Δεν κουράζομαι να επαναλαμβάνω ότι ο Γιαννούλης Χαλεπάς ανήκει στην ευάριθμη εκείνη χορεία των νεοελλήνων δημιουργών που πρότειναν και-νούρια φόρμα. Που πρότειναν πέραν όλων των άλλων και νέες, αισθητικά, μορφές. Αυτοί ήσαν ο Καβάφης, ο Σκαλκώτας, η Μαρία Κάλλας, ο Γιάννης Κουνέλλης. Αλλά όχι ο Σολωμός ή ο Γύζης ή ο Παπαδιαμάντης ή ο Τσαρούχης. Και το αναφέρω αυτό χωρίς να υποτιμώ διόλου και το έργο των ανωτέρω και την προσφορά τους στην συγκρότηση του εθνικού μας προσώπου. Απεναντίας. Ο Χαλεπάς είναι όμως κάτι εντελώς διαφορετικό και ως τέτοιος, δηλαδή ως κάτι το εντελώς αυτόνομο, πορεύεται πλάι στους μεγάλους του ευρωπαϊκού πολιτισμού κατά τον 20ο αιώνα. Και μάλιστα παραμένει ευρωπαίος δημιουργός υπερασπιζόμενος πρωτίστως τα στοιχεία της ιθαγένειας, την ιστορία ως την άλλη εκδοχή, ως την άλλη δυνατότητα του εθνικού μύθου. Επαναπροτείνει το παρελθόν ως εκείνη τη μυστική ενέργεια που νοηματοδοτεί σταθερά το παρόν και το μέλλον.
Η νεοελληνική διανόηση, η ιστορία της τέχνης, οι δημιουργοί που εμπνέονται από το έργο του δεν έχουν, φοβάμαι, συνειδητοποιήσει πόσο οξυδερκώς, πόσο καταλυτικά έχει διαπεράσει ο Χαλεπάς το νεοελληνικό δράμα και πόσο έχει οπτικοποιήσει την οντολογία του. Ίσως αυτό να αποτελεί την αθώα του εκδίκηση. Ότι δηλαδή αυτός, ο αποκλεισμένος, ο στερημένος, ο οιονεί «κωφάλαλος» και σαλός έφτασε σε τέτοια επίπεδα ερμηνείας που δεν διανοήθηκαν ποτέ οι λογής δοκησίσοφοι και λογιότατοι. «Το συμπέρασμα είναι ένα: Ο Χαλεπάς χρειάζεται σταθερά σύνθετη προσέγγιση, γιατί τα τρέχοντα εργαλεία των ιστορικών της τέχνης και των φιλολογούντων μελετητών φτάνουν μέχρις ενός σημείου. Από ένα σημείο όμως και ύστερα όχι μόνο δεν επαρκούν αλλά καταντούν γραφικά. Εντάξει, να μετρήσουμε επακριβώς το «παραμύθι της Πεντάμορφης» και να εξηγήσουμε την κατασκευή του. Με τη μυστηριώδη υποβολή του, όμως, πώς ξεμπερδεύουμε;»1
Από ποιο σύμπαν έρχεται ο μπάρμπα Γιαννούλης;
Ο Χαλεπάς πνευματικά προέρχεται από το κίνημα «Sturm und Drang», δηλαδή αυτό το ρομαντικό ηφαίστειο που ξανάδωσε, μετά την ρασιοναλιστική πανάκεια του Διαφωτισμού, στο όνειρο, στο αίνιγμα και στο παράλογο τα δικαιώματά τους. Ο Χαλεπάς πριν βουλιάξει στην δική του «τρέλα», κολύμπησε στη τρέλα του Hölderlin, του Novalis, του Heine ή του Büchner. Όντας νεαρός στο Μόναχο δεν συγκινείται από την μικροαστική αισθητική του Biedermeier αλλά αναζητεί τον απόλυτο συμβολισμό του Μύθου μέσα από την ρομαντική παραφορά είτε λαξεύοντας το παραμύθι της Πεντάμορφης είτε το μικρό Έρωτα που διαγκωνίζεται τον σαρκάζοντα, ζωώδη Σάτυρο. Ο μεταλογικός Χαλεπάς -τι ποιητικός όρος, πόσο κοντά στην αλήθεια, κάθε αληθινή τέχνη είναι μεταλογική- όπως έχω αναπτύξει σε πολλά κείμενά μου κινείται στην ίδια παράλογη ποίηση με την Camille Claudel, τον De Chirico, τον Bernardo Rosso ενώ η naïveté της φόρμας του προλαβαίνει τον Lipschitz η τον Henri Moore. Τι σημαίνει όμως η φράση «χρειάστηκε μια Κοιμωμένη για να ξυπνήσουν οι ροχαλίζοντες»; Ποιος κοιμόταν και γιατί; Μα τι άλλο παρά την διαφοροποίησή του από τα κλασικίζοντα επιτύμβια του 19ου αιώνα. Η Κοιμωμένη του Χαλεπά, επαναλαμβάνω, είναι το πρώτο έργο της νεοελληνικής τέχνης που αντιμετωπίζει τον θάνατο ρεαλιστικά, με έναν τρόπο σχεδόν κλινικό.
