθυπουργία (κατά προτίμηση, βέβαια, «τεχνοκράτη», δηλαδή εκτός δημοκρατικής διαδικασίας αμεσότερης εκλογής και επιλογής).
Τα εικαζόμενα εμπόδια; Ελλείψει πραγματικών πολιτικών εναλλακτικών μεταξύ των δύο κομμάτων, ναι μεν εφευρίσκονται διαφορές από το παρελθόν, όλο και πιο γκροτέσκα, με την συνεχή χρήση του Εμφυλίου, του «κομμουνιστικού κινδύνου» και Κύριος οίδε τί αύριο, αλλά έχει κι αυτό τα όριά του -- και κυρίως την κόπωσή του από το χρόνο.
Ο υποτιμημένος παράγων; Η τρομακτική πίεση που δύναται να ασκηθεί έξωθεν για την σύμπηξη αυτού του μεγάλου συνασπισμού προς αποφυγήν θνησιγενών κυβερνήσεων εν όψει απλής αναλογικής, ειδικά από κουρασμένους με το ελληνικό πολιτικό σύστημα Γερμανούς που δεν έχουν λόγο ούτε να αναμένουν αντίσταση από τις κυρίως πολιτικές δυνάμεις της χώρας ούτε να έχουν πολλή όρεξη και υπομονή για τις όποιες αντιστάσεις σε λύσεις τόσο, μα τόσο γερμανικές όσο οι μεγάλοι συνασπισμοί (και, επιπροσθέτως, ...έχουν και τα δικά τους!).
Το κλου της υπόθεσης; Πως, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, μέρος του επιχειρηματικού κόσμου (πέραν όσων έχουν ήδη διαλέξει ηχηρά και δημοσίως πλευρά) δεν έχει πρόβλημα με το σενάριο: δεν αναμένει να δει τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρωθυπουργό, και δεν ενοχλείται ιδιαίτερα από το ενδεχόμενο του μεγάλου συνασπισμού με τρίτο πρόσωπο στην πρωθυπουργία, μάλλον το καλοσωρίζει. Αυτό δεν έχει αξία ως οιωνοσκοπία, λόγω της μαντικής ικανότητας κάποιων επιχειρηματιών, αλλά αντιθέτως λόγω της επιτελεστικής λειτουργίας του: ακριβώς επειδή μέρος του επιχειρηματικού κόσμου έχει ξεγράψει, κατά το μάλλον ή ήττον, μια ενδεχόμενη παντοκρατορία Μητσοτάκη, ακριβώς επειδή μέρος αυτού του κόσμου νοιώθει άνετα με τον μεγάλο συνασπισμό, αυτός ο συνασπισμός καθίσταται περισσότερο πιθανός.
Η «λογική των πραγμάτων» δεν επιβεβαιώνεται πάντα -- κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα ακύρωνε την ιστορία. Η «λογική των πραγμάτων» δεν συνιστά δελτίο ειδήσεων από το μέλλον. Είναι ακριβώς αυτό που επαγγέλεται πως είναι: η εύλογη γραμμή του ορίζοντα ως προς το πού πάνε τα πράγματα. Και γι' αυτό θα ήταν αφέλεια να μη ληφθεί σοβαρά υπ' όψιν.
*Προηγούμενη, συντομότερη εκδοχή του κειμένου δημοσιεύθηκε στο Unfollow 70.