Εάν αναφέρει κανείς στους νέους σήμερα λέξεις όπως «Ποίηση», «Συγγραφή», «Λογοτεχνία», τότε ως δια μαγείας ξεπετάγονται μπροστά τους συγκεκριμένες φυσιογνωμίες. Η καρικατούρα ενός τύπου που καπνίζει λιβάδια καπνού και πίνει μία κάβα για να βρει την έμπνευση. Και εκείνη να έρχεται ως ουρανοκατέβατο δώρο και να γεμίζει μόνη της σελίδες ολόκληρες. Ή άλλες φορές μία πετυχημένη παρουσία που ζει από τις ιδέες της για μάγους, έρωτες και ξωτικά, και μοιάζει ίσως πολύ τυχερή που το χέρι της τρέχει και το μυαλό της γεννάει κοινό, δόξα και λεφτά. Κανείς όμως δεν μπορεί να δει μία πραγματικότητα καλύτερα από εκείνον που ζει μέσα σε αυτή.
Δύο άνθρωποι του χώρου, ο ένας με φρέσκια διαδρομή και ο άλλος πιο παλιός, με χρόνια στο σινάφι, μιλούν από την δικιά του σκοπιά ο καθένας, για το ταλέντο, την απόρριψη, τα βιώματα και την κατάσταση που χαρακτηρίζει συγγραφείς και ποιητές, στην σημερινή εποχή.
Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ο οποίος διακρίθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα, έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων «Τραμπάλα», τον Νοέμβριο του 2016 από τις εκδόσεις Μελάνι. Είχαν προηγηθεί άλλα δύο, η ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι» το 2012 και το μυθιστόρημα «Η λάσπη» το 2014.
Ο Σωτήριος Παστάκας, με σπουδές και εργασία στον τομέα της ιατρικής και της ψυχιατρικής, έχει εκδώσει δεκατέσσερις ποιητικές συλλογές, ένα θεατρικό μονόλογο, ένα βιβλίο με δοκίμια και μεταφράσεις Ιταλών ποιητών. Έχει μεταφραστεί σε δώδεκα γλώσσες και το βιβλίο του “Food Line” κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 2015. Πρόσφατα έργα του από τις εκδόσεις Μελάνι είναι τα: «Ο δόκτωρ Ψ και οι ασθενείς του» και «Αλτσχάιμερ αρχόμενο».
Το ξεκίνημα
Π: Το ξαφνικό ξύπνημα, η επιφοίτηση, το κτύπημα κατακούτελα, όπως λένε οι Γιαπωνέζοι το satori, το έπαθα σε ηλικία 49 ετών, το Μάιο του 2003, σε ένα καφέ του Νορθ Μπητς στο Σαν Φρανσίσκο, όταν αντάμωσα στο «Café Trieste» τον Τζακ Χίρσμαν (Jack Hirshman). Ήταν και παραμένει πανευτυχής, ο πιο χαρούμενος άνθρωπος που γνώρισα στη ζωή μου, και πάμπτωχος: έμενε σε ένα δωμάτιο 15 τετραγωνικών, και για να πάει τουαλέτα έπρεπε να ανεβοκατέβει δυο ορόφους, σε κάποιο γραφείο που του είχαν παραχωρήσει τα κλειδιά. Πουλούσε την εφημερίδα του Κομουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ (γέλια!), για ένα «μπακ», ένα δολάριο δηλαδή και τα έσοδα πήγαιναν υπέρ των αστέγων της πόλης . Εγώ τότε ήμουν μεγαλογιατρός και δυστυχισμένος κι η αποκάλυψη μου ήταν πως ήθελα να μοιάσω τον Τζακ: τα κατάφερα τουλάχιστον προς το ένα σκέλος: να σκορπίσω την περιουσία μου και να καταντήσω αν όχι πάμπτωχος, σίγουρα νεόπτωχος!
