«Οι σημαντικοί μύθοι δημιουργούν πρόσωπα αγέραστα. Είναι πρόσωπα που η βιοϊστορία τους διαμηνύει μια καίρια αλήθεια για την ψυχική συγκρότηση του ανθρώπου, γεγονός που εξηγεί γιατί η δύναμη αυτής της αλήθειας διεγείρει, παρά το κύλισμα των αιώνων, τις ανθρώπινες συνειδήσεις. Μεγάλο μέρος του βιβλίου είναι αφιερωμένο στο ζήτημα της σχέσης ιερού και ανίερου, όπως προβάλλει μέσα από μια σειρά νεοελληνικών θρύλων. Ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει τη δράση των ατίθασων δαιμονικών όντων που η παράδοση τα κατατάσσει στην κατηγορία των καλικαντζάρων. Η παρουσία αυτών των αλλόκοτων πλασμάτων γεννά στη λαϊκή ψυχή απύθμενους φόβους. Ποια είναι η πηγή τους; Και τι αποκαλύπτουν για το θρησκευτικό αίσθημα;».
Μιλάμε με την Χαρίκλεια Τσοκανή, Επίκουρη Καθηγήτρια του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Η έρευνά της σχετικά με τις σημασίες και τα σύμβολα στον αρχαίο και νεότερο ελληνικό πολιτισμό αποτυπώνεται στα βιβλία της: α) Η Κραυγή της Μέδουσας – από τον μύθο στη μουσική, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2006, β) Μουσική Μανία – στις απαρχές του βακχικού ενθουσιασμού, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2011, γ) Πρόσωπα του μύθου, του θρύλου, της μουσικής, εκδ. Παπαζήση, 2023. #livemedianews
– Στο τελευταίο βιβλίο σας με τίτλο: Πρόσωπα του μύθου, του θρύλου, της μουσικής, από τις εκδόσεις Παπαζήση, περιλαμβάνεται και ένα μελέτημα για τους καλικαντζάρους. Σήμερα οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι οι καλικάντζαροι τους επισκέπτονται τις χριστουγεννιάτικες νύχτες. Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που σας παρακίνησε για να ασχοληθείτε μαζί τους;
«Το κίνητρο για να μελετήσω τους καλικαντζάρους ήταν ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα του καιρού μας: η διαρκώς αυξανόμενη αποϊεροποίηση και αποσυμβολοποίηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούμε. Σήμερα είναι εμφανής η έκπτωση του θρησκευτικού αισθήματος στον δυτικό χριστιανικό κόσμο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι εκλείπει και η ανάγκη των ανθρώπων για το βίωμα του ιερού. Αυτή η ανάγκη είναι πλέον ορατή, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταφεύγουν στην ψυχανάλυση και την ψυχοθεραπεία, για να αντλήσουν από το τελευταίο καταφύγιο του ιερού, από την ψυχική δηλαδή περιοχή του ασυνείδητου-κατοικία των συμβόλων και αρχετύπων- έναν περιεκτικό σε νόημα και ασφαλή οδηγό στην ζωή τους».
-Και οι καλικάντζαροι; Πώς συνδέονται με το πρόβλημα της αποσυμβολοποίησης του κόσμου;
«Αυτό μπορεί να το διαπιστώσει κανείς αρκεί να γνωρίσει το περιεχόμενο των αφηγήσεων και να αναλογισθεί τη σημασία ορισμένων λόγων όπως αυτών που μας μεταφέρει, για παράδειγμα, ένας θρύλος από την Καρδίτσα. «Τον παλιό καιρό» λέει «οι καρκάντζαλοι εφαίνουνταν στουν κόσμου. Τώρα γιν’καμεν μεις καρκάντζαλοι απ’ τις κακίες μας κι δεν τους βλέπουμε». Άλλοτε, λοιπόν, ακόμη και οι λαϊκοί και, συχνά, αγράμματοι άνθρωποι επεσήμαιναν τον κίνδυνο εξομοίωσής τους με τα πλάσματα εκείνα που διασαλεύουν κάθε έννοια κοινωνικής και ψυχικής τάξεως με την συμπεριφορά τους: «ο ένας τρώει ο άλλος αποπατεί, όλοι τρέφονται με ακάθαρτα πράγματα, αφού προηγουμένως βρωμίσουν ακόμη και την καθαρή τροφή». Ο ακροατής των θρύλων θα πρέπει να διακρίνει στα λόγια αυτά το μεταφορικό τους νόημα που παραπέμπει στο ποιόν της ύλης με την οποία διαπλάθεται η ψυχική υπόσταση των καλικαντζάρων.
