Καταρχήν να πω ότι ήταν πολύ θετική η πρωτοβουλία του υπουργείο πολιτισμού να συμπεριλάβει στους φορείς τους οποίους προσκάλεσε να συμμετάσχουν στον κύκλο δράσεων Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός - που συνεχίζει να πραγματοποιείται σε πολλούς αρχαιολογικούς χώρους - τον πλέον θεσμικό φορέα για τον σύγχρονο εικαστικό πολιτισμό της χώρας, το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Στη συνέχεια αξίζουν συγχαρητήρια στην διεύθυνση του ΕΜΣΤ για το ότι για μια από τις τέσσερις εκδηλώσεις που διοργάνωσε σε ισάριθμούς αρχαιολογικούς χώρους υιοθέτησε μια τολμηρή ιδέα της επιμελήτριας του ΕΜΣΤ Δάφνης Βιτάλη και της ανέθεσε την υλοποίηση της.
Το αποτέλεσμα ήταν η εκδήλωση με τίτλο «Deeper than silence» η οποία πραγματοποιήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς το απόγευμα του Σαββάτου 13 Σεπτεμβρίου. Περιεχόμενο της τέσσερα νέα site specific (δημιουργημένα δηλαδή ειδικά για τον συγκεκριμένο χώρο) ηχητικά έργα/εγκαταστάσεις/δράσεις με θέμα «τη σιωπή, την παύση και την αναμονή».
Όπως σημείωνε στο πρόγραμμα της εκδήλωσης η Δάφνη Βιτάλη: «Κατά την διάρκεια του lockdown ολόκληρου του πλανήτη βιώσαμε μια παύση που συνοδεύτηκε από μία σιωπή αλλά συγχρόνως και από μία αναμονή. Για αρκετούς υπήρξε αναμφίβολα μια περίοδος αναστοχασμού και περίσκεψης, σε μια στιγμή που το παρόν φαινόταν να έχει ανασταλεί και πολλά έμοιαζαν να έχουν σταματήσει στο χρόνο. Η ζωή συνεχιζόταν έξω χωρίς την ανθρωπότητα και εμείς, μέσα από τα σπίτια μας, αφουγκραζόμασταν αυτήν την εκκωφαντική δύναμη της σιωπής που για ορισμένους από εμάς υπήρξε αποκαλυπτική. Για άλλους πάλι δυσβάσταχτη. Πώς μπορούμε να σκεφτούμε τη σιωπή μέσω του ήχου; Υπάρχει σιωπή και πως αυτή ερμηνεύεται; Τι μένει όταν εμείς απουσιάζουμε; Ποιους ήχους έχουμε αφήσει πίσω μας ως ανθρωπότητα και ποιοι είναι οι ήχοι του φυσικού περιβάλλοντος; Πώς μπορούμε να αφουγκραστούμε την παύση; Μπορούμε να σωπάσουμε και να ακούσουμε τη σιωπή; Να αφομοιώσουμε αντί να καταναλώσουμε; Να συλλογιστούμε αντί να παράγουμε; Να μετατρέψουμε τον χρόνο αναμονής σε έναν χρόνο γόνιμο και πολύτιμο;».
Σε αυτά τα ερωτήματα προσπάθησαν να δώσουν απαντήσεις τα τέσσερα έργα τα οποία ήταν εξαρχής δεδομένο – και αυτονόητο – ότι θα έδιναν έμφαση στην σωματικότητα του ήχου, στο πως δηλαδή αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε τα ηχητικά φαινόμενα με το υπόλοιπο σώμα μας και τις άλλες αισθήσεις μας πλην της ακοής. Ανταποκρίθηκαν με διαφορετικό τρόπο και σε επίσης διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση και την μεθοδολογία του/των δημιουργών τους. Οι Acte Vide είναι ένα δίδυμο δημιουργικής, αυτοσχεδιαστικής και πειραματικής, μουσικής που αποτελείται από την πιανίστρια Δανάη Στεφάνου και τον συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής Γιάννη Κοτσώνη. Η συμμετοχή τους στο «Deeper than silence» ήταν ένα έργο το οποίο ήταν το μόνο που δεν παρουσιάστηκε στον κύριο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς αλλά στο ευρισκόμενο εντός της περιμέτρου αυτού Ωρολόγιο του Κυρρήστου και με εκφραστικά μέσα καθημερινά αντικείμενα και τους ήχους/θορύβους που αυτά παράγουν και όχι μουσικά όργανα. Το αποτέλεσμα ήταν αρχετυπική ambient με όλη την σημασία και την χρηστικότητα του όρου/ιδιώματος, ένα έργο δηλαδή που εντασσόταν στο περιβάλλον του, τελικά ίσως και να ταυτιζόταν μαζί του, δίχως όμως να καταφέρνει κατά την γνώμη μου να επικοινωνήσει ουσιαστικά μαζί του ή, πολύ περισσότερο, να παρέμβει σε αυτό.
