Δημοσιονομική πολιτική και διεθνείς οικονομικές κρίσεις

Η διασύνδεση μεταξύ χρηματοπιστωτικής κρίσης και κρίσης δημόσιου χρέους.
Open Image Modal
peshkov via Getty Images

Στόχος της κάτωθι έρευνας είναι να εξεταστούν τα αίτια, οι συνέπειες, ο τρόπος διάδοσης, καθώς και η αλληλεξάρτηση και διασύνδεση μεταξύ της χρηματοπιστωτικής κρίσης και μιας κρίσης δημοσίου χρέους. Οι βασικές θέσεις αναφορικά με τη χρηματοπιστωτική κρίση θα εξεταστούν υπό τη βάση του εμπειρικού παραδείγματος της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008. Αναφορικά δε με την κρίση δημοσίου χρέους, οι θέσεις προκύπτουν από έρευνες που εξετάζουν πλήθος περιπτώσεων κατά τους τελευταίους αιώνες στην παγκόσμια οικονομική ιστορία.

Επιχειρείται, μέσω της συγκεκριμένης έρευνας, να αναδειχθεί ο υψηλός βαθμός διασύνδεσης ανάμεσα στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στον κρατικό μηχανισμό και πώς το γεγονός αυτό-αν όντως- επηρεάζει την εκατέρωθεν διάδοση μιας οικονομικής κρίσης, καθώς και τις συνέπειες που μπορεί να έχει για την σταθερότητα των οικονομιών εν γένει.

1. Η φύση της οικονομικής πολιτικής: η περίπτωση της δημοσιονομικής πολιτικής

Καθ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία είναι πασίδηλη η βαρύνουσα σημασία της οικονομικής πολιτικής που χαράσσουν οι πολιτικές οντότητες για την ρύθμιση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής εντός του πεδίου της αρμοδιότητάς τους. Φαίνεται ότι αποτελεί την διαμορφωτική εκείνη δύναμη που καθορίζει το επίπεδο της ανάπτυξης, του πλούτου, της απασχόλησης και της ευημερίας μια κοινωνίας. Συγκεκριμενοποιώντας τα παραπάνω, προκύπτει πως τα κύρια συστατικά της οικονομικής πολιτικής είναι η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική- με την τελευταία να περικλείει και την συναλλαγματική πολιτική.

Η νομισματική πολιτική, αφορά ουσιαστικά την ρύθμιση της κυκλοφορίας του χρήματος, τον καθορισμό του επιπέδου προσφοράς και, δη, των επιτοκίων. Βασικός σκοπός της εν λόγω πολιτικής στη Δύση έχει επικρατήσει να είναι η επίτευξη σταθερότητας των τιμών, με σχετικά χαμηλό πληθωρισμό. Διαφαίνεται, συνεπώς, η συσχέτιση της νομισματικής πολιτικής με την ονομαστική οικονομία.

Η δε δημοσιονομική πολιτική, αφορά εν τοις πράγμασι την πραγματική οικονομία, αφού ρυθμίζει τις απολαβές των κρατικών οικονομιών, ήτοι τα φορολογικά έσοδα καθώς, και τις δημόσιες δαπάνες. Αυτά τα εργαλεία που έχει στα χέρια της η δημοσιονομική πολιτική δύνανται να καθορίζουν τη ζήτηση και την απασχόληση σε μια οικονομία, και ως εκ τούτου, το επίπεδο ανάπτυξης αυτής.

Συν τοις άλλοις, είθισται τα φορολογικά έσοδα και οι δημόσιες δαπάνες να λειτουργούν ως «αυτόματοι σταθεροποιητές» της οικονομίας. Από αυτό συνάγεται ότι στην περίπτωση μιας οικονομικής κρίσης, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα με τα μέσα αυτά να αμβλύνει τις συνέπειές της και να σταθεροποιήσει την οικονομία [1].