Τι φορούσε ο Οιδίπους στα πρησμένα πόδια του;
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε στο Πύργο της Τήνου το 1851, σπούδασε γλυπτική στην Αθήνα και το Μόναχο και πέθανε στην Αθήνα το 1938. Ο Van Gogh γεννήθηκε στην Ολλανδία το 1853 και αυτοκτόνησε στα περίχωρα του Παρισιού το 1890. Και οι δυο νοσηλεύτηκαν στο ψυχιατρείο σε κρίσιμες περιόδους της ζωής τους. (Δες περισσότερα για τη μυστική σχέση τους στο βιβλίο μου «Van Gogh – Χαλεπάς, Ιδιοφυΐα και τρέλα», εκδ. Λάβρυς, 2018).
Συνταρακτικό είναι εν προκειμένο το αυτοβιογραφικό σύμπλεγμα του Χαλεπά, το φιλοτεχνημένο γύρω στο 1930, «Οιδίπους και Αντιγόνη» (ορθότερα Ισμήνη). Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα γλυπτά της μεταλογικής περιόδου, ισάξιο της «Μήδειας που σκοτώνει τα παιδιά της». Εδώ ο Χαλεπάς κάνει την δική του προσωπική του ιστορία φόρμα και τον αρχαιοελληνικό μύθο avant-garde.
Προσέξτε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον στη σύνθεση: Παρά την αρχαιοπρεπή ενδυμασία των μορφών εντυπωσιάζουν οι μπότες (!) στα πόδια του γερο-Οιδίποδα. Αποδίδονται εδώ, ίσως, τα άρβυλα που φορούσε ο ίδιος ο γερο-Χαλεπάς στον Πύργο ή μήπως έχουμε τα διάσημα άρβυλα του Van Gogh; Δηλαδή τον πασίγνωστο πίνακα που ενέπνευσε στον Martin Heidegger ολόκληρη μελέτη, μια ζωγραφιά που πιθανόν να είδε ο Χαλεπάς σε κάποιο περιοδικό ή άλλο έντυπο τέχνης από την δεκαετία του ’30 στο σπίτι της ανιψιάς του Κατερίνας Κατσάτου επί της οδού Δαφνομήλη στο Λυκαβηττό. Πρόκειται για μια λεπτομέρεια που δεν έχει προσέξει κανείς ως τώρα, πράγμα άκρως διαφωτιστικό για τον τρόπο που κοιτάζουμε τα έργα ειδικοί και ... ανίδεοι. Και νομίζω πως συνδέει συνταρακτικά τον Άγιο της νεοελληνικής τέχνης με τον Πρωτομάρτυρα της διεθνούς modernité.
Που αποσκοπούμε όμως όταν αναφερόμαστε στον μπάρμπα Γιαννούλη;
Ο Καζαντζάκης έψαχνε στο όνομα του Γκρέκο έναν ηρωικό πρόγονο που θα στηρίξει ιδεολογικά το δικό του φιλόδοξο έργο στους χαλεπούς καιρούς. Τώρα πια ξέρουμε πως πάντα οι καιροί είναι χαλεποί και πως πάντα η ιστορία είναι η διέξοδος στα όποια αδιέξοδα του σήμερα. Προσέξτε την εξής ενδεικτική λεπτομέρεια: ο Γκρέκο και ο Χαλεπάς, μοναδικοί στη νεότερη ευρωπαϊκή τέχνη αποδίδουν πλαστικά … ψυχές. Πρώτος ο Γκρέκο στην «Ταφή του Κόμητα Οργκάθ» βάζει τον άγγελο να μεταφέρει ένα «ξόανο», την ψυχή του νεκρού κόμη στους ουρανούς. Και έπειτα ο Χαλεπάς βάζει την «Μεγάλη Ονειρευομένη» του να κρατά τη ψυχή της, μια πεταλούδα στο δεξί της χέρι! Ο Γκρέκο αξιοποιεί την παλαιολόγεια παράδοση της Κοίμησης όπου ο Χριστός κρατά τη ψυχή της Παναγίας σε σχήμα μικρού κοριτσιού. Ο Χαλεπάς πάλι εμπνέεται από τον αρχαιοελληνικό μύθο της ψυχής όπως τον αξιοποιεί ο ευρωπαϊκός Κλασικισμός. Αλλά με πόσο διαφορετικό, πόσο εμπνευσμένο, πόσο σύγχρονο τρόπο! Δεν υπάρχει νομίζω έργο σε όλη τη νεοελληνική τέχνη που να αποθεώνει τόσο και σε μιαν ατμόσφαιρα σχεδόν μεταφυσική τη γυναίκα.
