Δείπνο με την καγκελάριο

Υπήρξε η Αγγέλα Μέρκελ επιτυχημένη καγκελάριος;
|
Open Image Modal
2 Δεκεμβρίου 2021 - Οι γερμανικές ομοσπονδιακές ένοπλες δυνάμεις- αποχαιρέτησαν την απερχόμενη καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ.
Hannibal Hanschke via Reuters

Μνήμη Ουρανίας Δημοπούλου-Rademann

Γνώρισα την Αγγέλα Μέρκελ στις 3 Ιανουαρίου 2013. Λίγους μήνες προηγουμένως, το καλοκαίρι του 2012, είχα πρωτοσυναντήσει στα Κύθηρα την Ελληνίδα στενή φίλη της, Ουρανία Ράντεμαν. Την εποχή εκείνη η ελληνική κρίση εξακολουθούσε να βρίσκεται πολύ ψηλά στην ημερήσια διάταξη της ευρωπαϊκής πολιτικής. Στα δημοσιεύματα των, γερμανικών ΜΜΕ η κάλυψη της Ελλάδας ήταν εξαιρετικά αρνητική, συχνά ευθέως προσβλητική για τη χώρα και τους κατοίκους της.

Η Ουρανία, που δυσανασχετούσε πολύ με όλα αυτά, επιθυμούσε να δείξει στην υψηλή φίλη της ότι υπάρχει και μια άλλη, διαφορετική Ελλάδα, να τη φέρει λ.χ. σε επαφή με πρόσωπα έξω από τον στενό κύκλο των πολιτικών και των τεχνοκρατών τους οποίους η καγκελάριος συναντούσε στις υπηρεσιακές επαφές της. Το φιλικό δείπνο που της παρέθεσε εκείνη τη βραδιά στην οικία της στο Βερολίνο, για το οποίο έλαβα και εγώ πρόσκληση, ήταν μια τέτοια ευκαιρία.  

Open Image Modal
Η Ουρανία Δημοπούλου-Rademann ήταν φίλη με την Αγγελα Μέρκελ. Οι δύο γυναίκες γνωρίζονταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και η σχέση τους είχε οικοδομηθεί αρχικά στο πανεπιστήμιο και τους ακαδημαϊκούς θεσμούς.
.

Οι δύο γυναίκες γνωρίζονταν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και η σχέση τους είχε οικοδομηθεί αρχικά στο πανεπιστήμιο και τους ακαδημαϊκούς θεσμούς. Τόσο η Αγγέλα Κάσνερ, μετέπειτα Μέρκελ, όσο και η Ουρανία Δημοπούλου είχαν κάνει το διδακτορικό τους στις φυσικές επιστήμες, ενώ σε παρεμφερές επιστημονικό αντικείμενο σταδιοδρόμησαν και οι σύζυγοί τους, ο Κλάους Ράντεμαν, σύζυγος της Ουρανίας, και ο Γιόαχιμ Ζάουερ, δεύτερος σύζυγος της καγκελαρίου, αμφότεροι πολύ γνωστοί καθηγητές της φυσικοχημείας στο Πανεπιστήμιο Χούμπολντ της γερμανικής πρωτεύουσας. Όπως μου είχε πει η Ουρανία, τα δύο φιλικά ζεύγη το είχαν καθιερώσει να συντρώγουν δύο φορές τον χρόνο. Την αρχή της χρονιάς στο σπίτι των Δημοπούλου-Ράντεμαν, το καλοκαίρι στο σπίτι των Ζάουερ-Μέρκελ.  