Πώς όμως λειτουργούν αυτά; Κατά την ανάδειξη μιας οικονομικής ύφεσης, φερ’ ειπείν, η κυβέρνηση δύναται να ασκήσει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προκειμένου να την αντιμετωπίσει. Έτσι, τείνει να μειώνει τη φορολογία, για να παρέχει επενδυτικά και καταναλωτικά κίνητρα στην οικονομία, ενώ, συγχρόνως, αυξάνει τις δημόσιες δαπάνες προκειμένου να στηρίξει τους «πληγέντες» από την ύφεση μέσω κοινωνικών επιδομάτων και επιχορηγήσεων ή μέσω εκτέλεσης δημοσίων έργων και επενδύσεων τα οποία θα προσφέρουν θέσεις εργασίας και θα αυξήσουν, συνεπώς, το επίπεδο της απασχόλησης και της ανάπτυξης, για να επαναφέρουν τελικά την οικονομία στη σταθερότητα.

Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής επιβράδυνσης, οι αυτόματοι σταθεροποιητές ενδέχεται να εξασθενίσουν και τότε καθίσταται φανερή η ανάγκη ανάληψης διαρθρωτικών και αναπτυξιακών μέτρων[1].

2. Η ανάδειξη διεθνών οικονομικών κρίσεων και ο ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής

Όπως κατέστη εμμέσως φανερό, στην αρμοδιότητα της δημοσιονομικής πολιτικής ανήκει η κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Μέσω του τελευταίου καθορίζονται το επίπεδο των δημοσίων δαπανών και των φορολογικών εσόδων, σύμφωνα με τις ανάγκες του κράτους. Εντούτοις, όταν οι δημόσιες δαπάνες υπερέχουν των φορολογικών εσόδων, τότε προκύπτει έλλειμμα στον κρατικό προϋπολογισμό. Για την κάλυψη του ελλείμματος αυτού και προκειμένου να εκπληρωθούν οι στόχοι του κρατικού προϋπολογισμού, το κράτος προβαίνει σε δημόσιο δανεισμό.

Ο δανεισμός είναι είτε εσωτερικός- τίτλοι και χρεόγραφα του δημοσίου- είτε εξωτερικός, μέσω ξένων κυβερνήσεων ή διεθνών οργανισμών (π.χ. ΔΝΤ, περιφερειακές τράπεζες κ.ά.). Όταν, όμως, ο δανεισμός υφίσταται διαδοχικά για την κάλυψη ελλειμμάτων- και δε χρησιμοποιείται με αναπτυξιακές προοπτικές- συσσωρεύεται, αναπαράγοντας το δημόσιο χρέος[6].

Όσο, λοιπόν, δε λαμβάνονται αναπτυξιακά μέτρα που θα καταστείλουν το έλλειμμα, το δημόσιο χρέος θα τείνει να αυξάνεται. Ταυτόχρονα, η δράση των αυτόματων σταθεροποιητών ενόψει μιας παρατεταμένης κρίσης αναστέλλεται.

Συνεπώς, εισερχόμενο το κράτος σε αυτόν τον «φαύλο κύκλο» των δημοσιονομικών ελλειμμάτων δίχως «φως στο τούνελ», χωρίς δηλαδή αναπτυξιακά κίνητρα, προσέλκυση επενδύσεων και αύξηση των εξαγωγών, το κράτος οδηγείται τελικά σε υπερχρέωση και κρίση δημοσίου χρέους. Σε αυτή την περίπτωση, τα κράτη διατρέχουν ελλειμματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο συνεπάγεται ότι- μέσω του δανεισμού- «καταναλώνουν άνω του επιπέδου των παραγωγικών δυνατοτήτων τους (π.χ. η Ελλάδα τη δεκαετία του 2000).

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της αλληλεξάρτησης και διασύνδεσης χρηματοπιστωτικού τομέα- ιδίως τραπεζών- και κρατών, η κρίση δύναται να μεταβεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα ήτοι, στα  χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται εντός της χώρας. Κατά την παροχή χρηματοδότησης προς τα κράτη, λοιπόν, καθότι τα επιτόκια έχουν αυξηθεί αρκετά εν όψει της κρίσης, τα εν λόγω ιδρύματα ζημιώνονται, με αποτέλεσμα να έχουν εκροή κεφαλαίων.

