Παρακολουθώντας την ταπεινωτική συμπεριφορά του Ντόναλντ Τραμπ και της παρέας του προς τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής του στον Λευκό Οίκο, όπου ζήτησε βοήθεια για να συνεχίσει η Ουκρανία τον πόλεμο, σε μια συνέντευξη που μεταδόθηκε παγκοσμίως σε ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση, θυμήθηκα την παραπάνω στροφή από τον Εθνικό μας Ύμνο. Μια στροφή που περιγράφει την ίδια κατάσταση, όταν η χώρα μας, στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, ζητούσε απεγνωσμένα ξένη βοήθεια για τον απελευθερωτικό της αγώνα, χωρίς ανταπόκριση. Φυσικά, δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τις δύο περιπτώσεις, καθώς τα πραγματικά και χρονικά δεδομένα είναι διαφορετικά. Ωστόσο, σε ορισμένα σημεία και ως προς το αποτέλεσμα, παρουσιάζουν ομοιότητες.
Το φλέγον ζήτημα προς εξέταση, όμως, δεν είναι μόνο η συνέχιση ή ο τερματισμός του πολέμου στην Ουκρανία και τα πιθανά ανταλλάγματα, αλλά κυρίως τα διδάγματα που προκύπτουν σχετικά με την ισχύ και τον σεβασμό – ή την έλλειψή του – στις διεθνείς συνθήκες, τη δοκιμαζόμενη συμμαχική αλληλεγγύη και τη διαφαινόμενη ανατροπή βασικών εννοιών, πάνω στις οποίες στηρίχθηκε μεταπολεμικά ολόκληρο το σύστημα παγκόσμιας ασφάλειας και διακυβέρνησης. Ένα σύστημα που δημιουργήθηκε σταδιακά και οδήγησε στην παγκόσμια κυριαρχία των Ηνωμένων Πολιτειών ως προστάτη των δημοκρατικών αξιών.
Σαφώς, από την όλη κατάσταση θα εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα και ιδέες, ιδιαίτερα για τη χάραξη της διεθνούς πολιτικής της χώρας μας. Αυτό αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία ενόψει της εκρηκτικής προσωπικότητας του Ντόναλντ Τραμπ και της πολιτικής τάσης της ακροδεξιάς, που επικρατεί τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες. Παράγοντες που, χωρίς αμφιβολία, θα επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις στο άμεσο μέλλον.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανακήρυξη της Ουκρανίας ως ανεξάρτητου κράτους, αναβίωσαν οι διαχρονικές – κυρίως εδαφικές – διαφορές με τη Ρωσία. Οι εντάσεις αυτές επιτάθηκαν μετά την αλλαγή της φιλορωσικής διακυβέρνησης της Ουκρανίας, την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και τη διεκδίκηση της περιοχής του Ντονέτσκ, γεγονότα που όξυναν περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η Ουκρανία, προκειμένου να διασφαλίσει την εδαφική της ακεραιότητα, ζήτησε – με την παρότρυνση των Ηνωμένων Πολιτειών – την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, μια προοπτική στην οποία η Ρωσία ρητά αντιτίθεται για λόγους ασφαλείας.
Σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και χωρίς να κηρύξει επίσημα πόλεμο, η Ρωσία εισέβαλε πριν από τρία χρόνια στην Ουκρανία, καταλαμβάνοντας μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Ουκρανίας, καθώς και περιοχές με ισχυρή παρουσία ρωσικής καταγωγής πληθυσμού. Οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των δύο κρατών συνεχίζονται, με τεράστιες ανθρώπινες απώλειες και από τις δύο πλευρές, καθώς και με εκτεταμένες υλικές καταστροφές. Οι απώλειες εδαφών είναι κυρίως σε βάρος της Ουκρανίας, ενώ η αναμέτρηση παραμένει ανοιχτή, με αβέβαιη έκβαση.
Αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την ηρωική αντίστασή της, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση αντέδρασαν σθεναρά, καταδικάζοντας την επίθεση ως επιθετική πράξη και προσφεύγοντας σε διεθνή όργανα. Παράλληλα, επέβαλαν στη Ρωσία σκληρές οικονομικές κυρώσεις, που περιλάμβαναν πάγωμα και κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων Ρώσων ολιγαρχών.
Ταυτόχρονα, παρείχαν στην Ουκρανία τεράστια βοήθεια – η Ευρωπαϊκή Ένωση κυρίως οικονομική και οι Ηνωμένες Πολιτείες σε μορφή πολεμικού εξοπλισμού – επιτρέποντάς της να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι σήμερα. Η βοήθεια αυτή δεν δόθηκε με τη μορφή δανείου, αλλά ως άμεση υποστήριξη.
Ωστόσο, κάθε προσπάθεια τερματισμού των συγκρούσεων έχει προσκρούσει στην αδιαλλαξία της Ρωσίας, παρατείνοντας τον πόλεμο και τις καταστροφικές του συνέπειες.
Η χώρα μας συμμετείχε στις οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και παραχώρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης ως βάση για την προώθηση της βοήθειας προς την Ουκρανία, χωρίς να εξασφαλίσει ανταλλάγματα υπό μορφή εγγυήσεων ή άλλου είδους αντισταθμιστικών ωφελημάτων.