Έχοντας εγκαταλείψει πλέον την επιστημονική της δραστηριότητα, η Ουρανία προσπαθούσε, όπως είπα, να διορθώσει όσο ήταν δυνατό την αρνητική εικόνα της πατρίδας μας στη γερμανική πρωτεύουσα. Την εποχή εκείνη προωθούσα την ιδέα μιας σειράς με κορυφαία έργα της νέας ελληνικής γραμματείας μεταφρασμένα για πρώτη φορά στα γερμανικά, κατά το πρότυπο της περίφημης «Πολωνικής Βιβλιοθήκης», έργου ζωής του Karl Dedecius, και ήλπιζα ότι θα μπορούσε να βρεθεί Γερμανός χορηγός. Παρά την αρωγή της Ουρανίας, η προσδοκία μου εκείνη τελικά δεν ευοδώθηκε. 

Στο τραπέζι παρακάθονταν μαζί μας ο καθηγητής Χέλμουτ Σβαρτς, πρόεδρος τότε του Ιδρύματος Χούμπολντ, δύο συγγενικά πρόσωπα της Ουρανίας και ένας ακόμη γερμανομαθής καλεσμένος της από την Ελλάδα με τον οποίο είχαμε συνταξιδεύσει την προηγουμένη, καθηγητής της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών του οποίου το όνομα δεν αναφέρω διότι δεν γνωρίζω αν το επιθυμεί.  

“Η καγκελάριος ήταν ευδιάθετη και προσηνής. Όχι όμως με τον πεποιημένο τρόπο των ανθρώπων της «καλής κοινωνίας» Σε όλο το δείπνο και τη συζήτηση που ακολούθησε και κράτησε συνολικά πάνω από τρεις ώρες, ούτε στιγμή δεν τη συνέλαβα να «πολιτεύεται», να κάνει επίδειξη...Από κοντά, διαπίστωνα, η Μέρκελ είναι όπως ακριβώς και από μακριά – άνθρωπος καθ’ όλα προσιτός. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτό ακριβώς είναι και το κύριο πολιτικό της χάρισμα.”

Η καγκελάριος και ο σύζυγός της έφτασαν με το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο. Μου έκανε εντύπωση, και η Ουρανία το επιβεβαίωσε, ότι δεν υπήρχε κανένα, ορατό τουλάχιστον, μέτρο ασφαλείας, παρουσία αστυνομικών, προηγούμενος έλεγχος της οικίας κ.τ.λ. Η ατμόσφαιρα ήταν φιλική και έξω από κάθε επισημότητα. 

Οι συστάσεις έγιναν στο σαλόνι, ένα δωμάτιο όπου δέσποζαν έργα γνωστών Γερμανών ζωγράφων από τη συλλογή της Ουρανίας, για την οποία ήταν υπερήφανη και τμήμα της οποίας φύλαγε μάλιστα στο σπίτι της στη Γλυφάδα. Θυμάμαι ένα γυναικείο πορτραίτο του ιμπρεσσιονιστή Luis Corinth και έναν σκοτεινόχρωμο πίνακα που, αν δεν λαθεύω, έφερε την υπογραφή του Max Beckmann.

Η καγκελάριος ήταν ευδιάθετη και προσηνής. Όχι όμως με τον πεποιημένο τρόπο των ανθρώπων της «καλής κοινωνίας», αυτόν που συναντά κανείς στα εγκαίνια μιας μεγάλης έκθεσης λ.χ., σε ένα διεθνές συνέδριο ή ένα πρεσβευτικό δείπνο. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ακόμη και τα χαμόγελα που συναντάς είναι «επαγγελματικά», η ευγένεια και η φιλικότητα που βλέπεις παντού δεν είναι παρά η πολυφορεμένη προσωπίδα της ρουτίνας. Πίσω της δεν κρύβει, όταν κρύβει, παρά ένα διεκπεραιωτικό ενδιαφέρον για το επίδικο – και την παγερή αδιαφορία για κάθε τι άλλο. 

