Στα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα, τόσο αυτά εντός των κρατών-μελών της ΕΕ, στο ευρωπαϊκό και στα εθνικά κοινοβούλια, κινήματα και κόμματα με λόγο αιχμηρά λαϊκιστικό έως εξτρεμιστικό, με ακροδεξιά ρητορική και κατεύθυνση, καταφέρνουν να επιλέγονται από μέρος των Κοινωνιών μας.
Ο πόλεμος που προκάλεσε ο ρωσικός επεκτατικός αναθεωρητισμός, με την στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, έως την αύξηση των πολιτικών παραδοξοτήτων που εκπέμπονται, αποτελούν γόνιμο έδαφος για την ισχυροποίηση πολιτικών κινημάτων και δυνάμεων με ριζοσπαστική πολιτική και αντίληψη.
Πλησιάζοντας τα ογδοντάχρονα από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα του εθνικοσοσιαλισμού, της ιδεολογίας που αιματοκύλισε την Ευρώπη, τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών κατευθύνονται σε πολιτικούς χώρους ακροδεξιού προσανατολισμού. Ένα φαινόμενο που ενισχύεται περισσότερο σε χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και χώρες πρότυπα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, όπως οι Σκανδιναβικές.
Διαφορετικοί παράγοντες οδηγούν στην ενίσχυση αυτών των κομμάτων, παράγοντες που έχουν να κάνουν με τοπικά, εθνικά ή παγκόσμια φαινόμενα, τις μεταβαλλόμενες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σε κάθε χώρα, έως και την αύξηση των προσφυγικών, μεταναστευτικών ροών.
Κόμματα ακροδεξιών, εθνικιστικών έως και υπερσυντηρητικών, θρησκευτικών καταβολών, εκμεταλλεύονται το σύγχρονο κοινωνικό περίγραμμα για να διαμορφώσουν συνθήκες που οδηγούν στην δημοσκοπική ή στην εκλογική τους άνοδο. Αν και δεν εμφανίζουν μια ενοποιημένη ατζέντα, ένας υπερεθνικιστικός άξονας διαμορφώνεται από τις χώρες της Σκανδιναβικής χερσονήσου, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έως και τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες.
Η άνοδος των ποσοστών αυτών των ακροδεξιών, αντιευρωπαϊκών, δημαγωγικών και φοβικών κομμάτων την τελευταία τριακονταετία, τα έχει οδηγήσει από το να καταλαμβάνουν θέσεις εξουσίας σε τοπικές/περιφερειακές αρχές, έως την ανάληψη κυβερνητικών καθηκόντων και την άσκηση αντιπολίτευσης. Από την κυβερνητική διαδρομή Όρμπαν στην Ουγγαρία, το πολωνικό παράδειγμα, έως την εκρηκτική άνοδο των «Αληθινών Φινλανδών», αποσταθεροποιούν τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές και αξίες, διαχέουν έναν λόγο με έντονα αρνητικά, περιθωριακά στοιχεία στην επιχειρηματολογία τους, προσπαθώντας να υπονομεύσουν την πολιτική, οικονομική και κοινωνική διαδρομή των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών.
Προσπαθούν να εκφράσουν λογικές μισαλλοδοξίας και διαίρεσης σε κάθε εθνική επικράτεια, με την αντιμεταναστευτική τους ρητορική από την Στοκχόλμη έως το Παρίσι, στοχεύοντας στα αγροτικά και εργατικά στρώματα, όχι για να προτείνουν λύσεις, αλλά για να παράγουν ένα μίγμα εθνικιστικών προσεγγίσεων, συνδέοντας της με την επιστροφή σε παρωχημένα πρότυπα εθνικού προστατευτισμού, οικονομικής περιχαράκωσης πίσω από κλειστά σύνορα.
Η παρουσία των ακροδεξιών κινημάτων σήμερα στην Ευρώπη, επιδιώκει την καταγραφή τους, τέμνοντας τόσο τα πολιτικά συστήματα σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, όσο και την οικονομική και κοινωνική διαστρωμάτωση, στοχεύοντας πληθυσμιακές ομάδες με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, σε εργατικά και αγροτικά κέντρα, που είχαν πάντα πρόσβαση η κεντροαριστερά ή αριστερόστροφες δυνάμεις.
