Ο χώρος: Ένα παραλιακό καφέ. Ώρα αιχμής. Φωνές, κίνηση, χαλαρή ατμόσφαιρα. Μουσική όσο που ακούγεται.
Τα πρόσωπα: Δυο γυναίκες μέσης ηλικίας. Η Άλφα και η Βήτα. Περιποιημένες, με μια δόση εκζήτησης, προσεκτικά ντυμένες, φρεσκοχτενισμένες. Ξεχωρίζουν. Καπνίζουν αρειμανίως ηλεκτρονικά τσιγάρα σε όλη τη διάρκεια του διαλόγου.
Ο χρόνος: Καλοκαίρι. Πριν το μεσημέρι.
Άλφα: Είμαι σε κατάσταση σοκ! Δεν θυμάμαι ποτέ στο παρελθόν να πέρασα τόσο άσχημα. Αναρωτιέμαι αν εγώ είμαι τρελή ή απλά οι άλλοι τρελάθηκαν. (ρίχνει μια φευγαλέα ματιά γύρο της)
Βήτα: Έχεις δίκιο. Όπως και να το δούμε, έχεις δίκιο. Τελεία και παύλα.
Α: Και που έχω, βγαίνει κάτι ; Ρωτάω. Βγαίνει;
Β: Άσε με να σκεφτώ. (σκέφτεται ξεφυσώντας ένα σύννεφο καπνού) Όχι!
Α: Άρα; Πού καταλήγουμε;
Β: Στα ίδια και τα ίδια. Αχ, βαρέθηκα. Θα κάνω χαρακίρι!
A: Παιδί μου, η κατάσταση έχει ξεφύγει. Είναι εκτός ελέγχου. Θα παραφρονήσω!
Β: Γιατί δεν αλλάζουμε θέμα; Σε παρακαλώ. Έλα να χαρούμε τη λιακάδα κι ότι είναι να γίνει, θα γίνει. Εδώ θα κολλήσουμε; (πίνει καφέ) Άλλαξες μάρκα; (δείχνει το ηλεκτρονικό τσιγάρο της Άλφα)
Α: Πώς σου ήρθε; Καπνίζω πάντα το ίδιο χαρμάνι: καφές, με σοκολάτα, ίχνη γκοφρέτας και καραμέλα. Κόμμα αλλάζεις, τσιγάρο ποτέ!
Β: Εγώ, πρέπει ν’ αλλάξω. Κόλλησα στα εσπεριδοειδή και στην τάρτα λεμόνι και, τελευταία, ξινίζομαι.
Α: Γιατί δε δοκιμάζεις κάτι πιο ρουστίκ; Παξιμάδια με ξύλο κανέλας και μια εσάνς πλατανόφυλλων. Σου πάει και σαν χαρακτήρα…
Β: Ρουστίκ εγώ;
Α: Που λέει ο λόγος, βρε καλή μου! Υπάρχει και το Mad Juice με κοκτέιλ βότκας, κηρήθρα και περγαμόντο αλλά είναι για τις πολύ μικρές. Δεν είναι για την ηλικία μας. Εμείς είμαστε ...(τη διακόπτει)
Β: Βεβαίως και είμαστε.
Α: Γι αυτό σου λέω. Η γυναίκα από το άρωμα και το πεντικιούρ ξεχωρίζει. Τα πάντα πάνω μας πρέπει να μας εκφράζουν, να βγάζουν τη θετική μας ενέργεια.
Β: Τι παίζει φέτος στα πόδια; Βαρέθηκα την τερακότα, θέλω κάτι πιο funky να ευθυμήσω.
Α: Φέτος είμαστε τυχερές! Η παλέτα έχει από baby blue, μέχρι έντονο τυρκουάζ και cherry.
B: Αυτά είναι λίγο τραβηγμένα. Δεν μας πάνε.
Α: Πάρε το βιολετί, το λιλά, το banana yellow. Όλα είναι στη λίστα της VOGUE. Είσαι en suite, ότι και να επιλέξεις.
Β: Προηγείται όμως μια καλή απολέπιση.
Α: Και μια γυάλινη λίμα για να μη τραυματίσουμε τα νυχάκια μας!
Β: Και μετά μια καλή ενυδάτωση. Η δικιά μου, τελευταία, μου κάνει νερά. Όλο δεν προλαβαίνει και με έχει στο περίμενε.
Α: Και το ανέχεσαι; Είναι εποχές για μισές δουλειές με τα λεφτά μας; Σε παρακαλώ!
Β: Είσαι ευχαριστημένη από τη δικιά σου;
Α: Είμαι διαρκώς σε alert. Την τελευταία φορά, μετά το λιμάρισμα, ξέχασε να μου περάσει buffer για την κυκλοφορία του αίματος και ανέβασα δέκατα.
Β: Ευτυχώς πρόλαβες!
Α: Είπα να τη στείλω στο χωριό της, αλλά μετά τη λυπήθηκα. Τι να σου κάνουν κι αυτές οι δόλιες. Για το μεροκάματο δουλεύουν.
