Δεν αποτελεί υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος, πως το έδαφος αλλά και ο ελληνικός πληθυσμός υποδέχθηκε τις πρόσφατες βροχές ως θείο δώρο. Αυτή η μικρή δόση δροσιάς ήταν αφορμή να σταματήσει μια παρατεταμένη περίοδος ακραίων θερμοκρασιών και ξηρασίας στη χώρα μας. Αυτό συνεπήχθη μεγάλη θερμική επιβάρυνση στον οργανισμό του πληθυσμού και μεγάλες πυρκαγιές. Στην Ελλάδα και γενικά στη Μεσόγειο, το φετινό καλοκαίρι έσπαγε το ένα ρεκόρ υψηλής θερμοκρασίας μετά το άλλο. Τα στατιστικά δεδομένα λένε πως τον Αύγουστο η θερμοκρασία ήταν αυξημένη κατά 2.5 °C σε σχέση με το μέσο όρο της τριακονταετίας 1991-2020. Η μέση θερμοκρασία της θάλασσας δε, στη Μεσόγειο, έφτασε τους 28.5 °C.
Δεν είναι κάποια επιστημονικά δεδομένα που πρέπει να μεταδοθούν στην κοινή γνώμη αφού η ίδια το καταλάβαινε. Όταν οι λουόμενοι δε μπορούσαν να δροσιστούν στο μπάνιο τους, να αναπνεύσουν φυσιολογικά τις ώρες που βρίσκονταν έξω και η θερμοκρασία ήταν τόσο ακραία που δεν επέτρεπε στην ατμόσφαιρα να έχει την φυσιολογική σχετική υγρασία και όταν εντός των οικιών έπρεπε να είναι συνεχώς σε λειτουργία το κλιματιστικό, η κοινή γνώμη καταλαβαίνει το κακό. Ο κόσμος είδε πως υπήρξε παρατεταμένη ανομβρία με περιοχές όπως η Πελοπόννησος και η Κρήτη να καταγράφουν μηδαμινό ύψος βροχής ενώ η Αττική βράχηκε περίπου 3.5 μέρες όλο τον Ιούνιο με ύψος υετού, περίπου 8 mm.
Όλα αυτά τα δεδομένα οδήγησαν στο φαινόμενο της ξαφνικής ξηρασίας που δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αντίδρασης από τις κοινωνίες για την αντιμετώπιση της. Να εμφανίζονται δηλαδή πολύ απότομες αυξήσεις θερμοκρασίας και να εξατμίζεται και το τελευταίο υγρό στοιχείο.
Όταν η ανομβρία εμφανίζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα, το έδαφος αφυδατώνεται όπως και η καύσιμη ύλη που φέρει. Η ηλιακή ακτινοβολία φτάνει με μεγάλη ένταση στη γη, η θερμοκρασία ανεβαίνει και ουσιαστικά ‘’στεγνώνουν’’ όλα. Φυσικά αυτό τα κάνει πιο εύφλεκτα. Ένας είναι πλέον ο παράγοντας που θα καθορίσει την επικινδυνότητα των πυρκαγιών. Ο άνεμος και η ένταση του.
Η Ανατολική Αττική υφίσταντο τέτοιες συνθήκες ξηρασίας, με απότομη αλλαγή της υγρασίας του εδάφους και της ατμόσφαιρας ενώ την ημέρα της πυρκαγιάς του Βαρνάβα τα μποφόρ του αέρα έφτασαν μέχρι τα 8, πράγμα που σε συνδυασμό με τα παραπάνω αλλά και τη συνεχή μεταβολή της κατεύθυνσης του αέρα έκανε την πυρκαγιά να εξελιχθεί σε αυτό το σημείο.
Η κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού υπήρξε τεράστια. Με αιχμή του δόρατος 700 πυροσβέστες (μια από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις στην ιστορία του Σώματος) και τη συνδρομή της ΕΛ.ΑΣ για καθοδήγηση του πληθυσμού και κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, του ΕΚΑΒ με διασώστες και όπως πάντα σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, του Στρατού. Πολύτιμη υπήρξε επίσης η βοήθεια των εθελοντών. Παρά τη μεγαλειώδη και απαιτητική μάχη όλων, η φωτιά κυρίως την πρώτη και δεύτερη μέρα ήταν σχεδόν αδύνατον να σταματήσει. Ήταν τέτοια η ένταση των ανέμων σε συνδυασμό με την ξηρασία που ενώ τα εναέρια μέσα έκαναν συνεχώς βολές (ενεπλάκησαν 32 σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση του ΠΣ) και οι επίγειες δυνάμεις ήταν ισχυρότατες, η φωτιά δεν κατέστη δυνατό να αντιμετωπιστεί. Τα πρώτα ενθαρρυντικά σημάδια ήρθαν ξημερώματα της τρίτης ημέρας καθώς τη νύχτα με τη μείωση των ανέμων οι επίγειες δυνάμεις είχαν σαρώσει την περιοχή. Ο απολογισμός ήταν πάνω από 100.000 καμμένα στρέμματα γης και εκατοντάδες σπίτια.
Δε φτάνουν όλα τα υπόλοιπα αλλά η περιοχή που βρίσκεται η χώρα μας αλλά και το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας αντιμετωπίζει έλλειψη νερού ενώ η αγροτική παραγωγή μειώνεται δραματικά.
Προφανώς και δεν υπάρχουν μαγικά εργαλεία στις καταστροφές ούτε επωφελείται κάποιος όπως μπορεί να πιστεύουν μερικοί. Αρνούμαστε να καταλάβουμε πως το κλίμα είναι σε κρίση. Είτε το πούμε κλιματική κρίση, είτε κλιματική αλλαγή είτε κλιματική αντίδραση όπως επέλεξε ο γράφων σε συνεννόηση με καθηγητή του να δώσει τίτλο σε πανεπιστημιακή εργασία του θέλοντας να καταδείξει πως οι επιπτώσεις της είναι ανθρωπογενείς ένα είναι σίγουρο: Πρέπει να αλλάξουμε και να προσαρμοστούμε πλέον εμείς στο κλίμα.