Χαλάστε χατίρια, ο βασιλιάς είναι γυμνός

Πώς η αντιπαραγωγική νευρωτική νεοελληνική γονεϊκότητα δημιουργεί μαθηματικά μια γενιά δυστυχισμένων
Open Image Modal
George Marks via Getty Images

Οι διακοπές είναι μια ευκαιρία να έλθει κανείς σε επαφή με αγαπημένα πρόσωπα, με φίλους, συγγενείς και με τα παιδιά τους. Τα σύγχρονα Ελληνόπουλα. Όσο περνούν τα χρόνια, όσοι δεν έχουμε παιδιά στην Ελλάδα διαπιστώνουμε μια πραγματικότητα ολοένα και πιο θλιβερή και ανυπόφορη. Ποτέ τόσο πολλή ενέργεια και πόροι δεν αναλώθηκαν τόσο αυτονόητα και συστηματικά, για να ‘παραχθεί’ μια γενιά τόσο ελάχιστα ανθεκτική στις δυσκολίες και εν τέλει τόσο δυστυχής. Οι Έλληνες γονείς της γενιάς μου (γενιά Χ, γεννηθέντες/γεννηθείσες μεταξύ 1965 και 1982) φλερτάρουν με το ρεκόρ της αντιπαραγωγικότερης γενιάς γονέων στην ιστορία. 

Disclaimer 1: Το σημείωμα αντανακλά στην πλειονότητα των γονέων της γενιάς μου, αλλά προφανώς δεν αφορά σε όλους τους γονείς. Ευτυχώς, υπάρχουν λαμπροί γονείς, με ευτυχή παιδιά, που τα χαίρεσαι, ισορροπημένα και με όρια στη συμπεριφορά τους. Δυστυχώς, όμως, αυτή είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Η πλειονότητα παραμένει προβληματική. Και το ότι είναι πλειονότητα δεν αναιρεί την προβληματικότητα. 

Disclaimer 2: Το σημείωμα αφορά στους Έλληνες γονείς στην Ελλάδα. Έχοντας ζήσει πλέον για κάποια χρόνια στο εξωτερικό και μάλιστα σε πολυπολιτισμική πόλη, έχω πλέον μέτρα σύγκρισης με πολλούς λαούς, που μου επιτρέπουν νηφάλιες πλην άβολες συγκρίσεις. 

Η συζήτηση είναι γενικά πολύ άβολη. Είναι πράγματι τολμηρό να αποπειραθεί να αποδομήσει κανείς τη σύγχρονη νεοελληνική γονεϊκότητα, μέσα στον αυτοεπικυρωτικό ναρκισσισμό της, ιδίως όταν δεν έχει παιδιά. Κινδυνεύει να εισπράξει από νευρωτικούς μεταπτυχιακούς γονείς το απόλυτο επιχείρημα (έργω, λόγω ή διανοία) ‘δεν έχεις παιδιά και δεν ξέρεις’ (ή, στην καλύτερη, ‘όταν κάνεις παιδιά θα καταλάβεις’). 

Παρά ταύτα, θα αποτολμήσω το απονενοημένο και θα επιδιώξω την ανάλυση του φαινομένου και των αιτιών του, όχι ως υψωμένο δάκτυλο ξερολισμού προς γονείς που σίγουρα εκκινούν με τις καλύτερες των προθέσεων, αλλά ως αφετηρία προβληματισμού όλων μας. Γιατί πόσο ακόμα θα εθελοτυφλούμε; Ο βασιλιάς είναι γυμνός. 

Τι παρατηρείται 

Τα παιδιά και οι ανάγκες τους, εκφρασμένες ή μη, βρίσκονται πλέον στο απόλυτο επίκεντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντος. Όχι μόνο των γονιών, αλλά και της ευρύτερης οικογένειας, των νονών της Τζαμποσακούλας, των άτεκνων αδελφών, των παππούδων boomers που η ειρωνεία της ζωής έκανε τις ΠΑΣΟΚικές συντάξεις τους και τον ελεύθερο χρόνο τους να αναλώνονται στον ορυμαγδό των δραστηριοτήτων και των εξουθενωτικών αναγκών των πριγκιπόπουλων. 

