Το εξιτήριο από το νοσοκομείο μετά από νοσηλεία για Covid-19 δεν αποτελεί εγγύηση ανάρρωσης για όλους τους ασθενείς. Οι επιβιώσαντες από τη μάχη με τον κορονοϊό έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα -σε σχέση με άλλες παθήσεις υψηλού κινδύνου- να χρειαστούν σύντομα νέα εισαγωγή στο νοσοκομείο ή και να πεθάνουν, σύμφωνα με μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη. Η έρευνα, πάντως, βασίζεται στην εμπειρία από το πρώτο επιδημικό κύμα της άνοιξης, όταν οι γιατροί είχαν στα χέρια τους λιγότερες θεραπευτικές επιλογές και μικρότερη εμπειρία αντιμετώπισης της νόσου.
Μέσα στο επόμενο δεκαήμερο από το εξιτήριο, περίπου ο ένας στους επτά ασθενείς Covid-19 (το 14%) χρειάστηκε να μπει ξανά στο νοσοκομείο ή πέθανε, έναντι ποσοστού περίπου 10% (ο ένας στους δέκα) μεταξύ άλλων ασθενών, σύμφωνα με τους ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Χέιλι Πρέσκοτ του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «Journal of American Medical Association» (JAMA).
Η μελέτη ανέλυσε στοιχεία για τους ασθενείς σε 132 νοσοκομεία βετεράνων στις ΗΠΑ στη διάρκεια του πρώτου επιδημικού κύματος Μαρτίου-Ιουνίου 2020, εκ των οποίων οι 2.179 είχαν διαγνωσθεί με Covid-19, οι 1.799 είχαν πνευμονία άσχετη με τον κορονοϊό, ενώ οι 3.505 είχαν εισαχθεί λόγω καρδιακής ανεπάρκειας (παθήσεις με υψηλά ποσοστά επανεισαγωγής στα νοσοκομεία). Από τους 2.179 ασθενείς Covid-19, σχεδόν το ένα τρίτο (31%) χρειάστηκε εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και το 13% μηχανική διασωλήνωση, ενώ το 81% επιβίωσαν.
Έως δύο μήνες μετά το εξιτήριο, ο ένας στους τέσσερις ασθενείς Covid-19 (το 20%) είχε εισαχθεί ξανά στο νοσοκομείο, ενώ σχεδόν ο ένας στους δέκα (9%) είχε πεθάνει, με το ποσοστό να είναι ελαφρώς μεγαλύτερο μεταξύ των ηλικιωμένων. Μετά τη νέα εισαγωγή τους, το 23% χρειάστηκε θεραπεία σε ΜΕΘ και το 7% μηχανική διασωλήνωση.
Το 27% των επιβιωσάντων από την πρώτη νοσηλεία τους για Covid-19 είχε εισαχθεί ξανά στο νοσοκομείο ή είχε πεθάνει μέσα στο επόμενο δίμηνο από το εξιτήριο. Αυτό το ποσοστό ήταν, πάντως, μικρότερο από εκείνο των ασθενών με άλλης αιτιολογίας πνευμονία ή με καρδιακή ανεπάρκεια, οι οποίοι χρειάστηκαν νέα νοσηλεία ή πέθαναν στο ίδιο διάστημα των 60 ημερών. Όμως, το ποσοστό επανεισαγωγής ή θανάτου σε διάστημα δέκα ημερών μετά το πρώτο εξιτήριο ήταν μεγαλύτερο στους ασθενείς Covid-19 σε σχέση με τις άλλες δύο ομάδες ασθενών.
«Η ανάρρωση μπορεί να εξελιχθεί σε ανώμαλο δρόμο», ανέφερε η δρ Πρέσκοτ, σύμφωνα με το Reuters. Όμως, επεσήμανε ότι μετά τον Ιούνιο πολλά έχουν αλλάξει, «καθώς έχουμε πια καλύτερες θεραπείες. Έτσι είναι πιθανό ότι θα βλέπουμε, πλέον, λιγότερες περιπτώσεις ασθενών να χειροτερεύουν και να έχουν ανάγκη νέας εισαγωγής στο νοσοκομείο».
Η όχι σπάνια μακρά Covid-19
Μία δεύτερη βρετανική μελέτη, με επικεφαλής τον καθηγητή Ανοσολογίας Ντάνι Άλτμαν του Κολλεργίου Imperial του Λονδίνου, σύμφωνα με τη «Γκάρντιαν», βρήκε ότι στη χώρα το ένα πέμπτο των ασθενών Covid-19 έχουν ακόμη συμπτώματα πέντε εβδομάδες μετά την αρχική λοίμωξη, με τους μισούς από αυτούς, δηλαδή τον έναν στους δέκα, συνολικά, ασθενείς με κορονοϊό, να συνεχίζουν να εμφανίζουν κάποια συμπτώματα μετά από τουλάχιστον τρεις μήνες. Πρόκειται για άλλη μία επιβεβαίωση ότι η λεγόμενη «μακρά Covid-19» δεν είναι τόσο σπάνια.
Η προηγούμενη εκτίμηση ήταν ότι το 14,5% των ασθενών στη Βρετανία είχαν συμπτώματα για τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες και το 2,2% για 12 εβδομάδες, αλλά τα νέα επίσημα στοιχεία από την εθνική στατιστική υπηρεσία δείχνουν ότι τα συνεχιζόμενα συμπτώματα είναι πιο συχνά από ό,τι είχε αρχικά θεωρηθεί. Με βάση τα στοιχεία από τυχαίο δείγμα νοικοκυριών στην Αγγλία, το 21% των σχεδόν 8.200 ασθενών Covid-19 που παρακολουθούνταν μετά την αρχική διάγνωσή τους είχαν συμπτώματα της νόσου μετά από πέντε εβδομάδες, ενώ το 9,9% ακόμη και μετά από 12 εβδομάδες.
Το 11,5% των συμμετεχόντων στη βρετανική έρευνα, πέντε εβδομάδες μετά την αρχική διάγνωση ανέφεραν κόπωση, το 11,4% βήχα, το 10,1% πονοκεφάλους, ενώ μικρότερα ποσοστά ανθρώπων ανέφεραν άλλα συμπτώματα (πυρετό, μυικούς πόνους, διάρροια, απώλεια γεύσης ή όσφρησης κ.ά.).
Για «ανησυχητικά ευρήματα» έκανε λόγο ο δρ Άλτμαν. Όπως σημείωσε, «αυτοί οι αριθμοί είναι κάπως πιο ανησυχητικοί από ό,τι πολλοί είχαν φοβηθεί. Αν κάποιος προεκτείνει στα παγκόσμια κρούσματα Covid-19, αυτό σημαίνει ότι εκεί έξω υπάρχουν πέντε έως δέκα εκατομμύρια άνθρωποι με μία μακρόχρονη κατάσταση, για την οποία ακόμη δεν έχουμε σαφή εξήγηση ούτε θεραπευτικό σχέδιο».
Ο ίδιος τόνισε πως δεν είναι ξεκάθαρο πόσο, τελικά, μπορεί να διαρκέσει η μακρά Covid-19. Υπάρχουν αναφορές ασθενών που ταλαιπωρούνται επί πολλούς μήνες και οι οποίοι είχαν μολυνθεί στην αρχή του πρώτου κύματος, συνεπώς τα συμπτώματά τους διαρκούν για περισσότερο από οκτώ μήνες.