Χριστουγεννιάτικο Γράμμα από τα Ξένα!

Ένα μικρό διήγημα της Ιουστίνης Φραγκούλη για τη HuffPost Greece
Open Image Modal
Jim Heimann Collection via Getty Images

Μαννούλα σου γράφω από τα ξένα,

Ξέρω πως δε μπορείς να διαβάσεις το γράμμα, αλλά θα πας στο δάσκαλο να στο διαβάσει με εκείνη την καθαρή φωνή του. Έτσι θα μάθεις τα δικά μου τα νέα εδώ που έφτασα στον Καναδά. Είναι Δεκέμβρης, Χριστούγεννα πλησιάζουν και κάνει κρύο τσουχτερό.

Ο αδερφός μου με συνόδεψε στο υπερωκεάνειο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» στον Περαία. Να δείς μαννούλα ένα καράβι σαν πολιτεία ήτανε, είχε καμπίνες (κοιμήθηκα με τέσσερις άλλες κοπελιές σε κουκέτες πάνω-κάτω), σάλες για φαγητό, άλλες σάλες για χορό. Εμεινα θαμπωμένη από το πλούτος και την πολυτέλεια. Και τα γκαρσόνια ντυμένα στα ασπρόμαυρα κουστούμια, με πετσέτες να κρέμονται από τα χέρια τους μην τύχει και λερώσει τίποτε και δεν το προλάβουν.

Το ταξίδι πέρασε ευχάριστα, γνωρίστηκα με τις άλλες κοπελιές αυτές τις έξι μέρες. Άλλες ήρθαν στον Καναδά να σμίξουνε με τ΄αδέρφια τους, άλλες ήρθαν να παντρευτούν καλά παιδιά από τον τόπο τους κι άλλες, σαν εμένα, να πάνε υπηρέτριες σε διάφορα σπιτικά πλούσιων.

Εκεί που κάναμε το σταυρό μας πως η θάλασσα ήταν γαλήνια -«Δόξα τω Θεώ» λέγαμε οι καημένες- έπιασε ένας τρομερός σίφουνας, τα κύματα ανεβαίνανε βουνά, το υπερωκειάνιο έτρεμε σαν καρυδότσουφλο. Ο καπετάνιος είπε από το μεγάφωνο να μη φοβόμαστε, δεν ήταν τίποτε, είχαμε φτάσει λέει στι Νιουφ... πώς τόπε, δεν κατάλαβα. Σαν όταν φτάναμε στο Κάβο Ντόρο, τέτοια λύσσα την έπιασε τη θάλασσα και μεγαλύτερη. Εβγαλα τα σωθικά μου, έλεγα πως θα πεθάνω εκειδαπέρα. Τί άγριος καιρός μαννούλα, σαν που τον βλέπεις σ΄εφιάλτες.

Την άλλη μέρα ξαφνικά γαλήνεψεο ωκεανός και το καράβι μπήκε στο λιμάνι. Στο λιμάνι του Χάλιφαξ, έτσι το λένε, αυτό το κατάλαβα καλά. Γιατί όπου μας έβαλε να υπογράψουμε ο διερμηνέας, ήταν γραμμένο και χιλιογραμμένο Χάλιφαξ. Μου κάνανε εξετάσεις, δηλαδή μου βγάλανε το κοπμινεζόν και το σουτιέν (ντράπηκα αλλά τί να κάνω η κακομoίρα), μου πήρανε φωτογραφίες απ΄τα πνευμόνια μην τύχει κι είμαι φθισική. Εδώ στον Καναδά μόνο γερούς εργάτες θέλουνε, τους φθισικούς τους στέλνουνε πίσω.

Μας βάλανε στο τραίνο όλες μαζί εμάς που προοριζόμασταν για υπηρέτριες , στα βαγόνια καθόμασταν δυό-δυό σε ξύλινα καθίσματα. Να δείς μαννούλα το τραίνο να κυλάει κι εγώ να χάνομαι μέσα στους απέραντους σιτοβολώνες του Καναδά. Ναι, απέραντες πεδιάδες, τότε συλλογίστηκα κι εγώ «γι αυτό τη λένε γή της επαγγελίας», εμάς το νησί μας όλο βράχια και κατσίκια, μάννα. Τα μάτια μου δε χόρταιναν να βλέπουν τη φύση, πράσινα έλατα και μετά χωράφια απλωμένα σε χιλιάδες στρέμματα και κάτι τεράστιες αλωνιστικές μηχανές. Τί να σού πώ, έτριβα τα μάτια μου απ΄το θαυμασμό.

