Ο καταξιωμένος βιρτουόζος της κλασικής κιθάρας αλλά επίσης και εξαιρετικά έμπειρος ενορχηστρωτής και μαέστρος Απόλλων Κουσκουμβεκάκης άρχισε να ασχολείται με την σύνθεση τραγουδιών με ομολογουμένως αρκετή καθυστέρηση αλλά από την στιγμή που ξεκίνησε αποδείχθηκε ιδιαίτερα παραγωγικός και δραστήριος έχοντας κυκλοφορήσει σε μιαν εποχή άκρως δύσκολη για την δισκογραφία τέσσερα CD (συν άλλο ένα με ορχηστρικές συνθέσεις) εντός μιας πενταετίας. Εξαρχής έγιναν φανερά δύο στοιχεία για το έργο του ως τραγουδοποιού. Το πρώτο είναι ότι αξιοποιεί τις επιρροές του με πολύ διαφορετικό τρόπο από την μεγαλύτερη πλειοψηφία των ομότεχνων του.
Για όποιον/α τον έχει παρακολουθήσει από την αρχή – πολύ περισσότερο αν τον γνωρίζει έστω και λίγο προσωπικά – είναι προφανές ότι το μουσικό σύμπαν του Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη στηρίζεται πολύ στέρεα σε τρεις ισχυρούς πυλώνες, καταρχήν φυσικά την κλασική παιδεία του, στη συνέχεια την ιδιοσυγκρασιακή – ανεξάρτητα από το ότι μετά από τόσες δεκαετίες εξοικείωσης με το έργο του δεν μας φαίνεται πια τέτοια – μελωδικότητα του Μάνου Χατζιδάκι και τέλος την αληθινή και βαθιά αγάπη του για τους Έλληνες «ελαφρούς» συνθέτες, από τον «προπάτορα» όλων Αττίκ μέχρι την τριάδα των Γιαννίδη, Σουγιούλ και Χαιρόπουλου της χρυσής περιόδου του ιδιώματος στην δεκαετία του ’50 που η, ήδη όταν γράφτηκαν, νοσταλγική και, σε μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία, μελαγχολική διάθεση των τραγουδιών τους ταιριάζουν αρκετά και με την ψυχοσύνθεση του. Ο πρώτος από αυτούς τους πυλώνες φαίνεται στην ενορχηστρωτική μέθοδο του που βασίζεται στην Athens Chamber Orchestra (Αθηναϊκή Ορχήστρα Δωματίου) την οποία έχει ιδρύσει και διευθύνει ο ίδιος και, παρά την σταθερή σύνθεση της, δεν λειτουργεί μόνιμα αλλά την επανασυγκροτεί όταν το καλούν οι ανάγκες μιας ηχογράφησης ή ζωντανής εμφάνισης του. Ο Χατζιδάκις φαίνεται βέβαια στην ίδια την γραφή του ενώ ο τρίτος πυλώνας είναι ορατός στο περιεχόμενο αλλά και το ύφος των στίχων που επιλέγει να μελοποιήσει και την διάθεση και την συνολική ατμόσφαιρα, μερικές φορές και αβίαστα, αυθεντικά και για αυτό πολύ σαγηνευτικά «ρετρό». των τραγουδιών – και των σαφώς λιγότερων αλλά όχι ανύπαρκτων οργανικών - του.
Διαμέσου αυτών των τριών πυλώνων λοιπόν προσεγγίζει οποιαδήποτε άλλη επιρροή του αλλά και, πολύ σημαντικότερο, τις διασκευές τις οποίες επιχειρεί, δραστηριότητα στην οποία ειδικεύεται έχοντας ήδη κάνει μια πληθώρα τέτοιων και μάλιστα από ουκ ολίγα διαφορετικά, κάποτε και αντιφατικά μεταξύ τους, ιδιώματα. Οποιοδήποτε τραγούδι δηλαδή αποφασίσει να διασκευάσει δεν είναι καθόλου απαραίτητο ότι θα επικεντρωθεί στην μελωδία του όπως κατά κανόνα κάνουν άλλοι. Φυσικά το κάνει και αυτό αλλά πολλές φορές θα απομονώσει μια «λεπτομέρεια», ρυθμική, ενορχηστρωτική ή ακόμα και ερμηνευτική και θα δομήσει την διασκευή του πάνω και γύρω από αυτήν, παραμένοντας μεν απόλυτα πιστός στο περιεχόμενο και την ουσία αλλά όχι και στην φόρμα του πρωτότυπου, προσέγγιση η οποία μερικές φορές τον έχει οδηγήσει πολύ μακριά από το αυθεντικό και επί της ουσίας σε ανά-δημιουργία παρά μια τυπική μετεγγραφή/διασκευή.