Γκ: Υπήρξε μια στιγμή που κατάλαβα ότι θέλω να γράφω, να δημιουργώ ιστορίες. Ήταν γύρω στα 19, την περίοδο που είχα ξεκινήσει να διαβάζω πιο εντατικά και συνειδητοποιημένα. Διάβασα Πόε και, εντυπωσιασμένος, σκέφτηκα ότι ήθελα κι εγώ να αποκτήσω αυτή τη μαγική όπως μου φάνηκε τότε δύναμη, να προκαλέσω ανάλογα συναισθήματα σε ανθρώπους που δεν θα με γνώριζαν προσωπικά ποτέ τους. Αυτό όμως ήταν μονάχα η επιφανειακή αφορμή που έλειπε. Γρήγορα κατάλαβα ότι από χρόνια υπήρχαν μέσα μου ιστορίες που περίμεναν να ειπωθούν, μικρά μικρά γυαλάκια που περίμεναν να ενωθούν και να κολλήσουν.
Η όχι και τόσο ενθαρρυντική άποψη των άλλων
Π: Σε ηλικία 20 χρονών κατέβηκα με τη νυχτερινή αμαξοστοιχία, την Ακρόπολη αν θυμάμαι καλά, από τη Λάρισα στην Αθήνα, έχοντας μαζί μου δυο-τρία δακτυλογραφημένα αντίγραφα της πρώτης μου ποιητικής συλλογής και πήγα κατευθείαν στο σπίτι του Αγγέλου, ένα υπέροχο ρετιρέ πάνω από το Ναυτικό Νοσοκομείο, στον Λυκαβηττό. Με υποδέχτηκε η σύζυγός του και μου πρόσφερε το πιο πλούσιο πρωινό που έχω φάει στη ζωή μου, στη βεράντα με την καταπληκτική θέα σε όλη την Αθήνα, στις εφτάμισι το πρωί μιας Τετάρτης του Ιουλίου. Ο Άλκης Αγγέλου (ήταν διευθυντής στον εκδοτικό οίκο ΕΡΜΗΣ),απέρριψε αμέσως το «πόνημά» μου, και με ρώτησε αν ήξερα τον Ρολάν Μπαρτ, του οποίου το βιβλίο στα γαλλικά είχε αφήσει μισάνοικτο όση ώρα έτρωγα το πρωινό μου και μού μιλούσε περί λογοτεχνίας. «Να τον διαβάσετε» μου λέει, συνοδεύοντας με στην έξοδο, «θα ακούσετε συχνά να ομιλούν για αυτόν». Έφυγα ανακουφισμένος, να συναντήσω τον επόμενο στόχο μου, τον Φίλιππο Βλάχο, που είχε στήσει το τυπογραφείο του στη Μαυρομιχάλη κι έβγαζε εκείνα τα υπέροχα βιβλία σε λινοτυπία με τη μαγική λέξη «ΚΕΙΜΕΝΑ». «Έχεις δει πρόβατα στη θάλασσα, Παστάκα;», με ρώτησε πριν καν αγγίξει τις σελίδες που του πήγα. Ο Βλάχος ήταν λοιπόν αυτός που με έσπρωξε να διαβάζω Σολωμό σε καθημερινή βάση, κι αυτός ήταν που μου έδειξε τον δρόμο των περιοδικών: «δοκίμασε τα γραφτά σου εκεί», μου είπε «είναι μεγάλη μαθητεία τα περιοδικά». Τους άκουσα όλους: και Μπαρτ διάβασα και Σολωμό, και γύρισα αμέσως στη χώρα μου ακολουθώντας τη συμβουλή τους πως «ένας ποιητής πρέπει να ακούει καθημερινά τη μητρική του γλώσσα γύρω του σε όλες τις εκδοχές εκφοράς της από τα συνθήματα έως και τα λογοπαίγνια». Με είχε απορρίψει και ο Χριστιανόπουλος και δεν είδα (ευτυχώς, γιατί τώρα θα ντρεπόμουνα) κανένα ποίημά απ’ αυτά που του έστελνα φαντάρος στην Κομοτηνή. Αλληλογραφούσαμε τακτικά όμως, κι αυτά που μου έγραφε όχι μόνο προσπάθησα να τα ακολουθήσω πιστά, αλλά αποτελούν ακόμα τον κορμό της ύλης που χρησιμοποιώ στα σεμινάρια βιωματικής γραφής: «Όχι αφηρημένα ουσιαστικά, Παστάκα», μούγραφε ο Χριστιανόπουλος «όχι επίθετα. Πρόσεχε τις προσωπικές αντωνυμίες σου-μου-του», «άσε τα σου-ξου-μου-ξου και μπες κατευθείαν στο θέμα».
