Bullying, το πλαίσιο που επιμένουμε να μην καταλαβαίνουμε

Bullying, το πλαίσιο που επιμένουμε να μην καταλαβαίνουμε
Open Image Modal
ARIS MESSINIS via Getty Images

Τα σχολεία ανοίγουν πάλι και σύντομα θα αρχίσει ο προβληματισμός για τον σχολικό εκφοβισμό, την λοιδορία, την απομόνωση, τα λόγια μίσους. Όπως συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια, θα γίνονται ομιλίες σε μαθητές και γονείς, θα πραγματοποιούνται τηλεοπτικές συζητήσεις, θα γράφονται άρθρα. Καλό σημάδι αυτή η ευαισθησία.

Θα ήθελα κι εγώ να συμβάλω με κάποιες σκέψεις, αναπτύσσοντας ορισμένους παράγοντες οι οποίοι μου φαίνεται ότι έχουν αγνοηθεί και παραμεληθεί. Πέρα από όσα έχουμε να πούμε στους μαθητές και στους γονείς (το ‘δέντρο’), υπάρχει ένα γενικότερο περιβάλλον στην χώρα μας (το ‘δάσος’).

Το θλιβερό αυτό φαινόμενο γιγαντώνεται όσο περνά ο καιρός επειδή, κατά την γνώμη μου, συντρέχουν οι εξής λόγοι:

  1. Απουσία σχολικής κοινότητας.

Το σχολείο δεν είναι απλώς ένα χώρος μάθησης, πολύ περισσότερο δεν είναι χώρος αποθήκευσης παιδιών και εφήβων. Το σχολείο αποτελεί μια πρόγευση ζωής, μια μικροκοινωνία μέσα στην οποία οι ανήλικοι εκπαιδεύονται να αναπτύσσουν αξίες που, εκτός από την ατομική ανάπτυξη, προάγουν τη συνύπαρξη και τη συναδέλφωση. Φυσικά αυτά λαμβάνουν χώρα και στην οικογένεια, αλλά το σχολείο παρουσιάζει μια βασική διαφορά: την συμβίωση με (προηγουμένως) αγνώστους. Έτσι καλείται να αποτελέσει ένα πείραμα, μια άσκηση. Να μετατρέψει την απλή συμβίωση και ανοχή σε δημιουργική συνεργασία.

Αυτό, όσο και αν φαίνεται δύσκολο – και είναι-, επιτυγχάνεται με την σχολική κοινότητα. Δεν πρόκειται για θεωρία, έχει γίνει πράξη σε κάποια σχολεία από εμπνευσμένους διευθυντές και εκπαιδευτικούς. Σημαντικά έχουν συμβάλει και οι σύλλογοι γονέων σε αυτό. Τι είναι, όμως, σχολική κοινότητα;

Μια κυψέλη αλληλεγγύης. Μια κοινή αίσθηση ταυτότητας, πέρα από την επιμέρους ταυτότητα του καθενός. Το μοίρασμα στόχων και η ανάληψη δράσεων, ενδοσχολικών και εξωσχολικών. Η κουλτούρα νοιαξίματος. Ένα οργανικό σύνολο και όχι συσσώρευση ατομιστικών μονάδων. Δεν είναι μια τέλεια κοινωνία, αλλά είναι μια κοινωνία που ξέρει πώς να επιλύει τα προβλήματά της. Μια κοινωνία που, κλείνοντας τα αυτιά της στις σειρήνες του λαϊκισμού (φοβερός κίνδυνος στην εκπαίδευση της μεταπολίτευσης!), καθιστά τους μαθητές υπεύθυνους συνεργάτες.

Στον τόπο μας οι ζωντανές σχολικές κοινότητες είναι σπάνιες. Οι εκπαιδευτικοί συνεχίζουν να τοποθετούνται πολύ καιρό μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Άλλοι αλλάζουν σχολείο κάθε χρόνο και δεν ριζώνουν. Αρκετοί εμφανίζονται μόλις αρχίσει το πρόγραμμά τους και εξαφανίζονται μόλις τελειώσει (ακούω, χωρίς να το έχω ελέγξει, ότι στην Κύπρο υποχρεώνονται να παραμένουν για ολόκληρο το σχολικό ωράριο). Επίσης πολλά σχολικά συγκροτήματα δεν διαθέτουν πρόσθετους χώρους που είναι απαραίτητοι για τις δραστηριότητες μιας σχολικής κοινότητας. Αλλού ενδημούν αντιδικίες και παρεξηγήσεις μεταξύ εκπαιδευτικών και συλλόγου γονέων. Τα εμπόδια είναι πολλά, υπάρχουν, όμως, κάποιες σχολικές κοινότητες για να μας θυμίζουν πως είναι εφικτές.