Έχοντας εργαστεί κάποια χρόνια στις διεθνείς σχέσεις, ήμουν εξοικειωμένος με την ατμόσφαιρα αυτών των συνευρέσεων. Εδώ, αντιθέτως, αμέσως μου έκανε εντύπωση η αμεσότητα της καγκελαρίου. Σε όλο το δείπνο και τη συζήτηση που ακολούθησε και κράτησε συνολικά πάνω από τρεις ώρες, ούτε στιγμή δεν τη συνέλαβα να «πολιτεύεται», να κάνει επίδειξη λ.χ. σοφίας ή να ρητορεύει για να γοητεύσει τον συνομιλητή της, όπως το συνηθίζουν οι πολιτικοί, και γενικά οι διασημότητες. Από κοντά, διαπίστωνα, η Μέρκελ είναι όπως ακριβώς και από μακριά – άνθρωπος καθ’ όλα προσιτός. Αργότερα κατάλαβα ότι αυτό ακριβώς είναι και το κύριο πολιτικό της χάρισμα, ότι δεν υπάρχει μια ξεχωριστή, δημόσια Μέρκελ κομμένη και ραμμένη επί τούτου για το προσκήνιο, ότι η επίσημη Μέρκελ είναι ακριβώς η ιδιωτική. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Γερμανοί τη φωνάζουν, μισοχαϊδευτικά-μισοειρωνικά, Muttiμανούλα. Ούτε ότι με αυτό τον τρόπο έφτασε να έχει την πιο μακρά, μαζί με τον Χέλμουτ Κολ, θητεία καγκελαρίου στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας της.       

“Το κύριο δικό της ερώτημα, απορία προφανώς ειλικρινής, ήταν γιατί η όποια μεταρρύθμιση στην Ελλάδα προσκόπτει σε τόσο πολλά εμπόδια. Γιατί η καχυποψία των Ελλήνων απέναντι στους πολιτικούς τους πρώτα απ’ όλα, αλλά και αυτών των τελευταίων μεταξύ τους είναι τόσο παραλυτική”

Όπως ήταν φυσικό, το ελληνικό ζήτημα μονοπώλησε τη συζήτηση. Τους προηγούμενους μήνες είχαμε ζήσει την ταπεινωτική πτώση του Γ. Παπανδρέου, τη βραχύβια κυβέρνηση Παπαδήμου, τον εκλογικό καταποντισμό των μεγάλων παρατάξεων, την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων καινοφανών κομμάτων διαμαρτυρίας. Η κοινωνική ένταση είχε κάπως καταλαγιάσει, αλλά η πολιτική ατμόσφαιρα ήταν ακόμη δηλητηριασμένη. Ο συνασπισμός ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ υπό τον Σαμαρά έδινε μια επίφαση ευστάθειας, αλλά ο θόρυβος στο εξωτερικό και στα ΜΜΕ επέμενε. Από την προηγουμένη, είχα ετοιμάσει μια λίστα από ζητήματα που ήθελα να θίξω στο τραπέζι, να τη ρωτήσω γι’ αυτά ή απλώς να της αναφέρω αν έβρισκα την ευκαιρία. Πρόνοια όπως αποδείχτηκε περιττή, αφού στη ροή της συζήτησης περάσαμε σε όλα αυτά εντελώς αυθόρμητα.

Σε όλα όσα ειπώθηκαν, η καγκελάριος ήταν εντυπωσιακά ενημερωμένη. Μνημόνευσε λ.χ. συγκεκριμένα δημοσιεύματα ελληνικών εφημερίδων, δηλώσεις παραγόντων του ΣΕΒ και συνδικαλιστών, επαφές που είχε με εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Μας είπε ότι έτσι κι αλλιώς, λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης, το ένα τρίτο του χρόνου της κάθε μέρα το αφιερώνει στο ελληνικό ζήτημα και ότι παρακολουθεί προσεκτικά τον αντίκτυπο που οι αποφάσεις και η πολιτική της είχαν στην Ελλάδα.