Τελικά, η κρίση δύναται να μετατραπεί σε διεθνή οικονομική κρίση είτε μέσω της ζημίωσης ξένων πιστωτών του κράτους, από την αδυναμία αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων από το τελευταίο, είτε, από την άλλη, μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος όπου η κρίση θα έχει ήδη διαδοθεί.Κατά συνέπεια, σε περίπτωση έναρξης αθετήσεων, ένα «ντόμινο πτωχεύσεων» ενδέχεται να λάβει χώρα[6].

3. Χρηματοπιστωτική κρίση: αίτια και εξέλιξη

Το παράδειγμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008

Τα αίτια της χρηματοπιστωτικής κρίσης και των προεκτάσεων αυτής στις κρατικές οικονομίες σχετίζονται εγγενώς με δυναμικές και φαινόμενα που παρατηρήθηκαν στην παγκόσμια οικονομία ήδη από τη δεκαετία του 80’. Ειδικότερα, κατά την εν λόγω δεκαετία στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης αναδύθηκε ο νεοφιλελευθερισμός στην οικονομική πολιτική των κρατών. Μάλιστα, σε χώρες της δυτικής Ευρώπης- στην ΕΟΚ- κυριάρχησε το  ρεύμα του μονεταρισμού. Οι νέες αυτές τάσεις είχαν ως απότοκο να εστιαστεί η πολιτική τους στην πλευρά της προσφοράς- στη ρύθμιση της κυκλοφορίας του χρήματος- και, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος (financialization) διεθνώς, οδήγησαν στην απορρύθμιση των αγορών και του χρηματοπιστωτικού τομέα εν γένει [1].

Η απορρύθμιση πρακτικά σήμαινε ότι κανόνες και ρυθμίσεις στη δραστηριότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων θα καταργούνταν ή θα χαλάρωναν. Αυτό παρείχε συνάμα τη δυνατότητα στα τελευταία να δραστηριοποιούνται σε όλο τον κόσμο και να εισάγουν καινοτομίες. Επιπλέον, είχε ως απόρροια την πολύ ευκολότερη, πλέον, πρόσβαση σε δανεισμό του μέσου ατόμου. Η κερδοφορία των τραπεζών αυξήθηκε, διευρύνοντας την αγορά και ανακαλύπτοντας νέα πεδία με τα οποία θα μπορούσαν να συνδιαλλάσσονται. Τοιουτοτρόπως, η απορρύθμιση και η παγκοσμιοποίηση των συναλλαγών έκαναν την μετακίνηση των κεφαλαίων μεταξύ των εθνικών συνόρων ευκολότερη. Παραδείγματος χάριν, υπήρξε δυνατότητα δανεισμού από χώρες με χαμηλά επιτόκια και επένδυσης σε περιουσιακά στοιχεία χωρών με υψηλές αποδόσεις[1].

Παρά ταύτα, οι δυναμικές αυτές κατέστησαν το διεθνές νομισματικό και χρηματοοικονομικό σύστημα πιο ευάλωτο, πολύπλοκο και ασταθές. Οι διασυνδέσεις που δημιουργήθηκαν παρήγαγαν περαιτέρω αλληλεξάρτηση, παράλληλα όμως, αύξησαν αρκετά τα «παράθυρα κινδύνου» και τα περιθώρια λάθους, αφού οι παίκτες στην χρηματαγορά ήταν πολύ περισσότεροι, πλέον, και η πτώση του ενός θα μπορούσε να συμπαρασύρει και τους άλλους που εξαρτιόνταν από αυτόν και τους άλλους που εξαρτιόνταν από τους δεύτερους κοκ, δημιουργώντας ένα ντόμινο οικονομικής κατάρρευσης και πτωχεύσεων[4].

Έτσι, μια αλυσίδα επιδράσεων δύναται να λάβει χώρα, η οποία θα διαδώσει τη χρηματοπιστωτική κρίση ως «χιονοστιβάδα» και θα την μετατρέψει αργά ή γρήγορα σε διεθνή οικονομική κρίση, αναπαράγοντας με αυτόν τον τρόπο και τις κρίσεις δημοσίου χρέους, αφού τα κράτη για χάριν της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της οικονομίας των χωρών τους θα σπεύσουν να διασώσουν τα εν κατάρρευση χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται σε αυτά.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται σε μεγάλο βαθμό από το παράδειγμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 που ξεκίνησε από τις ΗΠΑ. Μετά την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος μια κρίση ως απόρροια χρηματοπιστωτικής φούσκας είχε εκδηλωθεί στις ΗΠΑ (η κρίση «dot.com») ήδη το 2000.