Γκ: Πολλές φορές η εικόνα ενός ανθρώπου που σκύβει και κάθεται να γράψει μπροστά σε μια σελίδα ή έναν υπολογιστή φαίνεται ακατανόητη σε κάποιον που δεν έχει καμία σχέση με τα βιβλία. Αυτό βέβαια εξαρτάται και από το περιβάλλον του καθενός, αλλά στη δική μου την περίπτωση, στην αρχή τουλάχιστον, το συναντούσα αρκετά συχνά. Ταυτόχρονα όμως, και πρέπει να το πούμε αυτό, μπορεί να φαίνεται και θαυμαστή, να πιστεύει ο άλλος ότι εκείνη την ώρα κάνεις κάτι πολύ σπουδαίο, ακόμα κι αν δεν έχει ιδέα περί τίνος πρόκειται, ακόμα κι αν εσύ απλώς γράφεις και σβήνεις. Είναι κατά κάποιον τρόπο οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όπως και να ’χει, εγώ από την αρχή έγραφα κάποια πράγματα που ένιωθα ότι έτσι ακριβώς έπρεπε να γραφτούν. Σιγά σιγά όμως θέλεις να δεις αν αρέσουν και σε άλλους, αν μπορούν να κάνουν αυτό που ανέφερα πιο πάνω, να ταρακουνήσουν κάποιον που δεν θα σε δει ποτέ μπροστά του ως φυσική παρουσία. Αν μπορούν οι άλλοι «να καταλάβουν αυτό που θέλεις να πεις». Περισσότερη σημασία έχει βέβαια να ξέρεις πως έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες, κυρίως πως έκανες αυτό που ήθελες. Το ευτύχημα κατά τη γνώμη μου είναι αν αυτό που εσύ έχεις γράψει με δικούς σου όρους, χωρίς να σκέφτεσαι τίποτε άλλο πέρα από το κείμενο, γίνει αποδεκτό από τον τυχαίο άλλο λες και το δημιούργησες για τον ίδιο.
Γεννιέσαι ή γίνεσαι ποιητής- συγγραφέας; Ή και τα δύο;
Π: Ο ποιητής είναι ένθεος, που σημαίνει πως ο Ποιητής με το Π κεφαλαίο γεννιέται. Δεν είναι Επιστήμη λοιπόν η Ποίηση, και δεν είναι Τέχνη, γιατί αν ήταν τέχνη όπως αυτή του υδραυλικού ή του μαραγκού θα μπορούσε να διδαχθεί και να περάσει από τον πατέρα στο γιο κοκ…Δεν είναι Επιστήμη κι επομένως ο καθηγητής Πανεπιστημίου δεν μπορεί να είναι και ποιητής (χαχα!). Τα λέει πολύ ωραία ο Πλάτωνας όλα αυτά στο διάλογό του Σωκράτη με τον Ίωνα, με θέμα τη σχέση ποίησης και γνώσης.
Γκ: Όπως στις περισσότερες κατακτήσεις σε αυτή τη ζωή χρειάζεται λίγο κι από τις δύο συνθήκες. Κατ’ αρχάς, πρέπει να προσδιορίσουμε τι σημαίνει η λέξη «συγγραφέας». Είναι μια ιδιότητα που σφραγίζεται από την έκδοση μερικών βιβλίων ή κάτι πιο απροσδιόριστο και υπερβατικό; Νομίζω θα συμφωνήσουμε ότι όταν τίθεται αυτό το (σύνηθες) ερώτημα, αυτό που πραγματικά ρωτάμε είναι αν «γεννιέσαι ή γίνεσαι καλός συγγραφέας». Θα έλεγα λοιπόν ότι σίγουρα χρειάζεται σε ικανοποιητικό βαθμό αυτό που αποκαλούμε συμβατικά και απλουστευτικά «ταλέντο». Το ταλέντο δεν είναι μια θεία ουσία που ενυπάρχει ή όχι στο κεφάλι του καθενός, είναι περισσότερο ένα πλέγμα ετερόκλητων ιδιοτήτων και δεξιοτήτων που κάθε φορά συγκλίνουν, τυχαία ίσως, προς τη μία ή την άλλη εκδήλωση και εφαρμογή. Είναι μια πρώτη ύλη που θα δουλέψεις, αλλά πρέπει να τη δουλέψεις: αναλόγως το βάρος της ύλης αυτής καθορίζεται η απαιτούμενη εργατικότητα, ο προγραμματισμός, η επιμονή και η προσήλωση, στοιχεία χωρίς τα οποία συνήθως λίγα πράγματα γίνονται.
Ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα σήμερα
Π: Μια πανσπερμία «εκδόσεων», χωρίς αισθητική φροντίδα ή στοιχειώδη αγάπη για τους κανόνες της τυπογραφίας. Βγαίνουν βιβλία με απαράδεκτα στοιχεία, χωρίς πίνακα περιεχομένων και χωρίς κολοφώνα. Άσε που οι περισσότεροι από αυτούς τους «ποιητέμπορους» τη λέξη κολοφώνας τη θεωρούν βρισιά (γέλια). Ο ποιητικός χώρος έχει γεμίσει ξαφνικά από τις κυρίες με τα διπλά ονόματα (Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου) και ελεύθερους επαγγελματίες ή καθηγητές που δεν καταλαβαίνω πιο ζόρι τους κάνει να βάζουν δίπλα στην επαγγελματική τους δραστηριότητα την παύλα -ποιητής. Ευτυχώς υπάρχουν και οι άγιοι που είναι αφοσιωμένοι στην Ποίηση (κι αποφεύγουν το instagram της ποίησης που είναι η ακατάσχετη δημοσίευση στιχουργημάτων σε καθημερινή βάση στο διαδίκτυο), να κρατούν τη λαμπάδα αναμμένη μες στα χεράκια τους.
Γκ: Βιβλία βγαίνουν ακόμα αρκετά, παρά την οικονομική δυσμένεια. Υπάρχουν πολλοί εκδοτικοί οίκοι που επιμένουν και συνεχίζουν σε ένα καθόλου ευνοϊκό περιβάλλον να παρουσιάζουν κομψές και καλαίσθητες εκδόσεις, συστήνοντας στο κοινό σημαντικούς συγγραφείς ή ανακαλύπτοντας νέους. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γράφουν εντατικά, που μεταφράζουν με όρεξη και προσοχή, που συζητούν δυναμικά για τα βιβλία. Μου φαίνεται πάντως πως ό,τι καλό γίνεται στον χώρο είναι αποτέλεσμα μεμονωμένων προσωπικών προσπαθειών, ανθρώπων που με τη λόξα τους και το μεράκι τους προσπαθούν να κάνουν κάτι, ο καθένας ό,τι μπορεί. Δεν διακρίνω κάποια συλλογική σύμπλευση ή στήριξη, το δε κράτος συχνά δεν κάνει ούτε τα βασικά.
Πόσο πιθανό είναι να καταφέρει ένας συγγραφέας να ζήσει αποκλειστικά από την συγγραφή;
Π: Πιο πιθανό είναι να κερδίσει το Τζόκερ αγαπητέ.
Γκ: Στην Ελλάδα; Εξαιρετικά απίθανο. Το κοινό είναι μικρό, τα βιβλία πολλά, η αναγνωστική παιδεία του Έλληνα συγκεκριμένη. Οι εξαιρέσεις είναι ελάχιστες και στατιστικά ασήμαντες. Το πολύ πολύ τα έσοδα από τη συγγραφή να λειτουργούν καμιά φορά συμπληρωματικά, κι αυτό σε ποσοστό που δεν ξέρω πόσο σημαντικό μπορεί να το βρίσκει ο καθένας
Είναι αναγκαίο ένας ποιητής ή συγγραφέας να αφήσει τα βιώματα του να τον «κάψουνε»;
Π: «Ο δρόμος της υπερβολής οδηγεί στο παλάτι της σοφίας», έγραφε ο Μπλέικ, αλλά το «να πίνω για να γράψω σαν τον Μπουκόφσκι», δεν θα σε κάνει συγγραφέα, θα σε καταντήσει απλώς αλκοολικό. Μην ξεχνάμε πως υπάρχει και η «αναγνωστική» εμπειρία, δίχως την οποία όσα βιώματα κι αν έχεις δεν θα μπορέσεις ποτέ να τα κάνεις λογοτεχνία.