Προεκλογικά, ο Ντόναλντ Τραμπ τόνιζε ότι, μόλις εκλεγεί, θα επιδιώξει, σε συνεννόηση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, τον άμεσο τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Ωστόσο, δεδομένης της αδιαλλαξίας της Ρωσίας, ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο φαίνεται να είναι η αποδοχή από την Ουκρανία των όρων που θέτει η Μόσχα.
Ο Τραμπ, επιδιώκοντας τη συμμαχία της Ρωσίας σε ένα μέτωπο κατά της Κίνας, αντέστρεψε την έννοια των λέξεων σε τέτοιο βαθμό, ώστε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν ψήφισμα που δεν χαρακτήριζε την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως επιθετική πράξη.
Στη συνέχεια, ανακοίνωσε στην Ουκρανία ότι σταματά την παροχή στρατιωτικής βοήθειας, κυρίως όσον αφορά τον οπλισμό. Παράλληλα, αφού υπολόγισε τη μέχρι τώρα αμερικανική βοήθεια σε 500 δισεκατομμύρια δολάρια, τη χαρακτήρισε μονομερώς ως δάνειο και ζήτησε την άμεση επιστροφή του μέσω της συνεκμετάλλευσης των τεράστιων ποσοτήτων σπανίων γαιών που διαθέτει η Ουκρανία. Ξεκαθάρισε, μάλιστα, ότι πλέον η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία αποτελεί ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία, παρότι έχει προσφέρει μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια, δεν θα συμμετέχει στη συνεκμετάλλευση του ουκρανικού ορυκτού πλούτου.
Είναι βέβαιο ότι χωρίς τα αμερικανικά εξοπλιστικά συστήματα η άμυνα της Ουκρανίας θα εξασθενίσει σημαντικά, ενώ παραμένει αμφίβολο αν η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να καλύψει αυτό το κενό.
Αντιμέτωπος με το αδιέξοδο, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι μετέβη στην Ουάσιγκτον για να υπογράψει τη συμφωνία παραχώρησης των σπανίων γαιών, επιχειρώντας να διασφαλίσει τη συνέχιση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Ωστόσο, η δημόσια διάσκεψη στον Λευκό Οίκο, για λόγους που φέρονται να ήταν περισσότερο προσωπικοί παρά ουσιαστικοί, κατέρρευσε την τελευταία στιγμή. Ο Ζελένσκι εκδιώχθηκε με τρόπο ταπεινωτικό, που, σύμφωνα με το διεθνές πρωτόκολλο, δεν συνάδει με τη μεταχείριση αρχηγών κρατών.
Δεκαπέντε ηγέτες της Ε.Ε. με δηλώσεις τους στήριξαν αμέσως τον Ζελένσκι και συνεδρίασαν στο Λονδίνο για να ξεπεραστεί η κρίση, όμως οι αποφάσεις που ελήφθησαν αποδείχθηκαν δύσκολο να υλοποιηθούν.
Σαφώς, έχει επέλθει ανατροπή στη μέχρι τώρα παγκόσμια τάξη και διακυβέρνηση, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να μην εφαρμόζουν μονομερώς διεθνείς συνθήκες. Επιπλέον, κατά τα φαινόμενα, και ιδίως βάσει δηλώσεων του Έλον Μασκ, φαίνεται να ενισχύεται η πιθανότητα αποχώρησης των ΗΠΑ από τον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ. Αυτό θα σήμαινε ότι οι ΗΠΑ πλέον θα ενεργούν εκτός του πλαισίου που καθόριζε η συμμετοχή τους σε αυτούς τους οργανισμούς, ακολουθώντας ένα νέο δόγμα, βασισμένο αποκλειστικά στην οικονομική και στρατιωτική τους ισχύ, με γνώμονα την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και όχι τη συμμόρφωση με το διεθνές δίκαιο.
Φυσικά, θα υπάρξουν πολλές αντιδράσεις εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Κίνας και άλλων ισχυρών κρατών απέναντι στη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνεται, με την προοπτική σύμπραξης των Ηνωμένων Πολιτειών με τη Ρωσία. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις που θα προκύψουν από αυτή τη συνεργασία αναμένεται να επιφέρουν συνέπειες διαφόρου βαρύτητας, επηρεάζοντας ιδιαίτερα τα μικρότερα κράτη, τα οποία θα κληθούν να προσαρμοστούν στις νέες ισορροπίες ισχύος.
Η χώρα μας, νομοτελειακά, συμπαρασύρεται στις διεθνείς εξελίξεις, γεγονός που καθιστά αναγκαία την έγκαιρη προετοιμασία μας. Οφείλουμε να επιδιώξουμε τη σύναψη ισχυρών συμμαχιών με κράτη που μοιράζονται κοινά συμφέροντα, να διαμορφώσουμε αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις, να αναπτύξουμε την οικονομία μας μέσω της πλήρους αξιοποίησης των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών και, κυρίως, να διατηρήσουμε την εθνική μας ενότητα.
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε, με τις δικές μας δυνάμεις, τις δύσκολες ημέρες που ενδέχεται να έρθουν, ώστε να μη χρειαστεί να κουρταλήσουμε θύρες για βοήθεια.
* Ο τίτλος είναι από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονύσιου Σολωμού και σημαίνει πως οι πόρτες των ισχυρών δεν ανοίγουν εύκολα, αν κάποιος τις χτυπήσει από ανάγκη.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή·
δεν είν’ εύκολες οι θύρες,
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής. Αρεοπαγίτης ε.τ. .