Η Fed, ακολουθώντας μια πολιτική χαμηλών επιτοκίων (από 6,5 σε 1%), επιδίωξε να αυξήσει τη ζήτηση για να τονώσει την οικονομία. Τα ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια όμως, οδήγησαν σε αλόγιστο δανεισμό, με αποτέλεσμα να δανείζονται και αρκετοί δανειολήπτες αμφίβολης πιστοληπτικής ικανότητας, για καταναλωτικούς κυρίως σκοπούς[1], [6].

Η συμπεριφορά των ατόμων αυτών- με κύριο χαρακτηριστικό την αγορά ακινήτων σε συνδυασμό και με την πρακτική του συνεχούς δανεισμού των τραπεζών με δάνεια αξίας ακόμη και του 100% της αξίας των ακινήτων-αύξησε τις τιμές των ακινήτων σε υπέρογκα ποσά, δημιουργώντας μια χρηματοοικονομική φούσκα στην οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό εκδηλώθηκε εντόνως η κερδοσκοπία, η αγορά διευρύνθηκε και εμπλουτίστηκε με νέα περιουσιακά στοιχεία και σχέσεις υποχρεώσεων, που την καθιστούσαν πιο πολύπλοκη και συγχρόνως πιο ευάλωτη. Τέτοιες ήταν οι συμβάσεις ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης (CDS) ή η μέθοδος της τιτλοποίησης των δανείων και η πώλησή τους στα «οχήματα ειδικού σκοπού» (SPV)[1], [6] .

Τα τελευταία, είχαν επενδυτικό χαρακτήρα. Αγόραζαν τα τιτλοποιημένα δάνεια και τα πουλούσαν σε νέους επενδυτές, ενώ παράλληλα εξέδιδαν δικά τους ομόλογα, δημιουργώντας νέες υποχρεώσεις οφειλετών-πιστωτών[6]. Από την άλλη, η αγορά των CDS δεν υποβαλλόταν σε κάποια μορφή ρύθμισης. Πρόκειται ουσιαστικά για μια ιδιωτική χρηματοοικονομική συναλλαγή μεταξύ δύο μερών για την οποία δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή, χωρίς να είναι γνωστό ποιος πραγματοποίησε τη συναλλαγή και αν ο πωλητής μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει. Οι συμβάσεις αυτές αποτελούσαν ουσιαστικά την ασφάλιση από μια πιθανή αθέτηση και μέσω αυτών, οι αγοραστές θα λάμβαναν αποζημίωση. Παρόλα αυτά, οι τράπεζες τιτλοποίησαν και πούλησαν ακόμη και τις συμβάσεις αυτές. Τελικώς αποδείχθηκε ότι πολλές μεγάλες τράπεζες είχαν εκτεθεί στα CDS, όπως η LehmanBrothers, ισλανδικές τράπεζες, η Barclays, και η RBS, καθώς και ασφαλιστικές εταιρείες, όπως η AIG[1].

Την περίοδο 2006-7, η ανησυχία που επικρατούσε στις κεντρικές τράπεζες ήταν η αύξηση του πληθωρισμού, ως απόρροια ιδίως της τεράστιας ποσότητας χρήματος που διοχετεύθηκε στην αγορά με τις διογκούμενες δανειακές σχέσεις. Στις ΗΠΑ και την Μ. Βρετανία το διάστημα αυτό είχε ξεπεράσει το 5%. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες των χωρών αυτών αποφάσισαν να αυξήσουν το Βασικό Επιτόκιο στα αντίστοιχα επίπεδα. Καθώς, όμως, τα επιτόκια αυξάνονταν οι δανειολήπτες και ιδιαίτερα εκείνοι που είχαν αναλάβει στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, υπέστησαν την πίεση και αθετήσεις δανείων υψηλού κινδύνου άρχισαν να λαμβάνουν χώρα[1], [6].