Γκ: Αυτό εξαρτάται από τη λογοτεχνία που ενδιαφέρει τον καθένα. Μπορεί κάποιος να γράφει πιο αποστασιοποιημένα ή εγκεφαλικά και να μην αφήνει τις προσωπικές του εμπειρίες να φαίνονται ιδιαίτερα στο κείμενο. Όπως και να ’χει όμως, ρητά ή υπόρρητα, η επίδραση του βιώματος στο γράψιμο είναι καθοριστική αφού σε σημαντικό βαθμό διαμορφώνει την προσωπικότητα του συγγραφέα και του παρέχει μια δεξαμενή αφηγήσεων.
Μία ερώτηση για τον καθένα:
Τελικά, πίσω από κάθε φανταστικό ή πραγματικό ήρωα, κρύβεται ένα κομμάτι του εαυτού μας;
Γκ: Νομίζω αυτό είναι αναπόφευκτο. Από τη στιγμή που δημιουργείς κάτι, οτιδήποτε, δεν μπορείς να ξεφύγεις πλήρως από το δικό σου πεδίο διανοητικού και συναισθηματικού ελέγχου. Αυτό πιστεύω ισχύει κι όταν δημιουργείς πχ χαρακτήρες που είναι ριζικά διαφορετικοί από τον δικό σου, ή διαφορετικού φύλου κλπ. Οι λέξεις που πλάθουν τον ήρωα ή το λογοτεχνικό σου σύμπαν δεν ξεπηδάνε από το πουθενά, πυροδοτούνται από τον εγκέφαλο που κρύβεις στο κεφάλι σου, για λόγους που ξέρεις και δεν ξέρεις αλλά όπως και να ’χει σχετίζονται με εσένα ως ψυχοσωματική οντότητα. Αυτό όμως πρέπει να καταλάβουμε τι σημαίνει, γιατί ίσως δεν σημαίνει και τόσο πολλά τελικά: ο εαυτός δεν είναι κάτι συμπαγές και μονολιθικό, απεναντίας είναι μια ρευστή, αχαρτογράφητη και πολύμορφη μάζα. Το να «κρύβεται ένα κομμάτι του εαυτού μας» σε ένα κείμενο μπορεί να μην λέει και πολλά, μιας και το κομμάτι αυτό ενδέχεται να είναι κάτι όχι τόσο μοναδικό ή ανεπανάληπτο.
Μια συμβουλή σε έναν νέο που ξέρει ότι η ποίηση είναι το πάθος του, και προσπαθεί να κάνει τα πρώτα του βήματα στον χώρο:
Π: Να ακούει στις κριτικές, γιατί οι περισσότεροι νέοι δεν έχουν μάθει να τους λένε «όχι» και δεν σκύβουν εύκολα το σβέρκο τους στην πατρική σφαλιάρα, επειδή έχουν μεγαλώσει στην απόλυτη απουσία του πατέρα, κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να έχουν μηδενική αντοχή στην απόρριψη. Μελέτη λοιπόν και πάλι μελέτη για να ξέρουμε ποιος είναι ο «ορίζοντας αναμονής» για την Τέχνη μας, που έχει φτάσει μέχρι σήμερα και τι μπορούμε να καταφέρουμε απ’ τη δική μας πλευρά. Να γράφει δυο σελίδες και να σβήνει τρεις, κι όπως έλεγε και η Βιρτζίνια Γουλφ, να κρατάει τα ποιήματά του στο συρτάρι και να τα εκδώσει μόνον αφού πατήσει τα τριάντα! Ευτυχώς οι νέοι δεν ακούν συμβουλές κι αυτό με κάνει αισιόδοξο να ελπίζω ακόμα πως ένα ποίημα θα μου τινάξει τα μυαλά και πάλι στον αέρα. Ίσως αυτή η προσδοκία είναι και το μυστικό της μακροζωίας μου (γέλια).