Ο σχεδιασμός του προϋπολογισμού της Ε.Ε. είναι προϊόν μίας σειράς διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει τη θεσμική δυνατότητα να θέτει την ατζέντα (agenda - setting powers), να διαμορφώνει τις εκροές πολιτικής και να προωθεί, ως το κατεξοχήν υπερεθνικό όργανο της Ε.Ε., την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία, στοχεύοντας στην ανάθεση εκ μέρους του Συμβουλίου της Ε.Ε. περισσότερων εκτελεστικών αρμοδιοτήτων και επιρροής σε περισσότερα πεδία πολιτικής.
Λειτουργώντας στο θεσμικό πλαίσιο χάραξης πολιτικής δαπανών, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με την ιστορική απόφασή του (EUCO 10/20) κατοχύρωσε τη μεγάλη αύξηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε., σηματοδοτώντας το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς τη Δημοσιονομική Ένωση (“Fiscal Union”). Έτσι, η «Επιτροπή θα εξουσιοδοτηθεί να δανείζεται εξ ονόματος της Ένωσης κεφάλαια από τις κεφαλαιαγορές, προκειμένου να παρασχεθούν στην Ένωση τα αναγκαία μέσα για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που έθεσε η πανδημία COVID-19. Τα έσοδα θα μεταφέρονται σε προγράμματα της Ένωσης σύμφωνα με το NGEU.»
Το πρόγραμμα «Επόμενη Γενιά Ε.Ε.» και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο αποτελούν τους δύο πυλώνες της απόφασης. Η αύξηση του προϋπολογισμού της Ε.Ε. με δάνεια στη διεθνή αγορά και όχι με εθνικές εισφορές, ώστε να χρηματοδοτηθούν, μέσω ενός μεγάλου προγράμματος επενδύσεων τα κρ.-μ. που επλήγησαν από την πανδημία είναι αξιοσημείωτη. Η σημαντικότερη πρόβλεψη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είναι η εισαγωγή νέων ίδιων πόρων, καθώς εγκαταλείπεται μετά από δεκαετίες συζητήσεων η λογική του παιγνίου μηδενικού αθροίσματος (“zero sum game”) που ήθελε το όφελος μίας χώρας να αποτελεί κόστος για μία άλλη. (“north vs south”, “creditor vs debtor”). Η λογική της επιστροφής χρημάτων (“rebates”) και της κωλυσιεργίας δέχθηκε το πρώτο μεγάλο πλήγμα.
Ο περαιτέρω μετριασμός των «φρένων» στην εξελικτική διαδικασία εναπόκειται σε μεγάλο βαθμό πλέον, με τη Συνθήκης της Λισσαβώνας και την ενίσχυση των εξουσιών του ως προς τη διαμόρφωση και την τελική έγκριση, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που ήδη έχει ταχθεί –μεταξύ άλλων - εναντίον της μείωσης στα προγράμματα υγείας και R&D, μείωση την οποία θεωρεί επικίνδυνη κατά την τρέχουσα περίοδο.
Στη νέα οικονομική πραγματικότητα που αναδύεται (the “new normal”) το αναπτυξιακό μοντέλο των τελευταίων 40 δεκαετιών θα αμφισβητηθεί έντονα (βλ. οικονομικά της προσφοράς Reagan-Thatcher). Αναδεικνύεται ευδιάκριτα η ευπάθεια των ανθρώπινων κοινωνιών και η ανάγκη για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που προτεραιοποιούνται μέσα από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Τα θέματα της οικονομικής και ενεργειακής ασφάλειας, η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η διατήρηση των δημόσιων αγαθών και μίας ευρωπαϊκής κοινωνίας χωρίς αποκλίσεις, θέτουν αναδιανεμητικά ζητήματα που ευθέως τα πολιτικοποιούν και καλούν σε αντιμετώπιση κατά μέτωπο.