Οι γονείς και οι λοιποί περί τα παιδιά ενήλικες υποβαθμίζονται σε ‘περετικόν προσωπικόν’, που έλεγε και η αείμνηστη Δέσποινα Στυλιανοπούλου. Στην ταβέρνα, κόβουν το μπιφτέκι σε κομματάκια (για το 10χρονο βλαστάρι). Ανοίγουν την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου να κατέβει το πριγκιπόπουλο για το ταεκβοντό (τόσο ταεκβοντό ούτε στην Κορέα δεν πρέπει να διδάσκεται, τη Νότια). Αναθέτουν στα παιδιά τη λήψη απόφασης όπως σε νωχελικούς βεζύρηδες (‘σουβλάκια ή μπέργκερ’;), όταν στο παρελθόν η απόφαση σε τέτοιας υφής υπαρξιακό δίλημμα απλώς ανακοινωνόταν. 

Πας να μιλήσεις, ο έρμος ενήλικας, με το γονιό, και αγχώνεσαι για το αν η κουβέντα σου θα διακοπεί εξαιτίας του παιδιού. Το παιδί σε βλέπει πλέον σαν ανταγωνιστή της προσοχής των γονιών του. Ο γονιός δεν θα σε προσέξει. Είτε γιατί το παιδί θα είναι κολλημένο επάνω του είτε γιατί μετά τα 2 μέτρα απόσταση νοείται ότι κινδυνεύει από το Δράκο του Σέιχ Σου και πρέπει να κινείται εντός οπτικού πεδίου. 

Όταν πια ανταμώνω γονείς με τα παιδιά παρόντα, έχω εξασκηθεί να μιλάω κοφτά (υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο), χωρίς δευτερεύουσες προτάσεις, χωρίς επιρρήματα και με γνήσιο άγχος συνεχούς διακοπής του λόγου μου. Η συνύπαρξη με γονείς και παιδιά είναι μια διαρκής άσκηση λακωνίζειν, καθώς και διατήρησης ειρμού μετά από ατελείωτες διακοπές για λόγους που πριν μία γενιά απλά δεν θα υπήρχαν. Τα παιδιά έπαιζαν κάπου αλλού, χωρίς οι γονείς να φοβούνται. 

Όταν πήγαινες επίσκεψη παλιά σε σπίτι με παιδιά, τα παιδιά έπαιζαν στο δωμάτιο και οι ενήλικες μπορούσαν να μιλήσουν χωρίς τα παιδιά να αισθάνονται παραμελημένα. Σήμερα, το σπίτι με παιδιά είναι αυτονοήτως ένα βομβαρδισμένο τοπίο με παιχνίδια παντού. 

Τα παιδιά αντιμετωπίζονται σαν τρυφερές, ευάλωτες υπάρξεις, με απόλυτο και κυριαρχικό δικαίωμα στην έκφραση αναγκών, οσοδήποτε κακομαθημένων, άκυρων ή απλώς ως αντιπερισπασμού σε οτιδήποτε απειλεί την πρωτοκαθεδρία του ενδιαφέροντος προς αυτά. Μια ανεκδιήγητη επιείκεια, παραλυτική στην αναπαραγωγή της, επιβάλλει την καθυπόταξη μιας ολόκληρης κοινωνίας στα τσαλίμια των πριγκιπόπουλων. 

Τα παιδιά τα έχουν πια όλα. Δεν τους λείπει τίποτα. Το εκατομμυριοστό παιχνίδι που αγοράστηκε από το υστέρημα του νονού (που διάβασε το ‘Πιστεύω’, δεν το είπε απ’ έξω) εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα δεν συγκινεί πάνω από ένα λεπτό. Πόση δυστυχία της αφθονίας, που λέει και ο πολύς Πασκάλ Μπρυκνέρ.. Και πόσο διαφορετικό συναίσθημα από την απόλυτη ευτυχία των παιδιών στο παρελθόν, για το ένα ή δύο παιχνίδια το χρόνο (Χριστούγεννα-γενέθλια), προϊόν της προσμονής για το σπάνιο και άρα ξεχωριστό. 

Η απόλυτη εφαρμογή του νόμου της φθίνουσας οριακής χρησιμότητας (Πολιτική Οικονομία). Απλουστευτικά, σε κάθε (μα κάθε) αγαθό, υπάρχει ένα επίπεδο ποσότητας, πέραν του οποίου η κάθε επιπλέον μονάδα αγαθού μειώνει τη συνολική ευχαρίστηση από αυτό (σκεφτείτε την επιπλέον ευχαρίστηση που σας δημιουργεί η 1 μπουκιά μουσακά, η 10, η 20, η 30 κ.ο.κ.· μετά από κάποια μπουκιά, οσοδήποτε αγαπημένο σας φαγητό και αν ήταν ο μουσακάς, θα κάνατε εμετό). 