Μια ολάκερη μέρα ταρακουνηθήκαμε στο τρένο και κατά το βραδάκι φτάσαμε στο Μόντρεαλ. Θαμπώθηκα απ΄τα φώτα μάννα, ούτε η Αθήνα δεν είχε τόσα φώτα. Γυναίκες όμορφες στους τοίχους να διαφημίζουνε τα αγαθά, κι εγώ να λέω μέσα μου «τί τυχερή που έφτασα σε τούτο τον τόπο του Θεού!». Εκανα και ξανάκανα το σταυρό μου απο τη χαρά μου. Ευτυχώς που η θειά Βούλα το καλοκαίρι σούπε το μυστικό πως ζητάνε δούλες στον Καναδά κι ο αδερφός μου φρόντισε να φτιάξει τα χαρτιά μου να με στείλει εδώ, να δείτε κι εσείς κι εγώ καλύτερες μέρες.

Μας βάλανε να κοιμηθούμε σε ένα σπίτι, 8 κοπέλες σ΄ένα δωμάτιο. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο , να δείς κάτι σκάλες, έτρεμε η ψυχούλα μου, γυριστές και στενές. Αλλά, εγώ δεν έβγαζα μιλιά, έκανα μούγκα όπως με είχες συμβουλέψει. Να φαίνομαι σεμνή, να με πάρουνε για υπηρέτρια αμέσως, να μαζέψω λεφτά γιά την προίκα μου.Να στείλω και σε σάς μαννούλα μου, να φτιάξτε εκείνη τη στέγη που έπεσε μέσα απ΄το σεισμό.

Την άλλη μέρα η διερμηνέας και συνοδός μας πήγε στην Ελληνική εκκλησιά. Στην Αγιά Τριάδα. Εκεί ο παπάς μας καλοδέχτηκε. Μας κέρασε καφέ με ένα ψωμάκι ολόγλυκο και χορταστικό. Καλοσυνάτος μου φάνηκε. Μας είπε πως ο Καναδάς είναι μια πολύ κρύα χώρα, πως σε λίγο θα πέσουν τα χιόνια και θα ξαναλιώσουνε καλό Απρίλη. Τα αυτιά μου άκουγαν καινούρια πράγματα, ήθελα να δώ αυτό που λένε χιόνι κι εγώ η κακομοίρα, που τόσα χρόνια στο νησί το είχα ακούσει, μα δεν τόχα απολάψει.

Το απόγευμα στην εκκλησιά ήρθανε οι κυρίες να διαλέξουν ποιές από μας θα πάρουνε για υπηρεσία στα σπιτικά τους. Να δείς μαννούλα πόσο όμορφες ήταν με καπελίνα, γάντια και ταγιέρ. Εβραίες, Αγγλίδες και Γαλλίδες. Μιλούσανε ξένα, δεν καταλάβαινα τίποτε. Στεναχωρήθηκα που δεν μίλαγα αγγλικά, έβαλα μέσα μου πείσμα να μάθω με την πρώτη ευκαιρία.

Εμένα με διάλεξε μια κυρία Εβραία, γύρω στα 40, καλοντυμένη, όμορφη, λεπτή με τρόπους. Κοίταξε προσεκτικά τα χαρτιά μου, είδε πως ήμουνα γερή (ούτε πνευμονίες, ούτε αναιμίες, ούτε τίποτα) και κάτι είπε στη διερμηνέα που δεν κατάλαβα. Την άλλη μέρα πέρασε από το σπίτι και με πήρε μια λιμουζίνα με τα μπογαλάκια μου. Ήμουνα επιτέλους επίσημα υπηρέτρια στης μαντάμ Ραχήλ.

Θαμπώθηκα από το μεγαλείο του σπιτιού. Να δείς μάννα ένα αρχοντικό με εννιά δωμάτια και πέντε μπάνια. Εμεινα με το στόμα ανοιχτό, σα να βρισκόμουνα σε παραμύθι. Πολυέλαιοι, κηροπήγια, εβένινα έπιπλα, χρωματιστά χαλιά. Και τρία μικρά παιδιά, που ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες σαν τρελλά. Η μαντάμ Ραχήλ δεν τους έλεγε τίποτε , μόνο έκλεινε τ΄αυτιά της.

Η αρχυπηρέτρια, μια χοντρή Βουλγάρα, με πήρε κάτω στο υπόγειο και μούδειξε με νοήματα το δωμάτιό μου. Να δείς τί όμορφο δωμάτιο, με πλουμιστές κουρτίνες και χαλί. Κι απέξω ακριβώς είναι το μπάνιο που το μοιραζόμαστε με τη Ράγια, έτσι τη λένε τη Βουλγάρα. Αυτή είναι το αφεντικό μου, η μαντάμ Ραχήλ δε νοιάζεται για το σπίτι, τάχει όλα αναθέσει στη Ράγια.