Ειδικότερα, ως απόρροια της αύξησης των επιτοκίων πολλοί δανειολήπτες, αντιμέτωποι με τις νέες δόσεις τις οποίες αδυνατούσαν πλέον να πληρώσουν, προσπάθησαν να πουλήσουν τα ακίνητά τους για να μην κατασχεθούν από τους δανειστές. Εντούτοις, ο αριθμός των κατασχέσεων αυξήθηκε και οι τιμές των ακινήτων υποχώρησαν[1]. Όσοι δεν είχαν την επιλογή της πώλησης, επιβαρύνονταν με ένα μεγάλο χρέος, το οποίο δεν είχαν καμία ελπίδα να εξοφλήσουν.

Όταν κατέρρευσε η αγορά υψηλού κινδύνου η έκθεση των τραπεζών σε επισφαλή δάνεια άρχισε να γίνεται φανερή και πολλές τράπεζες ανέφεραν σημαντικές υποτιμήσεις και απώλειες. Η εξαιρετικά μειωμένη αξία των υποθηκευμένων ακινήτων δεν μπορούσε πλέον να καλύψει το κεφάλαιο του αρχικού δανείου. Συνεπώς, η εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα άρχισε να κλονίζεται. Οι τράπεζες δεν ήξεραν πόσο εκτεθειμένες ήταν σε επισφαλή («τοξικά») δάνεια ούτε γνώριζαν με ακρίβεια το βαθμό έκθεσης σε επισφαλή δάνεια των άλλων τραπεζών. Ως αποτέλεσμα, ο διατραπεζικός δανεισμός έγινε πιο αυστηρός, λόγω του φόβου και της έλλειψης που επικράτησε μεταξύ των τραπεζών,  μέχρι που ουσιαστικά έπαψε. Η ρευστότητα πάγωσε και οι συνέπειες αυτού ήταν τεράστιες για την παγκόσμια οικονομία[1], [6].

Πολλές τράπεζες πτώχευσαν, ιδίως αυτές οι οποίες είχαν δανείσει πάρα πολλά, είχαν εκτεθεί σε χρέη που σχετίζονταν με αγορές των CDS και δεν μπορούσαν να εκπληρώσουν πλέον τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους. Χωρίς οικονομική στήριξη αυτά τα ιδρύματα θα μπορούσαν να καταρρεύσουν, οδηγώντας κατά συνέπεια τις οικονομίες των χωρών σε παράλυση. Έτσι, πολλά μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κρίσιμης σημασίας για το σύνολο της οικονομίας- τα λεγόμενα «toobigtofail»-  διασώθηκαν με παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών ή εξαγοράστηκαν για τον ίδιο λόγο[1].

4. Η διάδοση της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην πραγματικά οικονομία

Τα προβλήματα στις χρηματοπιστωτικές αγορές μεταφέρθηκαν στην πραγματική οικονομία αρκετά γρήγορα. Η αγορά ακινήτων βυθίστηκε: πολλοί άνθρωποι που απασχολούνταν στις κτηματομεσιτικές υπηρεσίες έμειναν άνεργοι. Σημειώθηκε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε πολλά μέρη του κόσμου και, δεδομένης της σφιχτής πλέον πιστωτική αγοράς, η ύφεση  επιδεινώθηκε σε πολλές χώρες, αφού ο δανεισμός πλέον ήταν πολύ ακριβότερος, αποθαρρύνοντας έτσι τις επενδύσεις και την ανάπτυξη[1].

Εξάλλου, αντιμέτωπες πλέον με προβλήματα στην ταμειακή ρευστότητα και εν όψει της αδυναμίας να λάβουν χρηματοδότηση- εξαιτίας των απαγορευτικών επιτοκίων- πολλές μικρές επιχειρήσεις άρχισαν να κλείνουν. Άρα η αύξηση του κόστους δανεισμού για το δημόσιο  και για τον ιδιωτικό τομέα έφερες ως συνέπεια την μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και των τιμών στο χρηματιστήριο. Συνεπακόλουθα, παρατηρήθηκε μείωση των δημοσίων εσόδων λόγω της μείωσης της αξίας περιουσιακών στοιχείων και αποδόσεων και, βεβαίως, μείωση των εσόδων από φορολογία εισοδήματος και κατανάλωσης[6].