Το κύριο δικό της ερώτημα, απορία προφανώς ειλικρινής, ήταν γιατί η όποια μεταρρύθμιση στην Ελλάδα προσκόπτει σε τόσο πολλά εμπόδια. Γιατί η καχυποψία των Ελλήνων απέναντι στους πολιτικούς τους πρώτα απ’ όλα, αλλά και αυτών των τελευταίων μεταξύ τους είναι τόσο παραλυτική. Σε μια προσπάθεια να απαντήσουμε στο ερώτημα, οι Έλληνες συνδαιτυμόνες κάναμε μακρές παρεκβάσεις στη νεώτερη ιστορία μας, από την οθωμανοκρατία και έπειτα, στις πελατειακές σχέσεις, την ευνοιοκρατία, την έλλειψη διοικητικής παράδοσης και ασφάλειας δικαίου που να επιτρέπουν την εγκαθίδρυση σχέσεων εμπιστοσύνης. Όλα πράγματα εύλογα, αλλά προφανώς πολύ γενικά ώστε να προσφέρουν σε έναν ξένο ιθύνοντα την όποια πρακτική βοήθεια. 

“Στο θέμα του χρέους είχε δοθεί περίπου θρησκευτική διάσταση, άλλωστε η γερμανική λέξη  Schuld εκτός από χρηματική οφειλή σημαίνει επίσης ενοχή και αμαρτία. Σε αυτή την ατμόσφαιρα, η ανερχόμενη ακροδεξιά και τα γερμανικά ΜΜΕ καλλιεργούσαν συστηματικά την τιμωρητική διάθεση κατά του «άσωτου» Νότου, και έβρισκαν ευήκοον ους και στο εσωτερικό της Χριστιανικής Ένωσης.”

Για τους Έλληνες ηγέτες, η εντύπωση που αποκόμισα ήταν ότι η Μέρκελ τους έβλεπε με έντονη επιφύλαξη. Αυτό γινόταν φανερό κάθε φορά που ο λόγος ερχόταν στον Παπανδρέου, οπότε την πρόδιδαν κάποιες κινήσεις ανυπομονησίας. Απέναντι στον Σαμαρά φαινόταν να τηρεί στάση αναμονής, τον δε Τσίπρα που είχε μόλις γίνει αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν τον ανέφερε διόλου. Ίσως δεν περίμενε ότι η μετεωρική του άνοδος θα συνεχιζόταν. Δεν θα ξεχάσω τον χαρακτηρισμό που επιφύλαξε στον Κάρολο Παπούλια, πρόεδρο τότε της Ελληνικής Δημοκρατίας, με αφορμή περιστατικό που δυστυχώς δεν συγκράτησα και προφανώς την είχε κάνει να αγανακτήσει: «ein schlechter Mensch!», δηλαδή «κακός άνθρωπος!». Η ηθική αυτή επιτίμηση, παράταιρη όπως ακούστηκε μέσα σε τέτοια συμφραζόμενα, με έκανε να ανακαλέσω περίπου αυτόματα το λουθηρανικό πρεσβυτέριο μέσα στο οποίο η καγκελάριος είχε ανατραφεί. Την ξαναθυμήθηκα δυόμισι χρόνια αργότερα όταν η Μέρκελ, αιφνιδιάζοντας τους πάντες στην Ευρώπη και σε μια κίνηση που φάνταζε παράδοξα παρορμητική, άνοιγε τα σύνορα στους πρόσφυγες και τους μετανάστες.

Απαντώντας σε ερώτημά μου, μας είπε ότι η κυβέρνησή της ασφαλώς και είχε εξετάσει πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο μιας εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Ωστόσο, προσωπικά το είχε αποκλείσει επειδή οι εισηγήσεις που έπαιρνε ήταν αντιφατικές. Κάποιοι σύμβουλοί της ισχυρίζονταν ότι δεν θα υπήρχαν συγκλονιστικές συνέπειες για την ευρωζώνη αν η Ελλάδα αποχωρούσε από το κοινό νόμισμα. Οι περισσότεροι όμως τόνιζαν την αβεβαιότητα που θα προέκυπτε και συνιστούσαν την αποφυγή μιας τόσο δραματικής απόφασης. 