Ο Μανώλης Μανουσάκης είναι μια από τις γνωστότερες μα και σημαντικότερες προσωπικότητες της αθηναϊκής πρωτοποριακής/πειραματικής μουσικής σκηνής. Στο «Deeper than silence» παρουσίασε ένα έργο που επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος είναι ο ήχος της Αθήνας;» το οποίο εμπνεύστηκε και άρχισε να το δημιουργεί τις ημέρες της καραντίνας χρησιμοποιώντας επίσης καθημερινά αντικείμενα που τον ήχο τους όμως στη συνέχεια επεξεργάστηκε ηλεκτρονικά με ποικίλους τρόπους. Αυτό που προέκυψε έχει όλα τα χαρακτηριστικά τους ύφους του, πηγαίνοντας από στιγμές σχεδόν σιωπής σε άλλες εκκωφαντικής ηχητικής και εσωτερικής έντασης και ομολογουμένως ήταν εντυπωσιακά επιβλητικό σε ορισμένα σημεία του. Δεν ξέρω όμως – και για να είμαι ειλικρινής δεν το πιστεύω – ότι το αισθητικό και βιωματικό αποτέλεσμα του θα ήταν διαφορετικό σε οποιονδήποτε άλλο χώρο από τον συγκεκριμένο.
Αντίθετα η Νικολέτα Χατζοπούλου παρουσίασε αυτό που για εμένα ήταν όχι μόνο το πλέον ολοκληρωμένο από τα τέσσερα έργα αλλά επίσης και εκείνο που αξιοποίησε καλύτερα και πληρέστερα την χωρική και συνολική συνθήκη της εκδήλωσης. Χρησιμοποίησε ως πηγή ένα μεγάλο σε διάρκεια αυτοσχεδιαστικό κομμάτι για βιόλα ντα γκάμπα που έπαιξε η ίδια δίχως μεν να το επεξεργαστεί καθόλου ηχητικά στη συνέχεια αλλά αλλάζοντας αρκετά τη δομή και σίγουρα πάρα πολύ την αίσθηση του με τις παρεμβάσεις τις οποίες έκανε σε πραγματικό χρόνο καθώς ακουγόταν από το τετραφωνικό σύστημα που είχε εγκαταστήσει στον χώρο. Το «παλαιϊκό» ηχόχρωμα της βιόλας ντα γκάμπα, του οργάνου που σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ο πρόγονος ολόκληρης της σημερινής «οικογενείας» των εγχόρδων, λειτουργούσε συνδετικά τόσο με τα απομεινάρια του παρελθόντος, της ρωμαϊκής περιόδου της Αθήνας όσο και με τον σύγχρονο, ηλεκτρικό και τεχνολογικό τρόπο ακρόασης της μουσικής και της ενίσχυσης της έντασης της που αυτός της προσδίδει. Ταυτόχρονα ο τρόπος διάχυσης και συνακόλουθης διαφορετικής αίσθησης του ήχου στον χώρο διαμέσου της τετραφωνίας εξερευνούσε την φιλοσοφική έννοια της «χώρας», στην συγκεκριμένη περίπτωση ως «υλοποιημένης» σιωπής και η οποία επείχε κεντρική θέση τόσο στη σύνθεση της όσο και στη φιλοσοφική θεώρηση από την οποία πήγαζε.
Ο αυτοσχεδιαστής/πειραματιστής κιθαρίστας Μιχάλης Μοσχούτης εκκίννησε από την ίδια περίπου θεώρηση αλλά η μεθοδολογία του ήταν πολύ διαφορετική. Η αντιπαράθεση της τοποθέτησης πολλών ογκωδών ενισχυτών κιθάρας και μπάσου δίπλα στους ρωμαϊκούς κίονες, της αντίθεσης παλαιού και συγχρόνου δηλαδή, είχε πολύ μεγάλο οπτικό μα και συμβολικό ενδιαφέρον. Έχοντας κουρδίσει την ηλεκτρική σε αυτήν την περίπτωση κιθάρα του με διαφορετικό από τον συνηθισμένο τρόπο, χρησιμοποιώντας ελάχιστα εφέ και παίζοντας στο μεγαλύτερο μέρος του έργου «ανοιχτές» τις χορδές κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο εύρος συχνοτήτων που συντονίζονταν επαρκώς με εκείνες του χώρο, όχι όμως στον βαθμό που το επέτυχε η Ν. Χατζοπούλου ούτε πιθανόν όσο ήταν η πρόθεση του να το κάνει.
Ἄκουσε ἀκόμη τοῦτο. Στὸ φεγγάρι
τ᾿ ἀγάλματα λυγίζουν κάποτε σὰν τὸ καλάμι
ἀνάμεσα σὲ ζωντανοὺς καρποὺς — τ᾿ ἀγάλματα-
κι ἡ φλόγα γίνεται δροσερὴ πικροδάφνη,
ἡ φλόγα ποὺ καίει τὸν ἄνθρωπο, θέλω νὰ πῶ.