Στην περίπτωση των σύγχρονων Ελληνόπουλων, ο βασιλιάς είναι γυμνός: το μέτρο έχει χαθεί προ πολλού. Τα παιδιά βομβαρδίζονται με αγαθά ‘πριν από σας για σας’ και έτσι όχι μόνο δεν μπορούν να αξιολογήσουν και να εκτιμήσουν ό,τι έχουν (αναγκαία προϋπόθεση της ευγνωμοσύνης τους και ως ενηλίκων γενικά στη ζωή), αλλά εξοικειώνονται σε μια ανηδονία. Τίποτα δεν τους κάνει εντύπωση. Τίποτα δεν τα ευχαριστεί αρκετά. Τίποτα ποτέ δεν είναι αρκετό. Τίποτα δεν διαρκεί πολύ. Και η αγωνία του γονιού να τροφοδοτήσει την έστω φευγαλέα ευχαρίστηση καταλήγει να ρίχνει νερό στο μύλο της ανίας. 

Τα παιδιά προστατεύονται συστηματικά και σκοπίμως από οτιδήποτε θα μπορούσε να τα δυσκολέψει, ζορίσει, ξεβολέψει, στενοχωρήσει, ματαιώσει, ατσαλώσει, χαλυβδώσει, ωριμάσει, διαμορφώσει. Περιφέρουν τη βολική ανωριμότητά τους σε δραστηριότητες ‘δημιουργικής απασχόλησης’. Κάποιος πρέπει να τα κρατάει, για να μην καταρρεύσουν οι υπόλοιποι. Πάρε το μουτζούρη. Και μετά, πάρε το μηδέν. 

Παρατηρούσα τους γονείς στη δουλειά, στην Αθήνα. Τους εργατικούς και φιλότιμους, όχι αυτούς που κρύβουν πίσω από το παιδί την οκνηρία τους. Κρεμασμένοι από το κινητό, προς την Αγία Γιαγιά του Έθνους (τι θα γινόμαστε άραγε χωρίς αυτήν, το χρόνο και τη σύνταξή της) και της παραλαβής από το -και καλά- ολοήμερο σχολείο: Βγάλατε τα μπιφτέκια; Πόσες μπουκιές άφησε; Διάβασε αγγλικά; Πόσα λεπτά έκατσε στο τάμπλετ; Τι είπε ο δάσκαλος του σόφτμπολ; Οι σύγχρονοι γονείς, οι εργατικοί και φιλότιμοι, στη δουλειά ξεκουράζονται. Όπως το ακούτε. Στη σύγχρονη αγχωτική δουλειά ξεκουράζονται. Από το ανελέητο βάσανο της γονεϊκότητας, όπως τους την έμαθαν να πρέπει να είναι. Από το ανηλεές κυνήγι των παιδιών. Από ένα helicopter parenting που κάνουν όλοι, γιατί το κάνουν όλοι, σαν συλλογική νεύρωση. Σαν απόλυτη αυταπάτη. Σύγχρονα χάμστερ, σε ένα φαύλο κύκλο δραστηριοτήτων, που καταλήγουν, μετά από πολύ τρέξιμο, στο ίδιο σημείο. Στην ανηδονία της αφθονίας

Οι σύγχρονοι γονείς δεν μπορούν να πιστέψουν την ηρεμία του γραφείου. Όπως έγραψε κάποιος, δεν υπάρχει ειρωνικότερη ευχή σε ένα γονιό από το ‘καλό Σαββατοκύριακο’. Ή ακόμα και από το ‘καλό απόγευμα’ (του γονιού-ταξί των ατελείωτων back-to-back απογευματινών δραστηριοτήτων/ φροντιστηρίων). 

Πληθαίνουν τα εστιατόρια που δεν δέχονται παιδιά. Η αγορά είναι αλάθητη, όταν ιχνηλατεί ανάγκες και περιθώρια κέρδους. Έχει διαβλέψει το πόσο ανυπόφορα έχουν γίνει τα παιδιά, με ευθύνη των γονιών φυσικά. Δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να πληρώνει μια αδιαφορία για τη συμπεριφορά του παιδιού που βαφτίζεται επιείκεια. Δεν έχει κανείς δικαίωμα να ξεκουράζεται ενοχλώντας τον άλλο. Πρώτα κακομαθαίνοντας ένα παιδί και μετά αφήνοντάς το να ενοχλεί τους άλλους. 