Σε αντίθεση με τους θρύλους, σήμερα, όλο και λιγότερο είναι δυνατόν να ακουστούν οι διαμαρτυρίες εκείνων που θα αποδοκίμαζαν μια παρόμοια συμπεριφορά η οποία θα μόλυνε με μια ανάλογη «βρώμικη» τροφή ακόμη και την ψυχή μικρών παιδιών. Φαίνεται να απουσιάζει πλέον το εναρμονιστικό πνεύμα από τον πολιτισμό μας﮲ φαίνεται πως το Πνεύμα απομακρύνεται όλο και περισσότερο από κοντά μας με σχεδόν ανεπαίσθητα βήματα. Κινδυνεύουμε έτσι να περιπέσουμε, στην καλύτερη περίπτωση, στην κατάσταση της ψυχικής εντροπίας και απάθειας, αν δεν κατορθώσουμε να γλυτώσουμε από τον ψυχικό διασπαραγμό στο οποίο μας οδηγούν οι ά-λογες και συχνά αντιτιθέμενες μεταξύ τους επιθυμίες.
Πρόκειται για επιθυμίες και διακαείς πόθους που γεννιούνται από τον καθημερινό καταιγισμό παντός είδους εικόνων και το αδιάκοπο σφυροκόπημα ήχων που κατακλύζουν τα μάτια και τα αυτιά του σύγχρονου ανθρώπου. Όλο αυτό το ασυντόνιστο πανηγύρι των αισθήσεων μοιάζει με τον χαοτικό εκκωφαντικό θορυβώδη χορό των καλικαντζάρων μέσα στον οποίο, όπως λένε οι θρύλοι, διαμελίζεται όποιος έχει την ατυχία να βρεθεί ανάμεσά τους.
-Στην εποχή μας;
«Σήμερα οι διανοητικοποιημένες αισθήσεις, η όραση και η ακοή, διαμορφωμένες πολιτισμικά έτσι που να διευκολύνουν την διάνοιξη του νου προς την περιοχή του πνεύματος, έχουν αναλάβει μια εντελώς νέα λειτουργία. Εκείνη την λειτουργία που εξυπηρετεί την «λογική» του εφήμερου.
Υπακούοντας η όρασή μας στην εντολή της διαρκούς επιτάχυνσης που εκπέμπουν τα ηλεκτρονικά μέσα, κινδυνεύει να χάσει την ικανότητα αναγνώρισης της προοπτικής και του νοηματικού βάθους των αντικειμένων. Αρκείται στο να αντλεί μία μόνον όψη της επιφάνειας των πραγμάτων χωρίς να της δίδεται ο χρόνος να συμπληρώνει με την λειτουργία τής φαντασίας τις αόρατες πλευρές τους που είναι απαραίτητες για την ακέραια πρόσληψη και νοηματοδότησή τους. Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη όχι μόνον για την κατανόηση της σημασίας των εικαστικών έργων τέχνης αλλά ακόμη και για εννόηση της πολυσημίας των αντικειμένων της καθημερινότητας. Γιατί ακόμα και ένα χρηστικό εργαλείο μπορεί να εμπεριέχει ένα συμβολικό περιεχόμενο που να υπερβαίνει τη μοναδική χρήση που του αποδίδει μια μονοσήμαντη θεώρησή του. Το δρεπάνι, για παράδειγμα, μπορεί να ιδωθεί είτε σαν ένα εργαλείο συγκομιδής τού σίτου είτε σαν ένα όπλο άμυνας κατάλληλο για τον αποκεφαλισμό του επίβουλου εχθρού. Στην πρώτη περίπτωση το δρεπάνι προβάλει ως όργανο δημιουργίας ενώ στην δεύτερη ως καταστροφικό όπλο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ακοή, η οποία μέσα στον πολύβουο κόσμο μας χάνει σταδιακά την ουσιαστική της δυνατότητα να συνθέτει τα δεδομένα της επί τη βάσει διακρίσεων και διαφορών, οι οποίες γίνονται αντιληπτές μόνον στο ξεδίπλωμα του χρόνου. Ο θόρυβος που πλημμυρίζει τους εξωτερικούς χώρους τού περιβάλλοντος καθώς και αυτός που μεταφέρεται με ειδικά οργανωμένο τρόπο στους εσωτερικούς κατοικήσιμους χώρους, κατακλύζοντας τα αυτιά μας, θολώνει και παρεμποδίζει την διακριτική και την συνθετική λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου».