B: Δεν θα’ πρεπε η Κυβέρνηση, η κάθε Κυβέρνηση, να μεριμνήσει ώστε οι νυχούδες να έχουν κάποιο κατάλυμα, ένα ράντσο στο πίσω μέρος του καταστήματος, κάτι τέλος πάντων για να ξεκουράζονται τα μεσημέρια; Αν το πάνε σερί κορδόνι, άνθρωποι είναι, θα σου μπήξουν τη λίμα κατά λάθος κι άντε μετά να φορέσεις ξόφτερνο!
Α: Είναι πολλά που πρέπει να διορθωθούν στον εργασιακό χώρο κι ως ένα βαθμό φταίμε κι εμείς. Έχουμε πολλές απαιτήσεις κι η αγορά δεν προλαβαίνει. Εγώ, είχα ρίξει την ιδέα να δουλεύουν par time οι αποτυχόντες στα ΑΕΙ αλλά το τι άκουσα δεν λέγεται. Τα θυμάσαι; Μόνο που δεν με λυντσάρισαν οι μάνες. Έπειτα σκέφτηκα τις αλλοδαπές που θαλασσοπνίγονται με τις βάρκες. Μια ευκαιρία να ανακαλύψουν τα μυστικά του Well being και να βάλουν μια τρέσα της προκοπής στο κεφάλι τους. Κι εκεί, αντιδράσεις. Ρατσίστρια, φασίστρια, και τα υπόλοιπα γραφικά. Ύστερα, οι κυρίες στις τουαλέτες των αεροδρομίων. Ας προνοήσουν να φοράνε κάτι πιο σικ. Τόσος ξένος κόσμος μπαινοβγαίνει στα ενδότερα. Η πρώτη εικόνα της Ελλάδος πρέπει να είναι comme il faut. Εγώ το είπα. Εγώ το άκουσα. Ώσπου, παραιτήθηκα. Εγώ δεν θα αλλάξω τον κόσμο . Να πάνε από κει που’ ρθαν. Άντε μην τα πάρω…
Β: Είναι πάρα πολλά αυτά που κουβαλάμε. Κι εγώ όταν τα σκέφτομαι χάνω τον ύπνο μου. Να θες να βοηθήσεις και να μη σ’ ακούνε. Τέλος πάντων, πότε φεύγετε;
Α: Για πού;
Β: Δεν θα πάτε διακοπές;
Α: Πας καλά; Πρώτον δεν συνταξιδεύω με το πόπολο, δεύτερον, οι γιοί μου φεύγουν Βοστώνη για Summer Camp και τρίτον, με τη βενζίνη στα δυο και πενήντα πού να ξεμυτίσω; Όχι, θα κάτσω σπίτι. Κήπο έχω, πισίνα έχω, Φιλιππινέζα έχω, ένα καλοκαίρι είναι, θα περάσει!
Β: Τώρα γίνεσαι υπερβολική. Θα μας ακούσουν και θα μας κράξουν και δεν θα έχουν άδικο. Η κατάσταση είναι οριακή αλλά εμείς δεν φυλάμε και σύνορα. Σκέψου τι τραβάνε οι ένστολοι, τα παιδιά που περιπολούν μέρα νύχτα, οι άκατοι, οι τορπιλάκατοι, οι πυραυλάκατοι, τα πλοία με μεγαλύτερο εκτόπισμα και μικρότερη ταχύτητα, άλλα εξοπλισμένα με πυροβόλα ταχυβολίας και άλλα με τορπίλες; Ε; Θα σου άρεζε να ξυπνήσεις ένα πρωί και να λιάζονται στην πισίνα σου τα μεμέτια ;
Α: Δεν με ενδιαφέρει! Δεν είναι δική μου δουλειά. Εγώ βλέπω τις τιμές και σκιάζομαι. Το κριθαράκι έφτασε το ένα και σαράντα οκτώ. Το ρεβίθι πέντε και πενήντα, το μαυρομάτικο δυο και τριάντα οκτώ τα 120 γραμμάρια, άσε τα φρούτα, τα τυριά και το λάδι. Φωτιά! Είναι κατάσταση αυτή; Πώς θα βγούμε; Θα αναγκαστώ να περικόψω από το προσωπικό, γιατί, εγώ, δεν θα στερηθώ ούτε το κριθαρότο με γαρίδες, ούτε τα φαλάφελ, ούτε το κατσικάκι με τη Ροδίτικη φασολάδα μου. Όλα κι όλα!
Β: (ξεφυσάει με δύναμη) Άκουσε με λίγο. Και λίγη σεμνότητα δεν βλάπτει . Από τη στιγμή που έχουμε τα απαραίτητα και δεν στερούμαστε, να λέμε και Δόξα Σοι.
Α: Νομίζεις δεν το λέω; Να, (κάνει το σταυρό της) από την ώρα που θα ξυπνήσω μέχρι την ώρα που θα κλείσω την τηλεόραση, μέσα ή έξω από το νερό, ντυμένη ή γδυτή, ξανθιά ή καστανή, κάθε ώρα και στιγμή θυμάμαι τους στερημένους και λέω: Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ που με κρατάς υγιή, συμπονετική και προσγειωμένη.
Β : Τώρα, ζωγράφισες! Γι αυτό σε θαυμάζω.