Επιπλέον, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οργανισμοί και επιχειρήσεις, όταν προσλαμβάνουν, αναζητούν, ολοένα και συχνότερα, ως εκ των κορυφαίων ήπιων δεξιοτήτων (soft skills) πια, την ανθεκτικότητα (resilience). Προφανώς, διαπιστώνεται ότι, παρά τον πληθωρισμό τυπικών προσόντων στους νέους εργαζόμενους, οι τελευταίοι στερούνται ανθεκτικότητας. Από κοντά, και η έλλειψη της ομαδικότητας. Μα πώς να καλλιεργηθεί η ομαδικότητα, όταν τα παιδιά μεγαλώνουν ως απόλυτα επίκεντρα; 

Τι φταίει; 

Γιατί στη σημερινή Ελλάδα έγινε η γονεϊκότητα τόσο ανυπόφορη και βασανιστική; Γιατί οι γονείς έγιναν περιφερόμενα ερείπια, που παραμελούν κάθε άλλο ρόλο τους, όπως του συντρόφου, του εργαζόμενου, του φίλου; Γιατί το παιδί έγινε η μαύρη τρύπα που ρουφάει κάθε ικμάδα ενέργειας; Τι και σε ποιον προσπαθούμε να αποδείξουμε με τόση υπερβολή; 

Πρώτον, η γενιά μου μεγάλωσε με το σύνδρομο του ‘καλού παιδιού’. Έπρεπε να είσαι καλός μαθητής, να έχεις καλούς βαθμούς, καθαρά ρούχα, καλή συμπεριφορά στη θεία, το Lower στη Γ’ Γυμνασίου, το Proficiency στη Β’ Λυκείου, να πας στο Γενικό Λύκειο, να είσαι απουσιολόγος, να μπεις σε ΑΕΙ, να κάνεις μεταπτυχιακό, να παντρευτείς, να νοικοκυρευτείς, να βάλετε γρήγορα ‘μπρος’ (ούτε ατμομηχανή), προφανώς να μην είναι κανείς υπογόνιμος ή ΛΟΑΤΚΙ+, να κάνετε παιδιά, και μέσα από αυτήν την απόλυτη ευθυγράμμιση να βιώσετε την εκπλήρωση του μικροαστικού παραδείσου, για να είναι ευχαριστημένο το σόι, η γειτονιά, η παπαδιά. Το σύνδρομο του καλού παιδιού ευθύνεται πολύ που οι γονείς της γενιάς μου προβάλλουν στα παιδιά τους τις νευρώσεις των δικών τους απωθημένων και τις ονειρώξεις των γονιών τους. Κάθε παρέκκλιση από το πρότυπο σχολιάζεται και εκλαμβάνεται ως αποτυχία για το γονιό. Ο σημερινός γονιός προσδοκά μέσω των επιτυχιών του παιδιού του, στην ουσία, τη δική του εκπλήρωση και επιβεβαίωση. Το παιδί γίνεται το άβουλο λάφυρο μιας νοσηρής υπερπροσδοκίας. Και για το σκοπό αυτό, απαιτείται απόλυτος έλεγχος σε ό,τι αφορά στο παιδί. Από το face control της ιδιαιτερούς και της νταντάς (πέραν των συστάσεων της νονάς) έως το πάχος των sticks καρότου στο αεικίνητο τάπερ του δεκατιανού, για να μη μασουληθούν ταλαιπωρητικά υπό του αγγελουδίου. 

Δεύτερον, η ελληνική κοινωνία παραμένει βαθιά εξαρτημένη, κυριαρχημένη, παράλυτη και ακυρωμένη από τον ασφυκτικό κοινωνικό έλεγχο. Το τι θα πουν οι άλλοι παραμένει πάρα πολύ σημαντικό για τους Έλληνες. Είτε πρόκειται για επίδειξη πλούτου και επιτευγμάτων των παιδιών είτε φόβος του σχολίου της κουνιάδας, στην Ελλάδα κάνουμε πάρα πολλά (αν όχι τα περισσότερα) πράγματα, για να λέει (ή για να μην λέει) ο κόσμος. Θα πίστευε κανείς ότι αυτό θα έπρεπε να έχει μείνει στα χωριά και ότι με τη συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις θα ατονούσε. Πλανάσθε. Ήρθαν τα social media, το νέο πεδίο ευχαρίστως μοντέρνου κοινωνικού ελέγχου, να καλύψουν το κενό. Ανεβάζουμε τα παιδιά στα social (αν θυμόμαστε, θολώνουμε τις φατσούλες τους) και μετά τηλεφωνούμε έντρομοι στην Αγία Γιαγιά για ξεμάτιασμα. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους γονείς για τις επιδόσεις, τα ρούχα, τις συμπεριφορές και τις δραστηριότητες των παιδιών, έχει αναχθεί πλέον σε αλμοδοβαρική, μετα-θεατράλε σφαίρα. 