Κάποιοι από το τραπέζι την προτρέψαμε να επισκεφθεί την Ελλάδα ώστε να αποκτήσει η ίδια μια σαφέστερη εικόνα της κατάστασης, ταξίδι που αφότου είχε αρχίσει η κρίση είχε αποφύγει και που όντως έκανε τους επόμενους μήνες. Μερικοί της ζήτησαν να επιμείνει στην εφαρμογή εκείνων των μέτρων που δεν είχαν να κάνουν με το στενά δημοσιονομικό ζήτημα αλλά με την αποτελεσματικότητα και την αξιοκρατία του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Δεν έλειψαν, κάθε άλλο, οι αποδοκιμαστικές αναφορές στη γερμανική δυστοκία κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης ή στην εμμονή του Βερολίνου ως προς το ζήτημα του χρέους και της νομισματικής ορθοδοξίας. Τις σχολίασε μάλλον σιβυλλικά, υπαινισσόμενη ότι της ήταν αδύνατο για την ώρα να εξασφαλίσει συναίνεση για όποια άλλη πολιτική, αλλά και χωρίς να παίρνει θέση επί της ουσίας. 

Το 2013 θυμίζω η Μέρκελ συγκυβερνούσε με τους Φιλελεύθερους του Βεστερβέλλε και του Ρέσλερ, για να μην αναφέρω καν τον Βόλφγκανγκ Σόυμπλε, όλους γνωστούς ιέρακες στα της δημοσιοοικονομίας. Όμως και το γενικό πολιτικό κλίμα στη Γερμανία ήταν τέτοιο, η μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών απέρριπτε κατηγορηματικά κάθε ιδέα χαλάρωσης των κανόνων της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Στο θέμα του χρέους είχε δοθεί περίπου θρησκευτική διάσταση, άλλωστε η γερμανική λέξη  Schuld εκτός από χρηματική οφειλή σημαίνει επίσης ενοχή και αμαρτία. Σε αυτή την ατμόσφαιρα, η ανερχόμενη ακροδεξιά και τα γερμανικά ΜΜΕ καλλιεργούσαν συστηματικά την τιμωρητική διάθεση κατά του «άσωτου» Νότου, και έβρισκαν ευήκοον ους και στο εσωτερικό της Χριστιανικής Ένωσης. 

“...έχω την εντύπωση ότι ακόμη και η εντυπωσιακή, και αδιέξοδη όπως αποδείχθηκε, στροφή της Μέρκελ στο μεταναστευτικό τής υπαγορεύθηκε ώς έναν βαθμό από το ίδιο αυτό βαθύ ηθικολογικό υπόστρωμα, γέννημα μιας εθνικής ιστορίας γεμάτης από φανατικές θρησκευτικές και πολιτικές συρράξεις, το οποίο εξακολουθεί να ορίζει την ματιά των Γερμανών πάνω στα πράγματα – και να τη συσκοτίζει συχνά.”

Από την πλευρά της η Ελλάδα πάλι, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να τραβήξει όλη αυτή την τιμωρητική διάθεση επάνω της. Για όσους γνωρίζουν κάπως τη γερμανική ψυχοσύνθεση και το ηθικολογικό υπόστρωμα που την τρέφει, από μόνη της η περίφημη δήλωση του Παπανδρέου ότι η Ελλάδα είναι «διεφθαρμένη χώρα», ήταν επόμενο να γίνει ευπρόσδεκτο όπλο στα χέρια αυτών που, για να αποποιηθούν τις δικές τους ευθύνες, ήθελαν να χρεώσουν την πολυεπίπεδη πανευρωπαϊκή κρίση αποκλειστικά σ’ ένα παραστράτημα, στην ανευθυνότητα των ανεπρόκοπων «αιώνιων τζιτζίκων» της Μεσογείου. 

