Με αφετηρία την μουσική που έχει γράψει για πολλές ανάλογες παραστάσεις ο Δημήτρης Καμαρωτός συνεχίζει την έρευνα του πάνω σε μια νέα, «μεικτή» και πολυμεσική, μουσικοθεατρική παρουσίαση των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών.
Αυτή τη φορά εμπνέεται και κυρίως «εκμεταλλεύεται» δραματουργικά την συγκυρία της πανδημίας και της καραντίνας και τοποθετεί τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου εντός του εμβληματικού Βαλλιάνειου Μεγάρου της Πανεπιστημίου, δηλαδή στο παλαιό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης.
Διαβάστε επίσης:
«Προμηθέας Δεσμώτης»: Δύο αποκλεισμένα πρόσωπα, τρεις μουσικοί, ένας έναστρος ουρανός
Η παράσταση που έχει σχεδιαστεί ειδικά και συγκεκριμένα για την streaming (και όχι την διά ζώσης) παρακολούθηση της και στην οποία όλους τους ρόλους ερμηνεύουν η Αμαλία Μουτούση και ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, τον χορό η μεσόφωνος Άννα πάγκαλου και συμμετέχουν επίσης δύο μουσικοί, θα πραγματοποιηθεί αρχικά πέντε φορές, 25, 27 Φεβρουαρίου, 5, 6 και 7 Μαρτίου, στις 8..30 το βράδυ και θα μεταδοθεί σε live streaming από το snfcc.org/Prometheus καθώς και στη σελίδα του ΚΠΙΣΝ στο Facebook, το @SNFCC και στο κανάλι του στο YouTube.
Συνομίλησα με τον πρωτοπόρο – ως και ρηξικέλευθο συχνά – δημιουργό για την αριστουργηματική αυτή τραγωδία του Αισχύλου που πραγματεύεται την μοίρα του ανθρωπίνου όντος (ο ίδιος την χαρακτηρίζει «και πολιτική») και το πώς εντάσσεται στην πρωτόγνωρη για την ανθρωπότητα συνθήκη της πανδημίας/καραντίνας, αλλά και το τι ίσως μπορεί να μας διδάξει ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα την τελευταία.
Εξαρχής από τότε που αποφάσισες να κάνεις το συγκεκριμένο έργο επέλεξες ως χώρο δράσης το παλαιό κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης ή αυτό έγινε στη συνέχεια;
Η ιδέα για αυτό το έργο με αυτό τον μουσικό /θεατρικό τρόπο είναι αρκετά παλιά, από το 2015. Ενδιάμεσα έκανα τον Ιππόλυτο με την Αμαλία Μουτούση και τις Ευμενίδες με την Στεφανία Γουλιώτη.
Στο πρώτο είχα την συνολική ευθύνη δραματουργίας και εκτέλεσης, όπως και τώρα στον Προμηθέα Δεσμώτη, στο δεύτερο, τις Ευμενίδες /Ξημέρωμα στο Αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου, σε συνεργασία με την Στεφανία Γουλιώτη. Αυτές οι παρουσιάσεις αρχαίας τραγωδίας στο πλήρες κείμενο αλλά με κρίσιμη υποστήριξη μουσικής νομίζω ότι ζητούν ένα χώρο με ιδιαίτερη ταυτότητα και ιστορία.
Ούτε ένα τυπικό θέατρο, ούτε τους ανοιχτούς χώρους που συνήθως παρουσιάζονται. Ετσι και για αυτό έψαχνα έναν χώρο που θα «συνομιλούσε» με την Ιστορία του με εμάς που το προετοιμάζαμε και με τους θεατές. Ο χώρος του παλαιού αναγνωστηρίου στο Βαλλιάνειο Μέγαρο εκπληρούσε όλες αυτές τις προϋποθέσεις.
Ευτυχώς ο πρόεδρος του Εφορευτικού Συνεδρίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης Σταύρος Ζουμπουλάκης αμέσως αντιλήφθηκε και υιοθέτησε την πρόταση σαν κάτι που θα ήθελε να συμβεί σε αυτόν τον χώρο.
Έτσι, όταν υπήρξε η πλήρης και με ενθουσιασμό υποστήριξη του εγχειρήματος από το Κέντρο Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, όλα ξεκίνησαν και μπήκαν στην ευθεία της υλοποίησης τους τελευταίους έξι μήνες.