-Τι το κοινό έχει, λοιπόν, αυτός ο κόσμος τον οποίο περιγράφετε, με εκείνον των καλικαντζάρων;
«Ήδη το γεγονός ότι οι καλικάντζαροι έχουν μεταπηδήσει από τις αφηγήσεις των θρύλων στις σελίδες των παιδικών παραμυθιών δείχνει την έκπτωση του συμβολισμού τους. Ένα παιδί μπορεί σήμερα να διασκεδάζει με την μαυριδερή σκελετωμένη και κακόσχημη φιγούρα του καλικαντζάρου ο οποίος διαπράττει ανοησίες, όμως, άλλοτε, ο καλικάντζαρος των θρύλων συνιστούσε μια πραγματική προειδοποιητική απειλή για τους ανθρώπους. Γι αυτό και εκείνο που κέντρισε εξ αρχής το ενδιαφέρον μου για την μελέτη των καλικαντζάρων ήταν το γεγονός ότι ο Έλληνας της λαϊκής παράδοσης από την εποχή του βυζαντινού Μεσαίωνα έως και τα μέσα του εικοστού αιώνα, έδειχνε να πιστεύει ως αληθινά τα όσα εξιστορούσαν οι θρύλοι. Πρώτα απ’ όλα έδειχνε να πιστεύει στην ύπαρξη των καλικαντζάρων και στην εμφάνισή τους στον επάνω κόσμο την παραμονή Χριστουγέννων. Σύμφωνα με τους θρύλους οι καλικάντζαροι άφηναν την σκοτεινή διαμονή τους κάτω από τη γη, όπου καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους ροκάνιζαν με τα δόντια τους ή πριόνιζαν το δέντρο που τη στήριζε, και ανέβαιναν στον επάνω κόσμο για να επιδοθούν σε λογής-λογής άσεμνα και καταστροφικά για τους ανθρώπους έργα. Μελετώντας τις πηγές διαπίστωσα ότι ο καλικάντζαρος αποτελούσε ήδη από τους μέσους βυζαντινούς χρόνους ένα πραγματικό φόβητρο για μικρούς και μεγάλους τις ημέρες των Χριστουγέννων».
-Και τι το τόσο φοβερό προμήνυε αυτή η εμφάνιση των καλικαντζάρων;
«Οι παλαιότεροι στοχαστές όπως ο Μιχαήλ Ψελλός τον 11ο αιώνα αλλά και νεότεροι όπως ο Γ.Ν. Πολίτης απέδιδαν τον φόβο για τους καλικαντζάρους στην αφέλεια των γυναικών και των παιδιών τα οποία αισθάνονταν να απειλούνται, ιδίως τις νυκτερινές ώρες, από τους μεταμφιεσμένους εορταστές των Καλανδών -μιας ρωμαϊκής εορτής, η οποία από τον 4ο αιώνα και έπειτα διαδόθηκε σε όλη την βυζαντινή επικράτεια και φαίνεται ότι ανταγωνιζόταν, την ίδια περίοδο, τις λατρευτικές εκδηλώσεις του χριστουγεννιάτικου Δωδεκαημέρου».
-Αυτό, άραγε, θα μπορούσε να σημαίνει ότι ο καλικάντζαρος για την λαϊκή χριστιανική συνείδηση ταυτίστηκε συμβολικά με τον ειδωλολάτρη και, γενικότερα, τον αλλόθρησκο;
«Όχι ακριβώς, γιατί οι θρύλοι φαίνεται να υπονοούν κάτι βαθύτερο όταν λένε ότι οι καλικάντζαροι, σε αντίθεση με άλλα ξωτικά: νεράιδες, λάμιες, δράκους κ.τ.λ, ήταν κάποτε άνθρωποι και πως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αυτοί θα μπορούσαν να ξαναγίνουν άνθρωποι. Ο ειδωλολάτρης και κάθε αλλόθρησκος εξακολουθεί να είναι άνθρωπος με διαφορετική θρησκευτική αντίληψη, έστω και λαθεμένη ή ψευδή σύμφωνα με την κρίση του χριστιανού. Αντιθέτως, ένα βρέφος που γεννιέται την ημέρα των Χριστουγέννων μπορεί να πάψει να θεωρείται άνθρωπος και να καταταγεί στο είδος των καλικαντζάρων, όπως και ένα νήπιο στη βάπτιση του οποίου ο απαίδευτος ιερέας διαπράττει γλωσσικά σφάλματα κατά την ανάγνωση των ιερών κειμένων. Άρα οι θρύλοι μάς λένε ότι από έναν κατ’ όνομα χριστιανό μπορεί να γεννηθεί καλικάντζαρος, ή να μετατραπεί σε καλικάντζαρο κατά την βάπτισή του, εάν βεβηλωθεί λεκτικά από τον ιερέα το ειδικό τελετουργικό της. Στην παράδοση των θρύλων η απαιδευσία ορισμένων ορθόδοξων χριστιανών ιερέων στηλιτεύεται και θεωρείται, ενίοτε, αιτία και της δικής τους καλικαντζαροποίησης, δηλαδή του στιγματισμού τους ως αντιπνευματικών εκπροσώπων της Εκκλησίας, άξιων να παρωδηθούν από τους ίδιους τους καλικαντζάρους με τον γνωστό τρόπο της βωμολοχίας τους».