Εκ των υστέρων, έχω την εντύπωση ότι ακόμη και η εντυπωσιακή, και αδιέξοδη όπως αποδείχθηκε, στροφή της Μέρκελ στο μεταναστευτικό τής υπαγορεύθηκε ώς έναν βαθμό από το ίδιο αυτό βαθύ ηθικολογικό υπόστρωμα, γέννημα μιας εθνικής ιστορίας γεμάτης από φανατικές θρησκευτικές και πολιτικές συρράξεις, το οποίο εξακολουθεί να ορίζει την ματιά των Γερμανών πάνω στα πράγματα – και να τη συσκοτίζει συχνά. Απλώς, την άτοπη σκληρότητα ερχόταν τώρα να αντισταθμίσει μια εξίσου άτοπη ευσπλαχνία, το εκκρεμές περνούσε από το ένα άκρο το άλλο. Η ηγέτιδα δύναμη που είχε αποτύχει να ηγηθεί, ήτοι να προστατεύσει την Ευρωπαϊκή Ένωση από τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, και είχε υποστεί σκληρή κριτική γι’ αυτό, πάσχιζε τώρα να εξιλεωθεί – προκαλώντας ιδιοχείρως μιαν άλλη.   

Το δείπνο, στο οποίο τα εδέσματα και τα ποτά που μας προσφέρθηκαν ήταν εξ ημισείας ελληνικά και γερμανικά, έληξε αργά το βράδυ με την οικοδέσποινα να μας μοιράζει μικρά αναμνηστικά δώρα για το καλό της νέας χρονιάς. Η μέρα ήταν Πέμπτη, η επομένη ήταν εργάσιμη, μολονότι ακόμη και στη γερμανική πολιτική οι μέρες ώς τα Θεοφάνεια είναι σχετικά χαλαρές. Η καγκελάριος προετοίμαζε κάποιο τραπέζι, μας είπε αποχαιρετώντας μας, κι εκείνο το πρωί είχε πάει στο σούπερ-μάρκετ. Όπως το συνήθιζε, όποτε είχε την ευκαιρία ψώνιζε η ίδια.   

“Η εντυπωσιακή ομολογουμένως ικανότητά της όχι μόνο να αλλάζει την πολιτική της γραμμή, αλλά και να υιοθετεί ενίοτε θέσεις των αντιπάλων της, αποκλήθηκε από κάποιους αναλυτές asymmetrische Demobilisierung, ασύμμετρη αδρανοποίηση...”

Αυτόν τον Δεκέμβρη, σε λίγες μέρες από τώρα, η Αγγέλα Δωροθέα Κάσνερ-Μέρκελ μετά από δεκάξι συναπτά χρόνια αποχαιρετά την καγκελαρία και το μέγαρο της Willy-Brandt-Straße 1. Ο ιστορικός του μέλλοντος που θα θελήσει να την κρίνει, νομίζω θα δυσκολευτεί.

Ιδεολογικό χρώμα σαφές η δράση της ποτέ δεν είχε. Στην οικονομία, ως αρχηγός της αντιπολίτευσης η Ανατολικογερμανίδα πολιτικός πορεύτηκε ώς το 2005 υπό τη σημαία του αντικρατισμού και των λιγότερων φόρων, τα προσφιλή σλόγκαν των νεοφιλελεύθερων δηλαδή. Όμως ως καγκελάριος μετά το 2005 κυβέρνησε ίσως πιο κεντρώα κι από τον σοσιαλδημοκράτη προκάτοχό της.

Η παλαιά υποστηρίκτρια της πυρηνικής ενέργειας και των αυτοκινητοβιομηχανιών, μετά τη Φουκουσίμα και τα σκάνδαλα του κλάδου πλειοδότησε σε φιλοπεριβαλλοντισμό και έκανε σύνθημά της την «πράσινη μετάβαση».

Η θιασώτις μιας αυστηρής μεταναστευτικής πολιτικής ήταν η ίδια που άνοιξε τις πύλες της Ευρώπης διάπλατα το 2015, κατατρομάζοντας ακόμη και τους οικείους της (θυμάμαι την απογοήτευση της Ουρανίας πριν τον πρόωρο χαμό της το 2018), για να τις κλείσει και πάλι ερμητικά μερικούς μήνες αργότερα. 