Σε ανάλυση της, η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο [22-23.4.2023] για το φαινόμενο της ανόδου των ακροδεξιών σχημάτων, αναφέρεται στην Ισπανία και το ιδρυθέν το 2013 ακροδεξιό VOX, το οποίο στις πρόσφατες εκλογές στις Περιφέρειες της Ανδαλουσίας και της Καστίγια-Λεόν, μπόρεσε να συγκεντρώσει σχεδόν τον ίδιο αριθμό ψήφων σε κοινωνικές ομάδες με χαμηλά-μεσαία-υψηλά εισοδήματα, ενώ στην Πορτογαλία, το ακροδεξιό Chega, μπόρεσε μέσα στην τετραετία 2019-2023, να γίνει η 3η μεγαλύτερη δύναμη.
Από το Γαλλικό Εθνικό Μέτωπο του Ζαν Μαρί Λεπέν, έως την μετεξέλιξη του υπό την ηγεσία της κόρης του, την άνοδο των Αληθινών Φινλανδών, των Σουηδών Δημοκρατών, από την περιθωριακά, πολιτική νεοναζιστική Χ.Α και την είσοδο της στο Εθνικό και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα εθνικιστικά, ακροδεξιά κινήματα, έχουν καταφέρει να ενσωματωθούν στον πυρήνα των πολιτικών συσχετισμών.
Η περίπτωση όμως Λεπέν, αποτελεί μια ενδεικτική περίπτωση, η οποία κατάφερε να μετατοπισθεί λεκτικά από την έξαλλη, ξενοφοβική ακροδεξιά, σε ένα κίνημα πατριωτικής δεξιάς, δίνοντας της περισσότερο χώρο.
Η ατζέντα των ακροδεξιών αντιλήψεων, δεν απειλεί μόνον τις κεντροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και αυτές που προέρχονται από το ρεύμα της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας. Η επιστροφή των Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση της Δανίας, επιτεύχθηκε αφού οδηγήθηκαν στο να υποστηρίξουν ένα ανώτατο όριο ως προς την μετανάστευση από τρίτες χώρες, υιοθετώντας στην ουσία την θέση του δημαγωγικού, αντιμεταναστευτικού κόμματος του Λαού της Δανίας.
Υπό το πρίσμα μιας «πατριωτικής Δεξιάς», τα λαϊκιστικά με ακροδεξιά ταυτότητα κόμματα που καταλαμβάνουν κυβερνητικούς ρόλους, φροντίζουν να κάνουν τις αναγκαίες μετατοπίσεις εντός του κοινοβουλευτικού πλαισίου. Τα παραδείγματα της νέας ιταλικής κυβέρνησης, υπό την Τζόρτζια Μελόνι, που αναγκάστηκε να αποδεχθεί όσα είχε υιοθετήσει η κυβέρνηση του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, για να μπορεί η Ιταλία να έχει πρόσβαση στους πόρους των 200 δις € του Ταμείου Ανάκαμψης, της πολωνικής κυβέρνησης που οδηγήθηκε να βάλει την υπογραφή της στις κοινοτικές προδιαγραφές για την προάσπιση του κράτους δικαίου, για να μπορέσει να αξιοποιήσει κοινοτικά κονδύλια 34 δις €.
Στα χρόνια που έρχονται, με την πολιτική, την οικονομία, τα κοινωνικά ζητήματα, την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων να επιζητούν νέα, σύνθετα πλαίσια ενισχυμένης συνεργασίας μέσα στο ευρωπαϊκό, ενοποιητικό, θεσμικό σύστημα, η παρουσία της ακροδεξιάς, των δυνάμεων του εθνικισμού, αλλά και κάθε αντίληψη ριζοσπαστικοποιημένης, ακροαριστερής, ευρωαρνητικής περιχαράκωσης, θα συνεχίζει να δημιουργεί απειλές για την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία, για τις φιλελεύθερες αντιλήψεις, για την ίδια την αναγκαιότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Και η πρόκληση των ευρωπαϊκών εκλογών το 2024, οφείλει να λειτουργήσει ως ένας συναγερμός των ευρωπαϊκών δημοκρατικών πολιτικών δυνάμεων μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, να μπορέσουν να χαράξουν πολιτικές που θα δίνουν πειστικές απαντήσεις στα προβλήματα του σήμερα και του αύριο, απέναντι στις μύχιες σκέψεις και επιδιώξεις των δυνάμεων του αρνητισμού και της οπισθοδρόμησης.