Τρίτον, οι συντροφικές σχέσεις έχουν δυσκολέψει πάρα πολύ, ούτως ή άλλως. Το αποδεικνύουν τα πάρα πολλά διαζύγια. Αυτό δείχνει δύο τινά. Αφενός, ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να ρίξουμε τον πήχη στη συντροφικότητα (αυτό αφορά γονείς και μη). Θέλουμε αυτό που θέλουμε, όπως το θέλουμε και όταν το θέλουμε. Κι αν δεν γίνει, αντιδρούμε δυσανάλογα. Εκεί που οι παλιοί ασκούνταν στην υπομονή (συχνά περισσότερο και από όσο έπρεπε), σήμερα η υπομονή λείπει. Αφετέρου, η μετακύλιση της δημιουργίας οικογένειας αργότερα λόγω των κοινωνικών συνθηκών (οι γυναίκες -καλώς, κάλλιστα- σπουδάζουν και κάνουν καριέρα), σε συνδυασμό με το αμείλικτο βιολογικό ρολόι, κάνει συχνότερες τις ατυχείς επιλογές συντρόφων, διότι πρέπει να μπει ‘μπρος’ το απόλυτο πρότζεκτ (παιδί). Ακραία, ενίοτε ο άνδρας υποβαθμίζεται σε ρόλο απλού σπερματοδότη, προκειμένου απλώς να εκπληρωθεί το πρότζεκτ. Κι ας χωρίσουμε μετά. Θα πληρώνει. Εγώ όμως θα έχω γίνει μάνα. Το ότι το παιδί δεν θα έχει τους δυο γονείς του, μικρή λεπτομέρεια. 

Τέταρτον, η σημερινή γενιά γονιών τα ξέρει όλα. Είναι σπουδαγμένη και έχει γνώμη καλύτερη από τους ειδικούς για το μεγάλωμα των παιδιών. Ο εκπαιδευτικός (που πέρασε στο Παιδαγωγικό με βάση χαμηλότερη από εμάς τους εκλεκτούς) έχει υποβαθμιστεί σε νταντά πολυτελείας. Ο γιατρός δεν είναι καλός, άμα μας πει κάτι που δεν μας αρέσει. Θέλουμε και δεύτερο και τρίτο γιατρό, μέχρι να ακούσουμε αυτό που μας αρέσει. Οι γονείς με τα μεταπτυχιακά ξέρουν καλύτερα από τον καθένα – να ’ναι καλά το ίντερνετ και οι απίθανες ομάδες με τις μανούλες στα social – τι είναι καλύτερο για τη μόρφωση, τη διατροφή και την υγεία των παιδιών. Σχηματικά: παλιά, ο δάσκαλος μάλωνε το παιδί και ο γονιός μετά το μάλωνε περισσότερο. Σήμερα, ο δάσκαλος μαλώνει το παιδί και ο γονιός ακυρώνει / μηνύει το δάσκαλο, μπροστά στο παιδί. 

Πέμπτον, οι σύγχρονοι κίνδυνοι υπερπροβάλλονται τρομοκρατώντας τους γονείς. Αρνούμαι να πιστέψω ότι παλιά δεν υπήρχαν κίνδυνοι για τα παιδιά. Σκουριασμένα σίδερα, παιδεραστές, εμπόριο παιδικών οργάνων, ομάδες απόκληρων που υφάρπαζαν παιδιά, αφύλαχτες οικοδομές και άλλοι κίνδυνοι, υπήρχαν πάντα. Αυτό που άλλαξε σήμερα κυρίως είναι η ορατότητα των κινδύνων. Τα ΜΜΕ απολαμβάνουν να αναπαράγουν, με κλασική μουσική, το τελευταίο έγκλημα με εμπλεκόμενο παιδί, τρελαίνοντας τους ήδη υπερελεγκτικούς γονείς και επιτρέποντάς τους να ακουμπούν βολικά την τάση τους για υπερέλεγχο στη σαδιστικά ελκυστική πληροφορία. Κερασάκι στην τούρτα, οι μετανάστες, ως εύκολοι αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας εκφασιζόμενης κοινωνίας ευάλωτης στις ευλογημένες κηραλοιφές. 