Επιασα δουλειά αμέσως, πλύσιμο (σε πλυντήριο, να δείς ένα θαυμαστό μηχάνημα), σιδέρωμα σε επίσημη σιδερώστρα, γυάλισμα πολυελαίων, γυάλισμα ασημικών., ξεσκόνισμα, σκούπισμα, σφουγγάρισμα κι όλο πάλι απ΄την αρχή. Ούτε τη γλώσσα δε χρειάζεται να μάθω, τα πήρα με τη μία απ΄τη Ράγια και ξέρω τη δουλειά μου απ΄τα χαράματα όταν ξυπνάω μέχρι αργά τη νύχτα που πέφτω κουρασμένη στο πουπουλένιο κρεβάτι στο δωμάτιο υπηρεσίας.

Μια μέρα ξαφνικά ήρθε το χιόνι, αυτό που περίμενα απ τον Οκτώβρη όταν έφτασα στο Μόντρεαλ. Ω! Μαννούλα τί όμορφο που είναι, έπεφτε σαν μπαμπάκι και στρώθηκε στη γη, λες κι ήταν μαγικό πάπλωμα. Εχωσα το πρόσωπό μου στο τζάμι να το παρατηρώ, δε χόρταινα να το βλέπω. Ξαφνικά ήρθε η Ράγια σα μπόγιας και με πήρε απ΄τα μούτρα να γυρίσω στο ξεσκόνισμα. Τώρα για να ξεφεύγω μές στην ομορφιά του, στήνω τη σιδερώστρα στο υπόγειο και σιδερώνω χαζεύοντας έξω. Κάνω όνειρα πως μια μέρα θα φτιάξω το δικό μου σπιτικό με κάποιο παλικάρι απ΄την Ελλάδα.

Α! Μην ξεχάσω να σου πώ ότι κάθε δεύτερη Κυριακή έχω ρεπό και πάω στην Αγία Τριάδα να λειτουργηθώ. Συναντιέμαι με συμπατριώτισσες μετά τη λειτουργία, μας κερνάνε καφέ στο υπόγειο οι Φιλόπτωχες κυρίες και μας μαθαίνουν αγγλικά. Ζώ για να βγαίνω κάθε δεύτερη Κυριακή, να σμίγω με τους πατριώτες μου. Η πιό μεγάλη μου στιγμή!

Τώρα έρχονται Χριστούγεννα, όλα τα σπίτια έχουν στολιστεί στη γειτονιά εκτός απ΄το δικό μας, γιατί τα Χριστούγεννα δεν είναι εβραϊκή γιορτή. Η κυρία Ραχήλ είπε πως θα μας δώσει άδεια σε μένα και τη Ράγια για μια εβδομάδα. Αυτή, ο κύριος Τζακόμπ και τα παιδιά τους θα πάνε –λέει- στη Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί ταξιδεύουν κάθε χρόνο για να παίξουν στο καζίνο. Δεν αντέχουνε να βρίσκονται μέσα στα στολισμένα δέντρα και τις γιορτές των Χριστουγέννων. Τη λυπάμαι την καημένη την κυρία, γιατί όλο λυπημένη φαίνεται κι αμίλητη είναι. Μήπως επειδή δε γιορτάζει Χριστούγεννα;

Θα ράψω ένα φουστανάκι μάννα για τα Χριστούγεννα, η Ράγια θα μου το ράψει γιατί ήτανε μοδίστρα στα μέρη της. Θα μου κοστίσει μόνο το ύφασμα, 50 σέντσια. Θα κρατήσω πέντε δολάρια όλα κιόλα από τους μισθούς μου για την προίκα μου. Τά υπόλοιπα σου τα βάνω στο φάκελο για να φτιάξετε τη στέγη.

Μαννούλα, εδώ σε αποχαιρετάω. Καλά Χριστούγεννα, να μου φιλήσεις τη θειά Διαμάντω, να ρίξεις κι ένα μπουκέτο βασιλικό στη θάλασσα ανήμερα των Φώτων. Να πιάσεις θάλασσα και να μυρίσεις αρμύρα του νησιού για μένα.

Ευχαριστώ και το δάσκαλο που σου διαβάζει τα γράμματα, νάναι καλά ο άνθρωπος.

Η ξενιτεμένη κόρη σου

Ιουλία Χατζηκυριάκου