Όπως είναι φυσικό, προέκυψε μείωση των (ξένων) επενδύσεων λόγω της χειροτέρευσης του επενδυτικού περιβάλλοντος και λόγω της αύξησης του κόστους χρήματος. Παράλληλα, οι συναλλαγματικές ανισορροπίες οδήγησαν σε φυγή κεφαλαίων σε ασφαλέστερα νομίσματα και σε υποτιμήσεις, προκαλώντας τις επακόλουθες επιδράσεις στο εξωτερικό εμπόριο, στην παραγωγή και στις τιμές. Εν ολίγοις, ως συνέπεια των τάσεων αυτών, διαπιστώθηκε πτώση της ζήτησης, της κατανάλωσης, των εισαγωγών και εξαγωγών, επιτείνοντας τελικά τον βαθμό της ύφεσης και διαδίδοντας μια πεσιμιστική ψυχολογία στους ανθρώπους[6].

Βέβαια, οι εν λόγω εξελίξεις είχαν σημαντική επίδραση στο σύνολο της οικονομίας, οδηγώντας σε ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών, καθιστώντας έτσι αναγκαία την κρατική παρέμβαση. Η τελευταία θα οδηγούσε τελικά σε εκδήλωση ορισμένων κρίσεων  δημοσίου χρέους.

5. Το δημόσιο χρέος: αίτια, επιπτώσεις και η σχέση με τη χρηματοπιστωτική κρίση

Τι είναι λοιπόν το δημόσιο χρέος; Η έννοια αυτή αναφέρεται στο σύνολο των οικονομικών οφειλών του κράτους, οι οποίες προκύπτουν από τη σύναψη δανείων. Στο πλαίσιο αυτών των δανειακών συμβάσεων, οφειλέτης μπορεί να είναι το κράτος ή δημόσιοι φορείς και οργανισμοί που τελούν υπό τον έλεγχό του, όπως π.χ. επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης κλπ. Δανειστές μπορεί να είναι ξένες κυβερνήσεις, διεθνείς οργανισμοί (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, περιφερειακές αναπτυξιακές τράπεζες κλπ.) ή ιδιώτες (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια, οργανισμοί εναλλακτικών επενδύσεων, φυσικά πρόσωπα κλπ.)΄[6].

Διακρίνεται σε εξωτερικό ή εσωτερικό, ανάλογα με τον τόπο μόνιμης διανομής του πιστωτή ή/και ανάλογα με το νόμισμα με βάση το οποίο συνάπτεται η δανειακή σύμβαση. Τρίτον, συχνά αποδίδεται ως ποσοστό επί του ΑΕΠ[6].

Αναφορικά δε με τα αίτια της κρατικής υπερχρέωσης, διακρίνονται κατά βάση σε πολιτικά και οικονομικά.

Τα πολιτικά αφορούν, συνήθως σε αλλαγή καθεστώτος- το νέο αδιαφορεί για της υποχρεώσεις του προηγουμένου- ή πιο σύγχρονα, στον ανταγωνισμό μεταξύ ομάδων συμφερόντων που ευνοεί τις βραχυπρόθεσμες δαπάνες -και άρα τα ελλείμματα- εις βάρος της μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής βιωσιμότητας.

Τα οικονομικά αίτια, από την άλλη, αφορούν στον αλόγιστο δανεισμό, στην οικονομική ύφεση, στις συναλλαγματικές ανισορροπίες, στον επιτοκιακό κίνδυνο, στις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, στις μαζικές εισροές κεφαλαίων και σε κερδοσκοπικές πρακτικές των αγορών[6].

Εντούτοις, τα αίτια αυτά δύνανται υφίστανται ταυτοχρόνως ή το ένα να φέρνει το άλλο και όλα μαζί να επιτείνουν την κρίση δημοσίου χρέους. Συγκεκριμένα, στην πρόσφατη κρίση για παράδειγμα, ο αλόγιστος δανεισμός, οι συναλλαγματικές ανισορροπίες, η χρηματοπιστωτική κρίση και η επερχόμενη οικονομική ύφεση, είχαν ως αποτέλεσμα την κρίση της υπερχρέωσης των κρατών και την κρατική πτώχευση. Στην προσπάθεια της αποτροπής της υπερχρέωσης των τραπεζών και του ιδιωτικού τομέα τα κράτη αναλαμβάνουν τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για να αποτρέψουν μια ολική κατάρρευση[4].

