Η πανδημία του κορονοϊού και οι πρωτοφανείς για πολλές γενιές Ελλήνων, υγειονομικές, οικονομικές και διοικητικές αναγκαστικότητες που αυτή επέβαλε αναπόδραστα στην ελληνική κοινωνία και τους πολιτικο-διοικητικούς της θεσμούς συνοδεύτηκε, ιδιαίτερα κατά το πρώτο κύμα εκδήλωσής της, από μαξιμαλιστικές διατυπώσεις και ανεδαφικές προσδοκίες για το μέλλον της δημόσιας διοίκησης, στην μετά-Covid εποχή.
Η έγκαιρη ανάγνωση των εξαιρετικά αρνητικών επιδημιολογικών δεδομένων που κατέφθαναν κυρίως από χώρες με τις οποίες συνυπάρχουμε στην μεσογειακή λεκάνη (βλ. Ιταλία, Ισπανία) και η άμεση κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού για τον έγκαιρο περιορισμό μιας ανεξέλεγκτης διασποράς στην κοινότητα που θα είχε καταστροφικές συνέπειες για ένα καταφανώς υποστελεχωμένο και επιχειρησιακά αποδυναμωμένο σύστημα υγείας δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Αποτέλεσαν ωστόσο το υπόστρωμα για την διόγκωση και υπερπροβολή ενός, δικαιολογημένου αισθήματος ικανοποίησης από την ταχύτητα της επιβολής των περιοριστικών μέτρων, δηλαδή την ποιότητα της προληπτικής λειτουργίας της κρατικής δράσης, αλλά την ανάπτυξη ενός αμετροεπούς, σε ορισμένες περιστάσεις, βαυκαλισμού περί των αντανακλαστικών της Πολιτείας και την ανταπόκριση των αρμών της κρατικής εξουσίας στις έκτακτες περιστάσεις.
Παράλληλα με την ικανοποίηση των επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας για την αποτελεσματικότητα της δράσης των δομών του κράτους που ενεπλάκησαν στην διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και προσέφεραν πράγματι κρίσιμες διοικητικές και ιατρικές υπηρεσίες υπό έκτακτες συνθήκες και δυσμενείς όρους (βλ. Εθνικό Σύστημα Υγείας, Πολιτική Προστασία), η επιδειχθείσα επάρκεια σε ότι αφορά την αρχική αντιμετώπιση του πανδημικού κινδύνου είχε ως παράπλευρο αποτέλεσμα την εμφάνιση στο δημόσιο διάλογο ρηξικέλευθων προσεγγίσεων και σχεδιασμών αναφορικά με την μετεξέλιξη της ελληνικής δημόσιας διοίκησης εν γένει.
Με επίκεντρο την, περιορισμένη και επιφυλακτική (με εξαίρεση ίσως το πιο δυναμικό και ψηφιακά εκπαιδευμένο τμήμα της γραφειοκρατίας) αξιοποίηση των υφιστάμενων τεχνολογικών δυνατοτήτων απομακρυσμένης εργασίας και τηλεδιάσκεψης από δημοσίους λειτουργούς κατά την περίοδο της επιβολής των περιοριστικών μέτρων, ξεπρόβαλλαν στο ξέφωτο του δημοσίου διαλόγου οραματικές στοχεύσεις για την θεσμοποίηση της τηλεργασίας ούτως ώστε αυτή να αποτελέσει μια διαρκής επιλογή άσκησης διοικητικής δραστηριότητας και όχι απλώς μια εναλλακτική της φυσικής παρουσίας που θα ενεργοποιείται μόνο σε ιδιάζουσες και έκτακτες συνθήκες. Πόσο ρεαλιστική και εφικτή είναι, όμως, η μετάβαση μιας γραφειοκρατίας με καθυστερημένη ψηφιοποίηση και ένα σημαντικό ακόμα μέρους του ανθρώπινου δυναμικού της με περιορισμένες ψηφιακές δεξιότητες;
Απαραίτητη προϋπόθεση για μια πορεία προς την κανονικοποίηση της επιλογής της απομακρυσμένης εργασίας είναι κατ’ αρχήν οι τεχνολογικές υποδομές και οι διαθέσιμες ηλεκτρονικές εφαρμογές που θα επιτρέψουν την απομακρυσμένη εργασία. Δεδομένου ότι η τηλεργασία θα πρέπει να αποτελέσει έναν εναλλακτικό τρόπο άσκησης των επαγγελματικών καθηκόντων του κρατικού υπαλλήλου, ως τέτοια δεν θα πρέπει να εννοείται απλως η πρόσβαση σε μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αλλά η πλήρης και ανεμπόδιστη υποκατάσταση της φυσικής του παρουσίας στον καθορισμένο χώρο εργασίας. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται την ολοκλήρωση μιας σειράς από τηλεπικοινωνιακές (εκτροπή τηλεφωνικού αριθμού εργασίας στην οικία) αλλά και ψηφιακές διευθετήσεις (απομακρυσμένη πρόσβαση στον υπολογιστή μέσω VPN, χρήση ηλεκτρονικών εφαρμογών διακίνησης εγγράφων και διεκπεραίωσης εργασιών όπως το ΣΗΔΕ Ίριδα του Υπουργείου Εσωτερικών στο οποίο έχουμε αναφερθεί στο παρελθόν, χρήση κοινόχρηστων αρχείων μέσω cloud based εφαρμογών).