Γιατί αυτές αποτελούν όπλο κατά του σχολικού εκφοβισμού; Επειδή με το κλίμα τους συμβάλλουν στην πρόληψη. Επειδή με την κουλτούρα συνεργασίας που αναπτύσσεται εισάγουν ένα άλλο κλίμα. Επειδή καλλιεργούν τη μέριμνα και τον σεβασμό, τα οποία είναι ‘εμβόλια’ κατά της επιθετικότητας. 

  1. Κουλτούρα τσαμπουκά, όχι διαλόγου.

Η δημόσια κουλτούρα μας ως λαού δεν έχει παράδοση διαλόγου ως μέσου για την επίλυση των διαφορών. Ο τσαμπουκάς και η απειλή στην πράξη λειτουργούν ως τρόποι έκφρασης του παράπονου. Η παθολογία αυτή δεν χαρακτηρίζει μόνο την κορυφή, δηλαδή την πολιτική ζωή, αλλά έχει βαθειές ρίζες στη βάση, στον λαό. Ειδικότερα από τα μνημόνια και μετά, η νοοτροπία της αντιδικίας, των ύβρεων, της σωματικής βίας, επεκτάθηκε και εδραιώθηκε. Θα έλεγα ότι για κάποιους ‘καθαγιάστηκε’ ως ο ασυμβίβαστος δρόμος για τη διεκδίκηση και τη διαμαρτυρία.

Όταν οι ενήλικοι δεν βρίσκουν πρόβλημα στον τσαμπουκά, με τις δικές τους εκλογικεύσεις που συνηθίζουν να τις βλέπουν ως ιερές, δεν είναι καθόλου παράξενο οι ανήλικοι να καταφεύγουν σε αυτόν για λιγότερο σημαντικούς λόγους. Συνήθως οι λόγοι είναι η αγορίστικη αυτοεπιβεβαίωση, η κοριτσίστικη αντιζηλία, ο φθόνος, το άγχος που προκαλεί η διαφορετικότητα (του χρώματος, του βάρους, της υγείας). Όταν υπάρχουν δικαιολογημένα παράπονα θεωρείται προτιμότερη η καταφυγή στην ομάδα των φίλων για να ‘αποκαταστήσουν την τάξη’ παρά ο απευθείας διάλογος ή η καταγγελία. Στον μικρόκοσμο των αγοριών, μάλιστα, η αυτοδικία εκλαμβάνεται ως ανδρισμός και η απόπειρα διαλόγου ως (αγχογόνος) εκθήλυνση.

Δεν θα ήταν έτσι αν οι μεγάλοι διδάσκαμε διαφορετικό δημόσιο ήθος. Όταν αποτελεί σπάνιο γεγονός να συναντήσεις έναν αυθεντικό διάλογο στην τηλεόραση μεταξύ πολιτικών, όταν ο κάθε συνομιλητής απλώς ανέχεται τον άλλον μέχρι να τελειώσει (στην καλύτερη περίπτωση) ή συνεχώς τον διακόπτει (το συνηθέστερο), όταν λεκτική βία ασκείται από βουλευτές και σωματική βία από πολίτες, σε τι ακριβώς εκπαιδεύουμε τη νέα γενιά; Έχουμε άραγε αναρωτηθεί ποτέ γιατί προσδοκούμε από τους εφήβους να κάνουν την υπέρβαση; Γιατί να τα καταφέρουν καλύτερα από τους γονείς τους; 

  1. Αποδοκιμασία της καταγγελίας.

Μια άλλη νεοελληνική παθολογία (με ρίζες που φθάνουν πολλές δεκαετίες μέσα στον εικοστό αιώνα) είναι το να ταυτίζεται η καταγγελία με το ‘κάρφωμα’. Λόγω του παρακρατικού παρελθόντος της χώρας μας, εξ αιτίας του οποίου πολύς κόσμος υπέφερε, το να αναφέρει κάποιος στους αρμόδιους μια παράνομη πράξη ακόμη θεωρείται μισάνθρωπη ενέργεια! Το αποτέλεσμα είναι, έτσι, ότι δεν επιτελείται το καθήκον του πολίτη σε πληθώρα τομέων.

Αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή, πως η συγκεκριμένη παθολογία πηγάζει από ελλιπή συνείδηση πολίτη. Έχω γράψει και αλλού πως η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από μειωμένη θεσμική συνείδηση. Θεσμούς διαθέτει καλούς, αλλά δεν τους ενστερνίζεται, δεν πιστεύει σε αυτούς. Η κουλτούρα, δηλαδή η περιοχή στην οποία δοκιμάζονται οι στάσεις ζωής του ανθρώπου, δεν συμβαδίζει με την ιδιότητα του υπεύθυνου πολίτη.

Έτσι η αναφορά στους καθηγητές ή στον διευθυντή ενός περιστατικού εκφοβισμού το οποίο υπέπεσε στην αντίληψη κάποιου τρίτου, στην σχολική κουλτούρα θεωρείται αντικοινωνική πράξη! Αντί να απομονωθεί από τους άλλους ο δράστης απομονώνεται συνήθως αυτός που είχε το θάρρος να το αποκαλύψει! Η διαστροφή φθάνει σε τέτοιο σημείο ώστε ο δράστης και η παρέα του να ‘ζητούν και τα ρέστα’ από το ίδιο το θύμα αν προβεί σε καταγγελία! Το κατηγορούν ότι έτρεξε να αναζητήσει βοήθεια στους μεγάλους και δεν είχε τα κότσια να τους αντιμετωπίσει απευθείας.

Απουσιάζει, με άλλα λόγια, η νοοτροπία που καθιστά έκνομη την βία και την εξορίζει από το πεδίο του διαλόγου. Απαιτούν αντίδραση του θύματος μέσω διαλόγου εκείνοι ακριβώς οι οποίοι απέκλεισαν τον διάλογο και ‘μιλούν’ με ύβρεις και χειροδικία! Για να γίνει πιο αποτελεσματικός ο στιγματισμός του θύματος το οποίο καταγγέλλει, επιχειρείται η υποβάθμισή του ως ‘μικρού’ και ‘ανώριμου’ αφού κατέφυγε στον νόμο, ως κάποιου που δεν του αξίζει να περιλαμβάνεται στην υποκουλτούρα των εφήβων.

Η κατανόηση και ανοχή στις ιδιαιτερότητες της εφηβείας είναι επιβεβλημένες, μέχρι το σημείο, όμως, που δεν υπονομεύουν την διαμόρφωση των ανθρώπων αυτών. Ενώ είναι σοφό οι μεγάλοι να ‘κάνουν τα στραβά μάτια’ μπροστά σε κάποιες εφηβικές συμπεριφορές και να μην απαιτούν ακρίβεια, την ίδια ώρα εκκολάπτονται οι αυριανοί πολίτες και εμπεδώνονται νοοτροπίες που ενδεχομένως θα τους συνοδεύουν για μια ζωή. Η καλλιέργεια, λοιπόν, υπευθυνότητας και η μηδενική ανοχή σε φαινόμενα εκφοβισμού, λοιδορίας, περιθωριοποίησης κ.ο.κ. συνιστούν αναντικατάστατη υποχρέωση όσων έχουν ευθύνη για την αγωγή. Με άλλα λόγια, το καθήκον της καταγγελίας τέτοιων περιστατικών δεν αποτελεί μόνο χρέος προς το συγκεκριμένο θύμα αλλά προς την κοινωνία ολόκληρη. Αύριο θα έλθει η σειρά κάποιου άλλου, ίσως και του ίδιου συμμαθητή ο οποίος αδράνησε.

*

Προσπάθησα να δείξω ότι τα φαινόμενα κοινωνικής παθολογίας που εμφανίζονται στα σχολεία μας όλο και συχνότερα, απαιτούν προληπτικές δράσεις, παράλληλα με τις θεραπευτικές. Συγκεκριμένα, καλούν για ένα διαφορετικό είδος πολίτη. Είναι εύλογο η αρχή να γίνει από αυτούς που είμαστε ήδη πολίτες, ώστε να ακολουθήσουν και οι υποψήφιοι πολίτες…