Τα αναγκαία κεφάλαια όμως, προέρχονται μέσω κρατικού δανεισμού με αποτέλεσμα την αύξηση των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους. Και στο σημείο αυτό, ιδίως, καταδεικνύεται η άρρηκτη σχέση του δημοσίου και του χρηματοπιστωτικού τομέα και το αναπόφευκτο της διάδοσης της κρίσης από τον έναν τομέα στον άλλον[4]. Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις στην παγκόσμια ιστορία, με πιο πρόσφατες τις κρίσεις της Ισλανδίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας.

Ειδικότερα, τα ελλείμματα χρηματοδοτούνται από το δημόσιο δανεισμό και όσο ο δανεισμός αυξάνεται, το συνολικό χρέος αυξάνεται επίσης. Οι κυβερνήσεις οφείλουν να διαχειριστούν το χρέος διασφαλίζοντας ότι έχουν αρκετά κεφάλαια ώστε να μπορούν να εξοφλούν κρατικά ομόλογα όταν ωριμάζουν και επίσης να καταβάλλουν τους τόκους για ομόλογα που εκκρεμούν[1]. Στην πράξη τα δύο είδη κρίσεων τροφοδοτούν το ένα το άλλο, αφού στην πραγματικότητα εξαρτάται το ένα από το άλλο και όταν υφίσταται ύφεση στον έναν τομέα, αργά ή γρήγορα θα διαδοθεί και στον άλλο τομέα, αφού ο ένας θα χρειαστεί να σώσει τον άλλον για να σωθεί και ο ίδιος τελικά.

Όσον αφορά τις επιπτώσεις της κρατικής υπερχρέωσης προκύπτουν τα εξής τρία σημαντικά:

α) αδυναμία εξόφλησης οφειλών

β) διατάραξη σχέσεων με τους πιστωτές και ενδεχόμενο δικαστικών προσφυγών

γ) αποκλεισμός του αφερέγγυου οφειλέτη από νέα δάνεια

Στην περίπτωση της αδυναμίας εξόφλησης των χρεών η κρίση έχει εσωτερικές και εξωτερικές επιπτώσεις. Οι εσωτερικές, αφορούν το ίδιο το κράτος και τους πολίτες του, που εισέρχεται σε μια φάση πολιτικής αστάθειας, πολιτικής λιτότητας και ύφεσης. Αυτό δύναται με τη σειρά του να προκαλέσει κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού του συστήματος (βλ. Αργεντινή 2001)[6].

Αναφορικά με τις εξωτερικές επιπτώσεις, η αδυναμία αποπληρωμής του χρέους θέτει σε κίνδυνο τους αλλοδαπούς πιστωτές και ιδίως τις μεγάλες ξένες τράπεζες. Συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερο είναι το μη εξυπηρετούμενο χρέος και η έκθεση των ξένων πιστωτών, τόσο μεγαλύτερο το πρόβλημα για τις μεγάλες τράπεζες του εξωτερικού. Επιπλέον, εάν το ποσοστό επί του διεθνούς εμπορίου της χρεοκοπημένης χώρας είναι υψηλό, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τις εισαγωγές-εξαγωγές στις εμπορικές σχέσεις, καθώς δε και την παραγωγή και ανάπτυξη άλλων χωρών[6].

Τέλος, είθισται οι κυβερνήσεις με τις πολιτικές που ακολουθούν να επηρεάζουν ουσιωδώς το τραπεζικό σύστημα. Η χρηματοοικονομική καταστολή και ο διεθνής έλεγχος της κίνησης κεφαλαίων παραδείγματος χάριν, δύναται να εξαναγκάσει υγιείς τράπεζες να αγοράσουν κυβερνητικό χρέος σε μεγάλες ποσότητες[4]. Έτσι, στην περίπτωση μιας κυβερνητικής αθέτησης, ο ισολογισμός των τραπεζών θα επηρεαζόταν άμεσα. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους Reinhart και Rogoff «ακόμη κι αν οι τράπεζες δεν είναι τόσο εκτεθειμένες σε κυβερνητικό χρέος, το κυβερνητικό «ταβάνι» καθιστά την αξιολόγηση των δανειζόμενων όχι υψηλότερη της εθνικής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να κάνει το δανεισμό των τραπεζών πολύ ακριβό ή ακόμη και αδύνατο»[4], με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις τράπεζες (αθετήσεις, πτώχευση κλπ).