“Έχω την εντύπωση ότι ο έπαινος που αποζήτησε δεν ήταν τόσο να είναι καλή πολιτικός, με τη βεμπεριανή έννοια του όρου, όσο σωστός άνθρωπος – στη δική της γλώσσα: «ein guter Mensch»”

Τέτοιες παλινωδίες της Μέρκελ μπορεί κανείς να κατονομάσει κι άλλες. Περιέργως, σ’ αυτές ακριβώς φαίνεται να στηρίχθηκε και η πολιτική μακροβιότητα της. Η εντυπωσιακή ομολογουμένως ικανότητά της όχι μόνο να αλλάζει την πολιτική της γραμμή, αλλά και να υιοθετεί ενίοτε θέσεις των αντιπάλων της, αποκλήθηκε από κάποιους αναλυτές asymmetrische Demobilisierung, ασύμμετρη αδρανοποίηση.  Πρόκειται για το φαινόμενο εκείνο όπου η άμβλυνση της πολιτικής πόλωσης αποσυσπειρώνει αμφότερες την κυβερνητική παράταξη και την αντιπολίτευση, τη δεύτερη όμως πολύ περισσότερο, εφόσον στερείται το πλεονέκτημα της εξουσίας που συγκρατεί τους οπαδούς της πρώτης.

Η στάση αυτή της Μέρκελ χαρακτηρίστηκε οππορτουνιστική. Ο «μερκελισμός», είπαν, δεν είναι παρά καθαρός τακτικισμός. Προσωπικά, δεν είμαι πλέον τόσο βέβαιος. Μετά από τόσα χρόνια, τείνω να πιστέψω ότι ελλείψει ενός βαθύτερου πιστεύω, έλλειψη μιας όποιας εσωτερικευμένης «αποστολής», το ιδεώδες της καγκελαρίου, το κριτήριο που κατηύθυνε τη δημόσια δράση της, ήταν περισσότερο κι αυτό ηθικό, παρά πολιτικό. Έχω την εντύπωση δηλαδή ότι ο έπαινος που αποζήτησε δεν ήταν τόσο να είναι καλή πολιτικός, με τη βεμπεριανή έννοια του όρου, όσο σωστός άνθρωπος – στη δική της γλώσσα: «ein guter Mensch».  Απ’ αυτή τη σκοπιά, η έφεσή της να συμβουλεύεται διαρκώς τις δημοσκοπήσεις και η άρνησή της να πάρει αντιδημοφιλείς αποφάσεις, πράγματα που τόσο σκληρά επικρίθηκαν, δεν είχαν να κάνουν μόνο, ή δεν είχαν να κάνουν τόσο, με το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσης και τη θήρα της ευκαιρίας, όσο ήταν εν γένει ο τρόπος της – ο τρόπος της να κατανοεί τον εαυτό της και να αποκρίνεται στους άλλους. 

“Υπήρξε η Αγγέλα Μέρκελ επιτυχημένη καγκελάριος;  Πολλοί θα έλεγαν σήμερα «ναι»... Τα φαινόμενα όμως δεν φανερώνουν όλη την αλήθεια...Η Μέρκελ κατόρθωσε μεν να χειριστεί ώς ένα βαθμό τα επείγοντα, ουδέποτε όμως έλυσε κάποιο απ’ αυτά.”