Γιώργος Σεφέρης, «Κίχλη»
Ήταν το είδος της εκδήλωσης που απαιτεί στη συνέχεια πολλή διανοητική επεξεργασία και την ανάλογη ανάλυση. Αν τα μνημεία του παρελθόντος αφήνουν συνεχώς πίσω τους κάποια «ίχνη» και ταυτόχρονα «αποτυπώματα» στον χρόνο αυτών που τα κατασκεύασαν δεν μπορεί να είναι άλλα από κάποιες συχνότητες που φυσικά δεν γίνονται αντιληπτές με τα αυτιά και ούτε βέβαια από όλους/ες. Οπως προανέφερα η Ν. Χατζοπούλου και σε αρκετά μικρότερο βαθμό ο Μ. Μοσχούτης μπόρεσαν να τις «συντονίσουν» με τις δικές τους και να συνδιαλλαγούν μαζί τους.
Κεντρικό στοιχείο όμως του «Deeper than silence» δεν ήταν ούτε ο ήχος ούτε η σιωπή αλλά ο χρόνος, αυτό το όχι και τόσο στιγμιαίο «πάγωμα» του χρόνου που ήταν και επέφερε η καραντίνα και μας έκανε να αντιληφθούμε πολύ καλύτερα τις πολλαπλές διαστάσεις, ακόμα και ταχύτητες του χρόνου ανάλογα με την συνθήκη και πριν από όλα την σχέση του «εξωτερικού», αντικειμενικού αν το προτιμάτε έτσι και του εσωτερικού χρόνου καθενός και καθεμίας μας. Αυτή η «παύση» του χρόνου και ο στοχασμός πάνω στο πέρασμα του προκάλεσαν στους/στις περισσότερους/ες μια διαρκή αλλαγή, ακόμα και διαταραχή της άρρηκτης συνέχειας του. Στην προσωπική και την συλλογική συνείδηση το παρελθόν και το παρόν αλλάζουν πλέον αμοιβαία θέση συνεχώς, το χθες γίνεται σήμερα για να ξαναγίνει αμέσως μετά χθες και το αντίστροφο. Ο μεγάλος κίνδυνος αυτής της διαδικασίας η οποία δεν έχει πάψει να υφίσταται ακόμα είναι οι πολλές και παρατεταμένες «μεταμνήμες» που έλεγε ο Μαρσέλ Προυστ να επικαλύψουν τα γεγονότα και τα αληθινά βιώματα του παρόντος κάνοντας μας να απολέσουμε πολύ περισσότερο χρόνο από όσο εννοούσε εκείνος στο μνημειώδες «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» αλλά και από όσος πραγματικά ήταν εκείνος της καραντίνας.
Ο δεύτερος πολύ σοβαρός κίνδυνος αυτής της προσωρινής μεν αλλά όχι και λήξασας ακόμα χρονικής «σύγχυσης» είναι να μην προσέξουμε το υπόρρητο, αν όχι και...υπόγειο, αίτημα που κρύβεται μέσα της και δεν είναι άλλο από την αναμονή και όχι για κάτι γενικό και αόριστο αλλά για κάτι θετικότερο, μια πρόοδο και βελτίωση όλων των συνθηκών ζωής μας. Οπως έχουν ήδη γράψει και πει πολλοί σπουδαίοι διανοητές σε όλο τον κόσμο η πανδημία, εκτός από δοκιμασία, είναι και ένα μεγάλο ερώτημα και μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση. Αν η ανθρωπότητα συνολικά αντίστοιχα απαντήσει και ανταποκριθεί σε αυτά θα βγει από αυτή την διαφορετικού τύπου κρίση δυνατότερη αλλά και καλύτερη.
Τελειώνοντας και χωρίς να θέλω να κάνω συγκρίσεις θα πω ότι αυτήν ακριβώς την αίσθηση του μετέωρου που εγκυμονεί την αναμονή για κάτι νέο και καλύτερο απέδωσε αριστοτεχνικά, κάποιες στιγμές ακόμα και συγκλονιστικά, το θαυμάσιο έργο του Δημήτρη Καμαρωτού «Μετέωρη» που παρουσιάστηκε δύο φορές την άνοιξη, λίγο μετά την λήξη της καραντίνας, στο υψηλότερο σημείο του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, δίχως φυσικά την παρουσία κοινού αλλά σε live streaming από το διαδικτυακό κανάλι του ΚΠΙΣΝ. Ηταν μια αδρή αλλά πληρέστατη και εις βάθος καταγραφή/αποτύπωση μα και ανάδειξη αυτής της τόσο ιδιαίτερης συγκυρίας που – με εξαίρεση μέχρι ενός σημείου εκείνο της Ν. Χατζοπούλου – τα έργα του «Deeper than silence» δεν κατάφεραν να πλησιάσουν μένοντας κυρίως στην διαπίστωση και την επιφάνεια της άκρως ιδιότυπης κατάστασης που λέγεται «κορωνοϊός» χωρίς όμως αυτό να μειώνει σε τίποτα την αξία ενός φιλόδοξου, καινοτόμου και απολύτως θετικού εγχειρήματος.