Τι συμβολίζει για εσένα το συγκεκριμένο κτίριο και αντίστοιχα ποιο συμβολισμό του προσδίδεις με τη σειρά σου στο πλαίσιο του έργου;
Δεν μου αρέσει να μιλάω για τον συμβολισμό γιατί, αν και υπάρχει, είναι δεύτερος στην σειρά μετά την συναισθηματική φόρτιση που φέρνει αυτός ο χώρος σε εμάς που δουλεύουμε εκεί αλλά και τον στόχο να μεταδώσουμε αυτή την συγκίνηση, μαζί με το πλήρες κείμενο, στους θεατές μας.
Αν και η σκέψη να κάνεις τον Προμηθέα Δεσμώτη προϋπήρχε η απόφαση να γίνει τώρα πάρθηκε και λόγω την συγκυρία της πανδημίας και της καραντίνας; Αν ναι, πώς σχετίζεται μαζί της;
Η απόφαση είχε ήδη παρθεί πολύ πριν, με κύρια κριτήρια: την ιδέα της μετάδοσης της γνώσης και την σχέση που έχει με την ελευθερία, το ποιητικό περιεχόμενο, την μετάφραση που ήδη είχε αρχίσει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και την μουσική που σχεδίαζα για αυτό. Υπάρχουν πάντως συγκυρίες που, ενώ μόνο ευχάριστες δεν είναι, συμβαίνει ν; ενεργοποιούν κάποιες πτυχές του.
Δυο τέτοιες, πρώτα όλα όσα περάσαμε και περνάμε, η ιδέα του εγκλεισμού – που έχει προέρθει σαν μεταμόρφωση της καταδίκης του Προμηθέα από τις κορυφές των βουνών στο κέντρο ενός κλειστού κτιρίου – έγινε, τουλάχιστον για εμάς, πηγή έμπνευσης και συλλογισμού για την απομόνωση που μπορεί να έχει και πολλά θετικά στοιχεία, όμως προσοχή!, όταν αυτή η θετική δυνατότητα υπάρχει εξαιτίας μιας προσωπικής βαθιάς απόφασης και όχι σα μια εξωτερικά επιβαλλόμενη – στην περίπτωσή μας και αναγκαία - συνθήκη.
Δεύτερο στοιχείο που η συγκυρία ευνόησε ήταν η επίμονη εμπλοκή και έρευνα μου σχετικά με τον εμπλουτισμό της μικτής γλώσσας θεάτρου, μουσικής και κινηματογράφου.
Πιο συγκεκριμένα κάποιες στιγμές ο συνδυασμός των θεμάτων που υπάρχουν σαν ανάγκες αλλά και ως δυνατότητες δημιουργούν νέα υβρίδια τέχνης που όταν βρουν και τρόπο κρίσιμης και ουσιαστικής έκφρασης σταθεροποιούνται.
Παραδείγματα, η όπερα αλλά και τόσα άλλα όπως ολόκληρα μουσικά ρεύματα σαν την jazz, την ηλεκτροακουστική, τις μουσικές του θορύβου.
Άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο ήρθαν και έμειναν και συνεχίζουν να υφίστανται χωρίς να καταργήσουν κάτι από τα παλαιά. Αναφορικά με αυτό νομίζω ότι μας καλούν τα μέσα και οι ανάγκες μας να βρούμε μια νέα σχέση σε ολοκληρωμένα έργα που συνδυάζουν τον κινηματογράφο, το θέατρο και την μουσική, όχι απλώς βάζοντάς τα από ανάγκη μαζί αλλά σε μια νέα λειτουργική σχέση. Ε, αυτή η στιγμή του κορωνοϊού, όσο δυσάρεστη και καταστροφική και αν είναι, μπορεί να μας ανοίγει και ένα παράθυρο να σκεφτούμε και να προτείνουμε για αυτό. Και ίσως όχι μόνο για όσο κρατάει η απομόνωση και ο εγκλεισμός...
Πέραν φυσικά από το ότι είναι εξαίρετη ηθοποιός και συνεργάζεστε άψογα επί τόσα χρόνια τι σε έκανε να επιλέξεις την Αμαλία Μουτούση για ένα έργο που όλοι οι ρόλοι του είναι ανδρικοί;
Πρώτα – πρώτα (και όχι μόνο με την Αμαλία αλλά και με άλλους κρίσιμους συνεργάτες) όταν έχεις να κάνεις κάτι οριακό και ευαίσθητο στην υλοποίησή του ψάχνεις κάποιους που ξέρεις ότι «μιλάτε την ίδια γλώσσα». Αυτό είναι βασικό γιατί επιτρέπει ταχύτητα ανάπτυξης.