Το δεύτερο καθοριστικό στοιχείο του δημιουργού Α.Κουσκουμβεκάκη είναι ότι (πατέρας δύο κορών) ο κόσμος του είναι εντελώς...γυναικείος. Από το ότι τους στίχους των τραγουδιών του γράφουν δύο – όχι επαγγελματίες - γυναίκες στιχουργοί, κατά κύριο λόγο η πιανίστρια Μαρία Σπυράτου που είναι και μόνιμη συνεργάτιδα του σε όλες τις συναυλιακές και δισκογραφικές δραστηριότητες του και συμπληρωματικά η καλή φίλη του Αναστασία Μητσοπούλου μέχρι το ότι όλα τα τραγούδια του (και παρότι ως ενορχηστρωτής έχει συνεργαστεί με πολλούς εξαίρετους ερμηνευτές και όχι μόνον ερμηνεύτριες, για παράδειγμα τον Μπάμπη Τσέρτο) τα έχουν ερμηνεύσει γυναικείες φωνές και το ότι ακόμα και τα περισσότερα μέλη της Athens Chamber Orchestra – προεξαρχούσης της φλαουτίστριας Ροδούλας Χατζή, επίσης μόνιμης συνεργάτιδας του – είναι γυναίκες είναι περισσότερο και από προφανές ότι η ευαισθησία η οποία χαρακτηρίζει την μουσική του είναι απολύτως «θηλυκή», όπως πιθανότατα και συνολικά η θεώρηση του της μουσικής αλλά και της ζωής και για αυτό είναι εύλογο ότι επικοινωνεί πολύ καλύτερα με γυναίκες και προτιμά να συνεργάζεται μαζί τους.
Οσον αφορά ειδικότερα στις ερμηνεύτριες αν και έχει συνεργαστεί με αρκετές, πρωτοεμφανιζόμενες αλλά και καταξιωμένες, προοδευτικά κατέληξε να εμπιστεύεται τα τραγούδια του σε δύο οι οποίες, όπως είναι λογικό, είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Η πρώτη είναι η τακτικότατη συνεργάτιδα του εδώ και πάρα πολλά χρόνια Ειρήνη Τουμπάκη, μια θαυμάσια αυθεντική λαϊκή φωνή με δυνατότητες όμως που εκτείνονται και πέραν του ιδιώματος της. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει προστεθεί και η νεότατη Άννα Ματσούκα η οποία, για να το θέσω επιγραμματικά, απλά δεν είναι λαϊκή ερμηνεύτρια.
Το πόσο ο Α. Κουσκουμνεκάκης εμπνέεται αλλά και βρίσκεται σε πολύ περισσότερη και στενότερη επαφή με την «θηλυκή πλευρά» των πραγμάτων διακρίνεται και από το αν παρατηρήσεις την μέχρι τώρα δισκογραφία του. Το ντεμπούτο του, το «Ο Νοέμβρης Των Ματιών Της» του ‘14, ήταν πριν και πάνω από όλα ένα αποφασιστικό δείγμα της συνθετικής και ενορχηστρωτικής γραφής του, αν και δεν μπορείς να μην προσέξεις την έκδηλη γυναικεία αναφορά στον τίτλο του. Στον δεύτερο δίσκο του όμως, το «Μ’ Ενα Νεύμα Του Φιλιού» του ’16, λειτούργησε πολύ περισσότερο ως τραγουδοποιός, θέτοντας δηλαδή την μουσική του στη υπηρεσία της ανάδειξης του λόγου των δύο στιχουργών του με την συμμετοχή δύο ερμηνευτριών και σε ένα και μοναδικό τραγούδι του προαναφερθέντα Μπάμπη Τσέρτου. Ο τρίτος όμως, το «Αλατοπίπερο» του ’17, ήταν αποκλειστικά ο δίσκος της Ειρήνης Τουμπάκη με τραγούδια γραμμένα ειδικά για εκείνη που ήταν βέβαια η μόνη ερμηνεύτρια. Οπως ήταν φυσικό και επόμενο λοιπόν πριν λίγες ημέρες ήρθε η σειρά και της Άννας Ματσούκα με το «Θα ’Θελα» που κυκλοφορεί από την ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία Καθρέφτης.