-Σε τι έγκειται λοιπόν ο αντιπνευματικός χαρακτήρας τού καλικαντζάρου και σε ποιο τύπο σύγχρονου άνθρωπου θα ταίριαζε το όνομά του;
«Το γεγονός ότι τα δρώμενα των καλικαντζάρων τοποθετούνται στο πλαίσιο της πιο σημαντικής εορτής τού χριστιανικού κόσμου δείχνει ότι η λαϊκή συνείδηση αναγνωρίζει στην ανατρεπτική δράση τους την πρόθεση αυτών των οντοτήτων να αμαυρώσουν την έννοια της ιερότητας όπως την αντιλαμβάνεται ένας πιστός χριστιανός. Διότι όλες οι πράξεις των καλικαντζάρων στη διάρκεια του Δωδεκαημέρου είναι οι αντίθετες από εκείνες των εορταστών. Στην φροντίδα για καθαριότητα που επιδεικνύουν οι άνθρωποι οι καλικάντζαροι απαντούν με την ρύπανση, στην τάξη τους αντιθέτουν την αταξία, στο άναμμα της φωτιάς που προσφέρει θαλπωρή τις ημέρες της εορταστικής αργίας αντιτείνουν το σβήσιμό της, στην απαγόρευση της νηστείας την κατάλυσή της, στην απαγόρευση της σεξουαλικής επαφής τη λαγνεία, στην αργία τέλος, αντιπαραθέτουν την εργασία σε χρόνο προορισμένο για την συμμετοχή στην θεία λειτουργία.
-Ο καλικάντζαρος λοιπόν θα μπορούσε να είναι εκείνος ο ανθρωπότυπος που μάχεται την ιερότητα του χριστιανικού βίου;
«Δεν μάχεται όμως τον χριστιανό ως πιστό μιας συγκεκριμένης θρησκείας, αλλά τον ιδανικά θρησκευόμενο άνθρωπο αυτόν που αναζητεί ένα νέο «γνώθι σαυτόν» και μια βαθύτερη μορφή πνευματικότητας. Γι’ αυτό ο καλικάντζαρος αποστρέφεται κάθε αίσθημα ανάτασης που προσφέρει η διαύγαση του νου, ο «φωτισμός», το πέταγμα της νόησης προς την περιοχή του πνεύματος. Γι’ αυτό και αποστρέφεται την φωτιά και επιχειρεί να τη σβήσει όπου και όποτε τη συναντά. Αν η ψυχολογία του βάθους ορίζει το Πνεύμα ως την υπερσυνειδητή αυτή δύναμη που καθοδηγεί τον άνθρωπο εναρμονίζοντας τούς πολλαπλούς του πόθους προκειμένου να βρει αυτός την χαρά, απώτερο στόχο της ζωής, τότε ο τύπος του καλικαντζάρου φαίνεται να είναι ανεπίδεκτος σε μια τέτοια μαθητεία».
-Τι θυμίζει ο χαρακτήρας του;
«Μας θυμίζει τον σύγχρονο επιδραστή του διαδικτύου που διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά του εκπροσώπου τής διαφήμισης ο οποίος υπηρετεί αποκλειστικά το εφήμερο. Η σύγχρονη διαφήμιση, κυρίως, καθώς διαστρέφει χρησιμοποιώντας για κερδοσκοπικούς σκοπούς τα σύμβολα, έχει αναγάγει σε «τέχνη» την τεχνική τής απογύμνωσης των συμβόλων από το πνευματικό τους περιεχόμενο. Μέσα από την χρήση αυτή τα μυθικά, θρησκευτικά και καλλιτεχνικά σύμβολα εκπίπτουν στην κατηγορία του αναλώσιμου αντικειμένου ενώ ταυτόχρονα υποβαθμίζεται και εξαφανίζεται σταδιακά και το πνευματικό σύμπαν μέσα στο οποίο υπάρχουν και ζουν αυτά μαζί με τον άνθρωπο»