«Σε μια εποχή μαζικότητας κι εξαφάνισης του προσώπου το να επιμένει κανείς να ζωγραφίζει, να αναδεικνύει ένα πρόσωπο είναι πράξη πολιτική» λέει ο ζωγράφος Γιώργος Ρόρρης σε μία εκ βαθέων συνομιλία για το πώς βρήκε τον προσωπικό του δρόμο στη ζωγραφική και πώς αυτή καθόρισε τη ζωή του∙ λίγες μόλις ημέρες προτού μιλήσει ο ίδιος στο ίδρυμα Θεοχαράκη (Σάββατο 6/2, στις 18.00), ανοίγοντας τον κύκλο συναντήσεων που πραγματοποιεί η «Πορφύρα» ανάμεσα σε γνωστούς καλλιτέχνες και ψυχαναλυτές.
Ξεκίνησα σε μικρά τελλαράκια με διάφορους φίλους· συγκεκριμένα, το πρώτο έγινε με τον Τάκη τον Πιτσελά, το Δεκέμβρη του΄96. Θα έφευγα για το χωριό μου τότε και είχαμε μόλις τρεις ώρες. Σιγά σιγά μες στην εβδομάδα, έκανα δύο-τρεις γρήγορες μελέτες, σπουδές , όπου «εκμεταλλευόμουνα» τον καφέ των φίλων μου για να μου ποζάρουν. Ανάμεσά τους ερχότανε και μια φίλη μου καθηγήτρια κι έτυχε τότε μια πολύ μεγάλη απεργία των καθηγητών· έτσι, ξεκινήσαμε δυο-τρεις μέρες κι έμεινε στο εργαστήρι δεκαεννιά. Στον πίνακα προστέθηκαν για πρώτη φορά άλλοι πίνακες, αυτό δηλαδή που συνήθως κάνω τώρα και διευρύνθηκε η ζωγραφική στο πάτωμα. Ήταν για μένα μια λύση πρωτοφανής. Ένας «οδηγός» που μου είπε πώς θα μπορούσα να ζωγραφίσω ένα πορτρέτο εγώ.
Μια από τις εμμονές μου είναι ο άνθρωπος, είτε σαν απεικόνιση της μορφής του, είτε σαν προσπάθεια καταγραφής του περάσματός του στα πράγματα. Δεν μπορώ να πω ότι θεωρώ τον εαυτό μου τοπιογράφο. Ως προς τον άνθρωπο τώρα, οφείλω να πω ότι υπάρχει μια τάση, μια εμμονή ως προς το να ζωγραφιστεί ο κόσμος της γυναίκας . Αν μπορώ να πω ότι έχω ζωγραφίσει 100 μορφές οι 95 είναι γυναίκες. Μ’ ενδιαφέρει η γυναικεία συνθήκη. Κρίνω τη γυναίκα πολύπλοκο και γενεσιουργό πλάσμα κι αυτή η πολυπλοκότητα είναι που μ’ απασχολεί. Το ανδρικό σώμα δεν έχω τρόπο να το προσεγγίσω, τουλάχιστον ως τώρα.
Δε μ’ ενδιαφέρει να ζωγραφίζω μόνο τη φιγούρα και το περιβάλλον να «κάθεται» απλώς υπαινικτικό. Μ’ ενδιαφέρει το περιβάλλον να «μετέχει» του πορτρέτου, να είναι οργανικό κομμάτι του πορτρέτου. Από μικρός, από τότε που ξεκίνησα στην Καλών Τεχνών, οι μεγάλες άδειες επιφάνειες ήτανε κάτι το οποίο μου πήγαινε και το κατάλαβα σιγά σιγά. Είχα μια τάση να κάνω τη φιγούρα μικρή και το φόντο μεγάλο. Το απλό φόντο δεν είναι τόσο απλό όσο φανταζόμαστε. Μια ζωγραφική δηλαδή δεν κρίνεται τόσο πολύ από την επάρκεια της τεχνικής ως προς τα ανάγλυφα στοιχεία του απεικονιζόμενου προσώπου. Κρίνεται από την επάρκεια της απεικόνισης ως προς τα στοιχεία που δε φαίνονται… και μια γωνιά ενός δωματίου μπορεί να “πει” κάτι. Μπορεί να μιλήσει για την απουσία ανθρώπων ή για τη θαλπωρή, για την οικειότητα ή την αποξένωση, για οτιδήποτε η ζωγραφική καταφέρνει να εγκλωβίσει εντός της ή καλύτερα να δημιουργήσει στον εκάστοτε θεατή μια συνθήκη.