Το «Θα ’Θελα» περιλαμβάνει έντεκα τραγούδια, τρεις διασκευές, τρία νέα του Α. Κουσκουμβεκάκη και πέντε τα οποία υπήρχαν στους προηγούμενους δίσκους του σε νέες και διαφορετικές προφανώς εκτελέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον από μουσικής πλευράς παρουσιάζουν οι διασκευές, τόσον ως επιλογές όσο και για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν. Στο «Μοιάζεις Και Συ Σαν Θάλασσα» του Μανώλη Χιώτη η λαϊκή μελωδική γραμμή έχει σχεδόν εξαφανιστεί καθώς απουσιάζει το μπουζούκι του - μέγιστου δεξιοτέχνη σε αυτό - συνθέτη του και έχει διαμοιραστεί στα όργανα της Athens Chamber Orchestra ενώ αντίστοιχα τονίζεται, αν δεν κυριαρχεί, η latin ρυθμολογία του (κάτι που, κατά την γνώμη μου, θα έκανε και ο ίδιος ο Χιώτης αν τα δεδομένα της εποχής του για έναν λαϊκό μουσικό όπως εκείνος του το επέτρεπαν). Στο «Πέρσι Τέτοιο Καιρό» του Κώστα Γιαννίδη σε στίχους Κώστα Μάνεση τα έγχορδα αναλαμβάνουν τον πρώτο ρόλο αναδεικνύοντας έτσι ακόμα περισσότερο την «ευρωπαϊκή» φύση και εντέλει προέλευση του. Ακόμα πιο εντυπωσιακή όμως είναι η προσέγγιση στο θαυμάσιο λαϊκό του Απόστολου Καλδάρα «Συ Μου Χάραξες Πορεία» το οποίο κυριολεκτικά μεταμορφώνεται σε κάτι ολότελα διαφορετικό με έναν ανατρεπτικό – και ξεσηκωτικό ! – latin και πάλι ρυθμό και ενορχήστρωση που βασίζεται στο πιάνο, το ξυλόφωνο και το ακορντεόν.
Από Έλληνες μεν γονείς η Άννα Ματσούκα αλλά γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στην Αμερική, γεγονός που αυτόματα καθιστά όχι μόνο τα ακούσματα και την σχέση της με την μουσική αλλά και την συνολική κουλτούρα της αρκετά διαφορετικά από μιας γηγενούς Ελληνίδας. Βιοπορίζεται ως νηπιαγωγός καθώς, παρά τις επίσης και μουσικές σπουδές της οι οποίες περιλάμβαναν ως και λυρικό τραγούδι, δεν είναι ακόμα επαγγελματίας ερμηνεύτρια. Για να ακριβολογούμε η μέχρι τώρα διαδρομή της στο τραγούδι συνδέεται αποκλειστικά με τον Α. Κουσκουμβεκάκη, Ξεκίνησε συμμετέχοντας στις συναυλίες του, κάτι που του έδωσε την δυνατότητα να διασκευάσει και κάποια τραγούδια με μη ελληνικό στίχο τα οποία φυσικά ερμήνευσε εκείνη, με την συμμετοχή της συνεχώς να αυξάνεται και ακολούθησαν ουκ ολίγες εμφανίσεις τους ως δίδυμο μέχρι να φτάσουμε στο «Θα ’Θελα». Φωνή «φρέσκια» και όχι μόνο λόγω ηλικίας, με πολύ καλό ηχόχρωμα, μεγάλη έκταση, μια – έμφυτη και υποσυνείδητη μάλλον - «εσάνς» από jazz και την δυνατότητα – και ικανότητα – να προσαρμόζεται και να κινείται με υποδειγματική άνεση και δίχως καθόλου προσπάθεια σε ένα ασυνήθιστα μεγάλο εύρος ρεπερτορίου.
