Ενας δακτυλοσκοπικός έλεγχος αποδείχθηκε αρκετός για να επιβεβαιωθούν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο οι φόβοι για την τύχη της Δημήτρη της Λέσβου, (Δημήτρη Καλογιάννη), που είχε εξαφανιστεί από τις 6 του περασμένου Απριλίου.
Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα από τα εγκληματολογικά εργαστήρια η σορός, που είχε ενταφιαστεί στο Παλαιό Φάληρο ως «αγνώστων στοιχείων», ύστερα από τροχαίο δυστύχημα με εγκατάλειψη στις 9 Απριλίου, ανήκει στην αγνοούμενη 64χρονη.
Οι συγγενείς ενημερώθηκαν τηλεφωνικά το βράδυ της Δευτέρας από τους αστυνομικούς του Τμήματος Καλλονής Λέσβου.
Λίγο πριν από την εξαφάνιση, είχε νοσηλευθεί στο Δρομοκαΐτειο, από όπου και εξαφανίστηκε. Σχεδόν από την πρώτη στιγμή μέλη της οικογένειας εξέφραζαν την πεποίθηση ότι εκείνη ήταν που παρασύρθηκε από όχημα στο Δέλτα του Φαλήρου, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα.
Το ιστορικό
Η εξαφάνιση της Δημήτρη έγινε γνωστή με το Silver Alert που εκδόθηκε στις 27 Μαΐου, ενώ είχε εξαφανιστεί στις 6 Απριλίου.
Είχε χρόνια κακοποιηθεί λόγω της ταυτότητας φύλου της, ενώ χαρακτηριστικό είναι ότι μεταφέρθηκε στο Δρομοκαΐτειο από τους οικείους της, λίγους μήνες μετά την βάναυση επίθεση που δέχτηκε μέσα στο σπίτι της στη Συκαμιά από εφήβους. Τότε, μια ομάδα νέων, παιδιών αγοριών και κοριτσιών ακόμα και 12 ετών, είχαν εισβάλει κάποιες φορές στο σπίτι της (που έμενε μόνη της) και επιδίδονταν σε απρέπειες, τις οποίες κατέγραφαν με τα κινητά τους τηλέφωνα και μετέδιδαν στο διαδίκτυο. Οι σκηνές ήταν σοκαριστικές βλέποντας ένα ευάλωτο άτομο να δέχεται επίθεση από παιδιά.
Μη αντέχοντας ωστόσο τον εγκλεισμό (είχε συμβεί ξανά στο παρελθόν από τους γονείς της), έφυγε από το Δρομοκαΐτειο στις 6 Απριλίου. Η τραγική της κατάληψη, όπως αποδείχθηκε πάνω από δύο μήνες μετά, ήρθε στις 9 Απριλίου, όταν ένα αυτοκίνητο την χτύπησε στο Δέλτα του Φαλήρου και της εγκατέλειψε. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι την άφησε αιμόφυρτη στην άσφαλτο. Η σορός μεταφέρθηκε στο Τζάνειο νοσοκομείο, από εκεί στον ιατροδικαστή μέχρι εν τέλει να ταφεί ως «αγνώστων στοιχείων».
Η ζωή της
Στο περιθώριο ο θάνατός της, όπως περίπου και πολλά χρόνια από τη ζωή της. Από τα 14 δήλωνε κορίτσι. Ηταν τότε που το είπε στους γονείς της και εκείνοι την έκλεισαν σε ίδρυμα. Στα 20 είχε βρεθεί ξανά στην Αθήνα όπου βρέθηκε να κοιμάται στα παγκάκια.
Στη Συκαμιά επέστρεψε πέντε χρόνια αργότερα όπου έμεινε για να φροντίζει την άρρωστη μητέρα της, Όταν εκείνη πέθανε, άρχισε να φορά γυναικεία παντελόνια και μπλούζες και μόλις το 2014 έβαλε για πρώτη φορά φόρεμα δημοσίως. Ομως το όνομά που της έδωσαν οι γονείς της δεν το άλλαξε ποτέ. Ίσως επειδή δεν είχε ολοκληρώσει τον επαναπροσδιορισμό φύλου, ίσως γιατί αυτή ήταν πραγματικά η επιθυμία της.
Σε διάφορες συνεντεύξεις που είχε δώσει είχε ρωτηθεί: «Νιώθεις άντρας ή γυναίκα;». «Γυναίκα» ήταν η απάντηση, «και το όνομά μου είναι Δημήτρης». Γι′ αυτό και εμείς, σεβόμενοι το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, την αναφέρουμε ως «η Δημήτρης». «Τι να πω; Δήμητρα; Δεν αλλάζει τίποτα. Το ρόδο, όπως και να το πεις, είναι ρόδο», είχε πει στην ταινία-ντοκιμαντέρ της φωτογράφου και κινηματογραφίστριας Τζέλης Χατζηδημητρίου «Mr. Dimitris and Mrs. Dimitroula» που είχε κάνει αφιέρωμα για τη ζωή της.
Οταν εκατοντάδες βάρκες έβγαιναν το 2015 στις ακτές της Σκάλας Συκαμιάς, μέσα σε εκείνο το χαμό, το θέαμα της Δημήτρη να τριγυρίζει θλιμμένη με το αγαπημένο της ροζ φόρεμα, έκανε αρκετό ξένο κόσμο που είχε φτάσει στο νησί για να βοηθήσει τους πρόσφυγες, να ενδιαφερθεί και για την ιστορία της.
Αυτό το καλόκαρδο πλάσμα, που δεν είχε να πει άσχημη κουβέντα ούτε για τους ανθρώπους που την κακοποίησαν, της αρκούσε να παραγγέλνει τα αγαπημένα της ρούχα και κοσμήματα και να κάνει βόλτες στο χωριό της ελεύθερη. Αντ′ αυτού, αφέθηκε αιμόφυρτη στο δρόμο, χτυπημένη και κακοποιημένη, για τελευταία φορά στη ζωή της.