Είναι προφανές ότι ο γλύπτης αυτός, μακριά από εύκολο φολκλόρ ή μελοδράματα, λειτουργεί ως το μείζον συνεκτικό στοιχείο μιας ταυτότητας που διακυβεύεται και μιας τέχνης που ομφαλοσκοπεί άλλοτε μίζερη και άλλοτε αποκλεισμένη. Αυτό το νόημα έχουν νομίζω οι τρεις εκθέσεις που διοργανώνει ο νεόκοπος αλλά τόσο δραστήριος σύλλογος καλλιτεχνών της Τήνου. Είναι μια ευκαιρία σε αυτόν εδώ τον τόσο σεσημασμένο τόπο, το ιερόν πτολίεθρον της γλυπτικής μας παράδοσης, να δει ξανά ο κάθε σύγχρονος δημιουργός μέσα από την πολυσήμαντη προσφορά του Ερημίτη του Πύργου το δικό του έργο, τη δική του στάση απέναντι στα υπαρξιακά προβλήματα που θέτει η εποχή μας. Με τον Χαλεπά η τέχνη μας αποκτά την χαμένη της ραχοκοκαλιά. Το πολύτιμο αλλά και θαμμένο κάτω από ασβέστη και μουτζούρες πρόσωπό της…
ΥΓ. 1 Και οι τρεις εκθέσεις υπό τον κοινό τίτλο «Αναφορά στον μπάρμπα Γιαννούλη» έχουν οργανωθεί αποκλειστικά και ως προς την συμμετοχή των δημιουργών και ως προς την επιλογή των έργων από τον ανωτέρω Σύλλογο Καλλιτεχνών Εικαστικών Τεχνών Τήνου. Ο υπογραφόμενος έχει απλά συμβουλευτικό και βοηθητικό ρόλο. Κι αυτό γιατί εκτιμά και το επίπεδο της δουλειάς και τον ενθουσιασμό των συμμετεχόντων. Και επειδή κυρίως πιστεύει πως η τέχνη στον τόπο μας έχει και συνέχεια και μέλλον. Και ότι τέλος η Τήνος πάντα ήταν στην πρωτοπορία αυτού του τόπου.
ΥΓ. 2 Κάποιοι βιάστηκαν να σαρκάσουν την προσφώνηση «μπάρμπα Γιαν-νούλης». Κι όμως έτσι τον αποκαλούσαν σεβαστικά από τότε και οι ομότεχνοι και οι συμπατριώτες του. Έτσι τον αποκαλούσε ο Στρατής Δούκας. Επίσης ο Χαλεπάς είναι γνωστός και ως «άγιος» όπως και ο συνομήλικος του Σκιαθίτης. Χρησιμοποιούμε τέλος το υποκοριστικό αυτό με τον τρόπο που τον χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι αβαγκαρντίστες μας Δανιήλ, Nonda, Χρύσα, Νίκος, Τάκις, Παύλος, κλπ. Αλλά και ο Van Gogh ως Vincent υπέγραφε. Αλλά και ο ιερός Δομήνικος, με to προσωνύμι Greco. Να θυμίσω τέλος τον «γέρο της Αλεξάνδρειας», τον σιορ Διονύσιο, τον «μπάρμπα Γιάννη Μακρυγιάννη», τον μπάρμπα Γιάννη της Χαλκίδας ή τον Θεόφιλο; Στη τηνιακή ντοπιολαλιά η προσφώνηση «μπάρμπα» προσδίδει γλυκιάν οικειότητα αλλά και βαθύ σεβασμό. Επειδή ο Χαλεπάς είναι παγκόσμιος μόνο μέσα από την μαγική του, την αναντικατάστατη εντοπιότητα.
ΥΓ. 3 Για τον Χαλεπά ισχύει απόλυτα ο ερωτηματικός-ερωτικός στίχος του Νίκου Καρούζου: «Είναι αργά ή μήπως δεν κληρώθηκε το μέλλον;»
1 Μάνος Στεφανίδης, «Όταν η Αριάδνη ονειρεύεται, Χαλεπάς – De Chirico», «Στέφανος. Τιμητική προσφορά για τον Βάλτερ Πούχνερ», ΕΚΠΑ, 2007
Πρώτη δημοσίευση στο manosstefanidis.blogspot.com/