Κάποτε μου είχαν πει ότι δε θέλεις να βλέπεις τα μοντέλα, θέλεις να σε βλέπουν εκείνα, όταν ζωγραφίζεις… μπορεί να ισχύει κι αυτό. Η σχέση με το μοντέλο όταν περνούν τα χρόνια γίνεται…για μένα δεν είναι εργαζόμενος, δεν είναι υπάλληλος, δεν είναι εξάρτημα, δεν είναι βοηθός· είναι συνδημιουργός και γι’ αυτό το λόγο εδώ μέσα που είναι, κάνουμε κατά κάποιο τρόπο τις ίδιες δουλειές, δηλαδή το μοντέλο δε φεύγει όταν τελειώνουμε· κάθεται εδώ, πλένουμε πινέλα, παλέτες, όλες τις δουλειές τις κάνουμε μαζί, είμαστε συντεχνία.
Δεν είμαι κάποιος ο οποίος ο οποίος αντιδρά στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα αμεσότατα. Από την άλλη όμως, πιστεύω ότι απ’ τη στιγμή που κανείς ένα πορτρέτο είναι μια πράξη πολιτική υπό την εξής έννοια: σε μια εποχή μαζικότητας κι εξαφάνισης του προσώπου το να επιμένει κανείς να ζωγραφίζει, να αναδεικνύει ένα πρόσωπο είναι πράξη πολιτική· το να επιμένει δηλαδή κανείς να ζωγραφίζει τη μοναδικότητα του προσώπου και του πολίτη. Και μάλιστα ένα πρόσωπο χωρίς πούδρα, χωρίς φτιασίδια. Τα πρόσωπα που χρησιμοποιώ στα μεγάλα τελάρα δεν είναι τυχαία. Επελέγησαν μετά από πολλή σκέψη και παρατήρηση. Αφέθηκα να «υποστώ» την επίδρασή τους. Και εάν η επίδραση που ασκούνε επάνω μου λέει ότι εδώ έχουμε μια ύλη που είναι ικανή να τραβάει το μάτι τρεις μήνες, τότε αποφασίζω να συνεχίσω.
Υπάρχουν πρόσωπα τα οποία αισθάνεσαι ότι μετέχουν της ύλης, μετέχουν δηλαδή της ανθρώπινης φθοράς. Αν κοιτάξετε τον μέσο Έλληνα διαπιστώνετε ότι δεν είναι φωτομοντέλο. Δηλαδή τα πάθη, η τρέλα, η κατάθλιψη, η απελπισία που πολλές φορές νιώθει κάποιος εκφράζονται και στο πρόσωπο. Εμένα αυτό μ’ ενδιαφέρει να ζωγραφίσω, επομένως μ’ ενδιαφέρει να καταγράψω την εποχή μου. Όσο το δυνατό με μεγαλύτερη ακρίβεια το καταγράφω αυτό, τόσο πιο πολύ διαυγές μπορεί να είναι και ως μαρτυρία για κάποιες γενιές.
Για μένα θα ήταν αδιανόητο να παρατήσω τη ζωγραφική. Είναι κάτι που καθόρισε τη ζωγραφική μου από τα 18 μου χρόνια, δηλαδή σ’ αυτόν τον τομέα θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό. Υπό την έννοια ότι ανακάλυψα ή κατάλαβα πολύ νωρίς ότι αυτό το πράγμα ήθελα να κάνω στη ζωή μου και δεν απογοητεύτηκα. Έζησα με τα προβλήματα που έχει κανείς, προσωπικά ή οικογενειακά, μικρά ή μεγάλα, αλλά τη ζωή μου η τέχνη την ομόρφυνε.
Δείτε έργα του Γιώργου Ρόρρη στον εκθεσιακό χώρο «Φωκίωνος Νέγρη 16», στην Κυψέλη από τη συλλογή Σωτήρη Φέλιου.Η έκθεση διαρκεί από τις 3 Φλεβάρη έως τις 27 Μαρτίου.
Ο ζωγράφος θα πραγματοποιήσει 3 ξεναγήσεις στην Κυψέλη:
Σάββατο, 13 Φεβρουαρίου στις 12.30 μ.μ.
Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου στις 12.30 μ.μ.
Κυριακή, 20 Μαρτίου στις 12.30 μ.μ.