Εν αντιθέσει με την Ευρωζώνη, τα στάδια της Δημοσιονομικής Ένωσης των ΗΠΑ σχεδιάστηκαν και εξελίχθηκαν ιστορικά πολύ διαφορετικά. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρώτα ανέπτυξε ισχυρή δημοσιονομική ικανότητα με δυνατότητα ανάληψης κρατικού χρέους, έκδοσης ομοσπονδιακού ομολόγου και πρόσβασης σε δικά της φορολογικά έσοδα. Σε δεύτερο χρόνο, τα ομόσπονδα κράτη μπόρεσαν να υιοθετήσουν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
Η εισαγωγή αυστηρών κανόνων πειθαρχίας στην άσκηση κρατικής δημοσιονομικής πολιτικής πριν την δημιουργία Δημοσιονομικής Ένωσης, η αντίστροφη δηλαδή πορεία, ήταν ιδέα των Ευρωπαίων σχεδιαστών της αρχιτεκτονικής της ΟΝΕ. Η υιοθέτηση αυτής της λογικής αναμενόταν να αποτελέσει εχέγγυο για την «ενάρετη» επέκταση των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, αφήνοντας όμως ως ένα βαθμό εκτεθειμένα τα κρ.-μ. που δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τους προϋπολογισμούς τους ευέλικτα, ως αυτόματους σταθεροποιητές, κατά τη διάρκεια διαταραχών και υφέσεων (“counter cyclical tools”).
Στην Ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την τρέχουσα κρίση αντέδρασε με ισχυρή νομισματική πολιτική και μέτρα εποπτείας που ανακοινώθηκαν στις 12 και 18 Μαρτίου 2020. Οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ε.Ε. έχουν αρχίσει να ανακοινώνουν και να εφαρμόζουν διάφορα φορολογικά μέτρα για τον περιορισμό της οικονομικής κρίσης, ενώ οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις (“state aid rules”)και οι δημοσιονομικοί κανόνες (“fiscal rules”) έχουν ανασταλεί.
Οι νέες προκλήσεις δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Ε.Ε. δεν θα μπορούσε να επιβιώσει με τη λογική των αποκλίσεων. Η θέση σε κίνηση της διαδικασίας δομικού ανασχεδιασμού, τόσο της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής, όσο και των αναδιανεμητικών λειτουργιών και αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ε.Ε. και των κρ.-μ. πραγματοποιείται τελικά λόγω της ανάγκης αντιμετώπισης των αρνητικών επενεργειών διάχυσης (management of economic externalities) στην οικονομία, λόγω πανδημίας. Στην πράξη αυτό σημαίνει σημαντική πρόοδο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης, όχι λόγω κάποιου πανευρωπαϊκού μεγαλεπίβολου σχεδίου, αλλά λόγω ιστορικής αναγκαιότητας.
Η εμβάθυνση της χρηματοπιστωτικής ολοκλήρωσης στην Ευρωζώνη ( με ιδιαίτερη προσοχή στις διαδικασίες ενοποίησης των αγορών μετοχών και των τραπεζικών τομέων των 19 κρ.μ. της Ευρωζώνης) και η ενίσχυση του διεθνούς ρόλου του ευρώ στις αγορές συναλλάγματος μπορούν επίσης να δημιουργήσουν στο μέλλον ισχυρούς μηχανισμούς προστασίας από τις ασύμμετρες διαταραχές και να διευκολύνουν την ομαλή λειτουργία της νομισματικής ένωσης.
Με άλλα λόγια η επιτυχία ιστορικής σημασίας αποφάσεων των ευρωπαϊκών θεσμών εδράζεται σε περισσότερο σταθερά και σίγουρα βήματα υπεύθυνων και αλληλέγγυων εθνικών κυβερνήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Χάμιλτον και οι άλλοι Ιδρυτές Πατέρες και συγγραφείς της συλλογής άρθρων και δοκιμίων με τίτλο «The Federalist Papers» δεν έζησαν σε καιρούς ευνοϊκότερους από τους δικούς μας.