Συνοπτικά:

Σύνδρομο καλού παιδιού, μανία ελέγχου, εξάρτηση από τη γνώμη των άλλων, άγχος του πρότζεκτ, ξερολισμός και υπερανασφάλεια, οδηγούν σε μια γονεϊκότητα νευρωτική, βασανιστική, μονοθεματική, άμετρη, αυτοεπικυρωτική, αυτοακυρωτική, υπερβολική, που συσσωρεύει άγχος, ματαίωση, νοσηρότητα, απωθημένα, δυστυχία.

 

Και κυρίως; Ειρωνικά, αυτή η υπερεπένδυση συναισθήματος και πόρων (ένα παιδί ως τα 18 κοστολογείται περίπου στις €200.000) καταλήγει απολύτως αντιπαραγωγική. Μεγαλώνουν παιδία ανώριμα, καθώς η ωρίμανση έρχεται από τη ματαίωση. Παιδιά ανίκανα να διαχειριστούν την παραμικρή δυσκολία (στη δουλειά, στις σχέσεις, στα πάντα), γιατί δεν θα έχουν εκτεθεί – ως θα ενδείκνυτο – σε ελεγχόμενες, κλιμακούμενες ματαιώσεις. Παιδιά υπερπροστατευμένα από επισπεύδοντες γονείς, που τα παραδίδουν στην κοινωνία με κομμένα τα φτερά της αυτοπεποίθησης που μπορεί μόνο να προκύψει από τα ίδια επιτεύγματα. 

Αυτά τα ελλείμματα αυτοπεποίθησης προβλέψιμα θα αντανακλαστούν στο μέλλον δυστυχώς σε περισσότερες κακοποιητικές σχέσεις, ανάρρηση δημαγωγών ηγετών, εύκολες πωλήσεις για πολυεθνικές και ατελείωτο coaching (‘Γιωργάκη, μπορείς’), που θα κληθούν να ανακουφίσουν τα μοιραία ‘πελατάκια’ – αποκυήματα του γονεϊκού υπερελέγχου. Όταν, δε, οι εξαντλημένοι γονείς με τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια εκλείψουν, τα παιδιά αυτά πολύ πιθανό θα καταρρεύσουν. Στην καλύτερη, θα επιχειρήσουν να βρουν το υποκατάστατο του γονιού ‘πριν από σας για σας’ σε ένα σύντροφο, στον οποίο ένας τέτοιος ρόλος δεν είναι λογικό να αναλογεί. 

Αντί κατακλείδας 

Αναγνωρίζω ότι μπορεί να υπήρξα καυστικός. Επαναλαμβάνω ότι αυτό το σημείωμα περιγράφει μια κατάσταση συνήθη, αλλά όχι καθολική. Υπάρχουν λαμπροί γονείς. Αλλά και όσοι αναγνώρισαν στα παραπάνω λεχθέντα ορισμένες συμπεριφορές τους, δεν ήταν σκοπός να τύχουν κριτικής επί προσωπικού. Ένα τέτοιο άρθρο προσδοκά να ψηλαφίσει, κοινωνιολογικά και αφαιρετικά, τις αρνητικές πτυχές του περίπλοκου ζητήματος της σύγχρονης ελληνικής γονεϊκότητας. 

Οι λύσεις δεν θα μπορούσαν να είναι εύκολες, γιατί αφορούν σε γενικευμένα κοινωνικά φαινόμενα. Ωστόσο, στο μικροκλίμα κάθε οικογένειας που παλεύει για τα αυτονόητα, ένα πρώτο καλό ξεκίνημα θα ήταν η επιστροφή στο αρχαιοελληνικό μέτρο. Το μέτρο μετουσιώνεται στην απλή σοφία των προηγούμενων γενεών: Αφήστε και τίποτα να πέσει κάτω. Δεν χρειάζεται να προβλεφθούν τα πάντα. Δεν πειράζει να βαρεθούν και λίγο τα παιδιά. Δεν πειράζει να ματαιωθούν, ίσα ίσα επιβάλλεται.

Ευτυχισμένοι ενήλικες μπορούν μόνο να προέλθουν από ατσαλωμένα παιδιά. Κοντολογίς, χαλάστε χατίρια.