Εκτός των ανωτέρω τεχνολογικών προαπαιτουμένων, η απομακρυσμένη εργασία ως μετατόπιση από το παραδοσιακό μοντέλο εργασίας, συνεπάγεται την από την πλευρά του τηλεργαζόμενου απαιτούμενη συνέπεια και αυτοπειθαρχία. Η παραμονή στο οικείο, συνήθως γεμάτο ανέσεις και αντιπερισπασμούς, περιβάλλον μπορεί να διαστρεβλώσει ή και να ακυρώσει στην πράξη το σκοπό και την χρησιμότητα της τηλεργασίας εφόσον δεν επιτρέπει στον τηλεργαζόμενο υπάλληλο να ολοκληρώσει τις εργασίες του κατά τον ίδιο τρόπο που θα το έπραττε στο γραφείο. Από την άλλη πλευρά, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν την χωροταξική συμπίεση που αποτελεί μια δυσλειτουργική πραγματικότητα για πλήθος δημοσίων υπηρεσιών, ενδεχομένως η τηλεργασία να συνιστά μια μέθοδο αύξησης της παραγωγικότητας (ειδικά για υπηρεσίες back office) αλλά και μείωσης του στρες που επιφέρει ο συγχρωτισμός σε περιορισμένης έκτασης εργασιακούς χώρους. Σε κάθε περίπτωση αποτελεί ένα στοίχημα για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο τομέα της χώρας, η τηλεργασία να μην σπιλωθεί ως μια απόπειρα απόκρυψης της οκνηρίας και της αργομισθίας αλλά να καθιερωθεί ως ένας σύγχρονος τρόπος άσκησης διοικητικών καθηκόντων, που εναρμονίζεται με τη νέα εποχή και μετουσιώνει την εν εξελίξει 4η Βιομηχανική Επανάσταση σε απτή βιωμένη πραγματικότητα για τους δημοσίους λειτουργούς.
Τέλος, η επιτυχία και η καθιέρωση της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα συνεπάγεται την σύνδεσή της με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, βάσει των οποίων θα αξιολογείται η ποιότητά της και θα πιστοποιείται η συμβολή της. Χωρίς σαφή και μετρήσιμη στοχοθεσία ελλοχεύει ο κίνδυνος η απομακρυσμένη εργασία να αποτελέσει το καταφύγιο των λουφαδόρων αλλά και ο διακόπτης ενός ακόμα κοινωνικού αυτοματισμού, από αυτούς που έχουν σωρευτεί και δηλητηριάζουν, άδικα τις περισσότερες φορές, τη δημόσια εικόνα και υπόληψη των κρατικών υπαλλήλων.
Η ασάφεια και η προκληθείσα σύγχυση σχετικά με την υποχρεωτική παροχή τηλεργασίας που προέκυψε προσφάτως κατόπιν διαδοχικών οδηγιών του Υπουργείου Εσωτερικών σε συνδυασμό με την απουσία, έως σήμερα, μιας ειδικής νομοθετικής πρόβλεψης για μια πάγια και θεσμοθετημένη δυνατότητα τηλεργασίας στο Δημόσιο καταδεικνύουν ότι η τηλεργασία αντιμετωπίζεται, ενδεχομένως ακόμη με επιφύλαξη, διστακτικότητα, ίσως και καχυποψία, παρότι υπάρχουν πλέον εκείνες οι δικλείδες ασφαλείας που μπορούν να αποτρέψουν την κατάχρηση της. Θα πραγματικά κρίμα ο εν εξελίξει ψηφιακός μετασχηματισμός του Κράτους να περιοριστεί στην εξωστρεφή διάστασή του και να μην απελευθερώσει δυνατότητες και προοπτικές, που κουβαλάει το εργατικό του δυναμικού.