Συμπεράσματα

Εν κατακλείδι, καθίσταται φανερή η αλληλεξάρτηση και ο επηρεασμός που ασκεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας στον κρατικό μηχανισμό και το αντίστροφο. Γενικότερα, προκύπτει ότι τα αίτια των οικονομικών κρίσεων είναι πολλαπλά και αλληλοσχετιζόμενα. Η διεύρυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα και η επακόλουθη αλληλεξάρτηση που προκάλεσε δημιούργησαν νέες διόδους μετάδοσης, αυξάνοντας τους κινδύνους και τις πιθανότητες πρόκλησης κρίσεων.

Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα των Reinhart και Rogoff  (2009) προκύπτει μια αιτιώδης συνάφεια στη συστημική τραπεζική κρίση σε χρηματοοικονομικά κέντρα (π.χ. ΗΠΑ- Μ. Βρετανία), η οποία οδηγεί σε εγχώριες τραπεζικές κρίσεις [αφού οι τράπεζες αυτές εξαρτούν τη λειτουργία τους σε μεγάλο βαθμό στα μεγάλα χρηματοοικονομικά κέντρα] και αυτές με τη σειρά τους δύνανται να αυξήσουν το δημόσιο χρέος [αφού το κράτος οφείλει να τους παρέχει ρευστότητα για να τις διασώσει] κι έτσι το τελευταίο να φτάσει στο χείλος της κρατικής πτώχευσης.

Πάραυτα, σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές, τα άτομα διακατέχονται από το «this  time  is  different  syndrome», γεγονός που τους προσδίδει αγνόηση των κινδύνων και υπεραισιοδοξία. Αυτό μάλλον αποτελεί την κύρια αιτία της διαιώνισης των οικονομικών κρίσεων. Ειδικά στην περίπτωση που υφίσταται οικονομική άνθηση, αγνοούν παντελώς τις κρίσεις, θεωρώντας τις ως φαινόμενα άλλων χωροχρόνων, ενώ στις περιπτώσεις ύφεσης, τείνουν αντίστοιχα να υπερ-αντιδρούν αρνητικά (π.χ. «bankrun»). Η καθολικότητα και η επαναληπτικότητα των κρίσεων, συνεπώς, αποτελούν κατά το μάλλον ή το ήττον εγγενή χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης, που έγκειται σε φυσικά ένστικτα, παρορμήσεις και πάθη, που ενίοτε οδηγούν τις κοινωνίες σε επιπόλαιες και αδέξιες συμπεριφορές.

 

Πρώτη δημοσίευση στο The SAFIA blog

Βιβλιογραφία

[1] Mark P. Taylor, Gregory N. Mankiw (2017). Οικονομική Μακροοικονομική. 3rd ed. Αθήνα: ΤΖΙΟΛΑ,  pp.313-328, 399-415.

[2] Krugman, P., Obstfeld, M. and Melitz, M. (2016). Διεθνής Οικονομική, Θεωρία και πολιτική. 4th ed. Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική.

[3] Reinhart, C. and Rogoff, K. (2013). Financial and Sovereign Debt Crises: Some Lessons Learned and Those Forgotten. IMF Working Papers, 13(266), p.1.

[4] Reinhart, C. and Rogoff, K. (2011). From Financial Crash to Debt Crisis. American Economic Review, 101(5), pp.1676-1706.

[5] Reinhart, C. and Sbrancia, M. (2011). The Liquidation of Government Debt. SSRN Electronic Journal.

[6] Κότιος, Ά. and Παυλίδη, Γ. (2011). Διεθνείς Οικονομικές Κρίσεις. Αθήνα.