Υπήρξαν άλλωστε και κάποιες, λίγες είναι η αλήθεια, περιπτώσεις που πήγε κόντρα στο ρεύμα. Επί κυβερνήσεώς της λ.χ. καθιερώθηκε ο γάμος των ομοφυλοφίλων, η ίδια όμως δεν υπερψήφισε τον σχετικό νόμο στη Βουλή. Και το καλοκαίρι που μας πέρασε, η θερμή πρόμαχος των αναπτυσσόμενων χωρών τορπίλισε την πρόταση Μπάιντεν, Μακρόν και άλλων εκατό ηγετών απ’  όλον τον κόσμο να αρθεί η προστασία των εμπορικών δικαιωμάτων των εμβολίων κατά του κορωνοϊού ώστε καταστεί δυνατή η διάδοσή τους στις χώρες που δεν έχουν τους πόρους να τα αγοράσουν. Ασφαλώς, αυτό το δεύτερο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στη μεγάλη ισχύ του βιομηχανικού-εξαγωγικού λόμπυ στη Γερμανία. Δεν συνάδει όμως και με την προτεσταντική αντίληψη περί εργασίας και πλούτου, με εκείνη την παλαιοβιβλική επιταγή που αποδοκιμάζει κάθε τι το χαριστικό και το ανανταπόδοτο; «Ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν», διαβάζουμε στη Γένεση. 

Υπήρξε η Αγγέλα Μέρκελ επιτυχημένη καγκελάριος;  Πολλοί θα έλεγαν σήμερα «ναι». Συγκρινόμενη με τις περισσότερες χώρες της Δύσης, η Γερμανία στη θητεία της  μοιάζει να πέρασε αβρόχοις ποσί από τις μεγάλες αναταράξεις του καιρού μας. Τραμπ, Μπρέξιτ, πτωχεύσεις, κοινωνικές εξεγέρσεις, σαρωτικές ανατροπές του πολιτικού σκηνικού εδώ δεν υπήρξαν. Τα φαινόμενα όμως δεν φανερώνουν όλη την αλήθεια. Παρότι η Γερμανία δεν ένιωσε γερά στο πετσί της την οικονομική περιδίνηση, και εκεί γιγαντώθηκαν η εισοδηματική ανισότητα και η εργασιακή ανασφάλεια. Η Μέρκελ κατόρθωσε μεν να χειριστεί ώς ένα βαθμό τα επείγοντα, ουδέποτε όμως έλυσε κάποιο απ’ αυτά. Ευρώ και ενωσιακή ολοκλήρωση, σχέσεις Βορρά και Νότου, «παλαιάς» και «νέας» Ευρώπης, Ρωσσία, Τουρκία, μετανάστευση και τρομοκρατία, διατλαντικές σχέσεις, ευρωσινική συνεννόηση, πλανητική υπερθέρμανση και οικολογική κρίση: σ’ όλους τους τομείς, η κατάσταση σήμερα είναι χειρότερη απ’ αυτήν που παρέλαβε.

Αν ο διάδοχός της αποτύχει να κρατήσει υπό έλεγχο τις εστίες αυτές, η υστεροφημία της Μέρκελ, ακόμη και στην ίδια τη Γερμανία, αναδρομικά θα ρηγματωθεί. Ήδη ο χειρισμός της πανδημίας έχει πλήξει πολύ την εικόνα της ως αποτελεσματικής κυβερνήτριας. Από την άλλη, δεν αποκλείεται εντελώς και το ανάποδο ενδεχόμενο. Η παρόξυνση των προβλημάτων δηλαδή, η συνειδητοποίηση των αδιεξόδων, να γεννήσει μια διάθεση αναπολητική που να εξωραΐζει, να εξιδανικεύει την καγκελαρία της. Το πιθανότερο είναι οι δύο αυτές ροπές να συνυπάρξουν για ένα διάστημα, όσο ζει τέλος πάντων στη δημόσια μνήμη η εικόνα ενός πρώην. 

Έτσι κι αλλιώς, σπανίως το πολιτικό παρόν ανατρέχει στο παρελθόν αν δεν το έχει άμεσα ανάγκη – για να κομπάσει ή για να δικαιολογηθεί ή για να βρει δεκανίκια. Όμως και τούτη η ανάγκη συν τω χρόνω εκλείπει. Κι όταν έρθει η ώρα εκείνη, γνώμη για όλα αυτά θα έχουν πια μόνο οι χρονογράφοι και οι ιστορικοί.