Ο/η καλός/ή ερμηνευτής/ια, εκτός φυσικά από τον ταλέντο του, δεν παραμελεί καμία παράμετρο ενός τραγουδιού ανάλογα όμως με το σε ποιαν από αυτές εστιάζει διακρίνουμε μερικές κατηγορίες. Υπάρχουν αυτοί/ές που πρωταρχικό μέλημα τους είναι να υπηρετήσουν σωστά την μουσική του συνθέτη, η προαναφερθείσα Ειρήνη Τουμπάκη είναι ένα καλό παράδειγμα. Άλλοι/ες αναδεικνύουν το βαθύτερο περιεχόμενο, το νόημα αλλά και τα συναισθήματα των στίχων. Άλλοι/ες τέλος πηγαίνουν ένα βήμα περισσότερο, φτάνουν να ταυτιστούν με την περσόνα του/της «αφηγητή»/ιας» κάθε τραγουδιού, περισσότερο το ερμηνεύουν ως έναν «ρόλο» παρά το αποδίδουν απλά. Τέτοια περίπτωση και μάλιστα με γνώση, ακρίβεια και υψηλή αισθητική είναι και η Άννα Ματσούκα, σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν σου προκαλεί έκπληξη όταν μαθαίνεις ότι, ανάμεσα στα άλλα, έχει επίσης σπουδάσει και υποκριτική.
Η νεαρή ερμηνεύτρια λέει ότι το «Θα ’Θελα» είναι το πρώτο τραγούδι του Α. Κουσκουμεκάκη που ερμήνευσε ζωντανά, πριν καν μάλιστα τον γνωρίσει ενώ ένας ακόμα λόγος ο οποίος την δένει συναισθηματικά μαζί του είναι το ότι είναι και το μοναδικό μάλλον του δημιουργού που έχει γράψει ο ίδιος τους στίχους και για όλα αυτά επέλεξε τον τίτλο του ως γενικό του δίσκου. Δηλώνει ότι ούτε στις διασκευές ούτε στις νέες εκτελέσεις τραγουδιών του Α. Κουσκουμβεκάκη την απασχόλησε ποτέ, πόσο μάλλον δεν μπήκε στην διαδικασία της έστω και στο ελάχιστο σύγκρισης με την ερμηνεία των πρωτοτύπων καθώς «για καλό ή για κακό πάντα προσεγγίζω οποιοδήποτε τραγούδι με έναν απολύτως δικό μου, προσωπικό τρόπο, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι θα απομακρυνθεί πολύ από την αυθεντική εκτέλεση του» και παραδέχεται ότι, καθώς δεν προέρχεται από αυτό, το ελληνικό λαϊκό μα και λόγια τραγούδι είναι κάτι πρωτόγνωρο για εκείνη, γεγονός που κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρον το να ερμηνεύει τέτοια. Επέλεξαν από κοινού με τον συνθέτη τα τραγούδια του δίσκου όταν διαπίστωσαν ότι οι αρχικά μεμονωμένες ηχογραφήσεις τους άρχισαν να διαμορφώνουν ένα ολοκληρωμένο album. Από τις διασκευές του δίσκου πιο κοντινή της αισθάνεται αυτή του «Πέρσι Τέτοιο Καιρό» και αντίστοιχα από τα τραγούδια του δημιουργού το ομότιτλο του «Ο Νοέμβρης Των Ματιών Της».
Σεμνή, «μετρημένη» και συγκροτημένη η Άννα Ματσούκα είναι ευγνώμων στον Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη γιατί «τα οφείλω όλα σε εκείνον, χωρίς τον Απόλλωνα δεν θα είχα κάνει τίποτα» και για αυτό ακριβώς, χωρίς βέβαια να αποκλείει καθόλου συνεργασίες της με άλλους δημιουργούς, πιστεύει ότι έχουν να κάνουν αρκετές ακόμα δισκογραφικές εργασίες μαζί. Θα προσέθετα μόνον ότι όχι απλά μπορεί αλλά και υπό μιαν έννοια πρέπει να συμβεί αυτό καθώς είναι μια από εκείνες τις ευτυχείς συμπράξεις συνθέτη και ερμηνεύτριας που όχι μόνον έχουν άψογη χημεία αλλά και αλληλοωθούνται ώστε αμφότεροι να προχωρούν και να διευρύνουν τα όρια των αντίστοιχων μουσικών οριζόντων τους.