Η Αμαλία Μουτούση, μετά από μια τόσο μεγάλη κοινή διαδρομή μας και ιδιαίτερα σε τέτοια εγχειρήματα ακριβείας, είναι αυτονόητο ότι ήταν η πρώτη επιλογή και για την τέχνη της και για την ευκολία επικοινωνίας.
Αλλά και άλλοι συνεργάτες είναι εξίσου κρίσιμοι, για την ακρίβεια όλοι και όλες! Να τους/τις αναφέρω, τον Κωνσταντίνο Αβαρικιώτη, τον διευθυντή φωτογραφίας Γιάννη Δρακουλαράκο, την αρχιτέκτονα σκηνογράφο Εύα Μανιδάκη, την συνεργασία με το Στούντιο19 για τον ήχο και τα προβαλλόμενα βίντεο, τους μουσικούς και την Άννα Παγκάλου που είχαμε κάνει μαζί την συναυλία στο Στέγαστρο του ΚΠΙΣΝ το καλοκαίρι, την ενδυματολόγο Εύα Νάθενα και τελευταίο αφήνω τον πιο βασικό, εκείνον που πάνω του στηρίζονται όλα, τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ο οποίος έκανε την νέα ποιητική μετάφραση του έργου ειδικά για την παράσταση.
Η μετάφραση αυτή παράλληλα εκδίδεται για πρώτη φορά. Το φύλο των ρόλων δεν με απασχολεί. Στην περίπτωση αυτής της δραματουργίας οι μυθικοί ήρωες/θιεοί/στοιχεία της φύσης μπορούν να πάρουν την πραγματικοί τους διάσταση, όχι σαν θεατρικοί ρόλοι αλλά σαν στοιχεία μιας ποιητικής/μουσικής αφήγησης που, αν μας συνεπάρει, θα ακούσουμε, θα δούμε και θα φανταστούμε πιο πολλά από οποιαδήποτε υποκριτική ερμηνεία προσώπων σαν ρόλους.
Η Άννα Παγκάλου που ενσαρκώνει τον χορό εντάσσεται περισσότερο στο υποκριτικό σκέλος του έργου, στο μουσικό ή εξίσου και στα δύο;
Η Άννα Παγκάλου είναι ενταγμένη και στο μουσικό και στο υποκριτικό μέρος.
Είναι δύσκολο, όπως επίσης και για τους ηθοποιούς να ενσωματώσουν πραγματικά χιλιάδες μουσικές οδηγίες.
Όμως, με μια διαδρομή που προϋποθέτει και έχει την αλληλοστήριξη και την συστηματική δουλειά μηνών για το έργο, νομίζω ότι υπερβήκαμε όλες τις δυσκολίες.
Υπάρχει κάποιος λόγος που για την ενορχήστρωση επέλεξες τα δύο συγκεκριμένα όργανα και όχι άλλα;
Καταρχήν, όπως κάνω συνήθως, ήθελα το ελάχιστο αναγκαίο υλικό εκφραστικότητας και ηχοχρωμάτων. Αυτό μπορεί να φαίνεται παράδοξο, γιατί ένας μουσικός να μην θέλει το μέγιστο;
Ο λόγος είναι ότι για να πάρω το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από τους εκτελεστές δεν χρειάζομαι πάρα πολλές θεωρητικές δυνατότητες αλλά την μέγιστη απόδοση των λίγων που εδώ είναι οι δύο σολίστ, Κατερίνα Κωνσταντούρου στο πιάνο και Χρήστος Λιάτσος στα κρουστά.
Βέβαια, πριν φτάσω στα όργανα και τους εκτελεστές τους κάνω μια διαδρομή ήχων με την φαντασία μου – μερικές φορές χρόνια πριν, όπως για το συγκεκριμένο έργο - και περιγράφω τα μοντέλα ηχητικών/μουσικών καταστάσεων που θα ήθελα να συνυπάρχουν στο έργο.
Μετά τα ομαδοποιώ και βρίσκω τα κατάλληλα όργανα και τότε πλέον πρέπει απλώς να γράψω για αυτά.
Το αποτέλεσμα αυτής της τόσο σύνθετης δραματουργίας θα το δούμε στις οθόνες μας και, κρίνοντας από τα μέχρι τώρα δείγματα της εργασίας του Δημήτρη Καμαρωτού πάνω σε αυτήν, για εμένα προσωπικά τουλάχιστον προβλέπεται να είναι όχι απλά ενδιαφέρον αλλά κυριολεκτικά συναρπαστικό.