Με αφορμή τον νέο Κύκλο της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Σολίστ της ΚΟΑ, δύο καταξιωμένοι μουσικοί της, ο Κορυφαίος Α’ στα Β’ Βιολιά Απόλλων Γραμματικόπουλος και ο φλαουτίστας Μιχάλης Ραμός συζητούν για όσα τους ενώνουν: τα ασυνήθιστα και ανεκτίμητα έργα, τις εποχές που τα γέννησαν, αλλά και τη σχέση τους με την πρώτη ορχήστρα της χώρας:
Ποια η σημασία της εποχής για τη σύνθεση ενός έργου; Κατά πόσο επηρεάζεται από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες αλλά και τη μουσική περίοδο κατά την οποία γράφεται;
Α.Γ.: Η μουσική, όπως και κάθε μεγάλη Τέχνη, ορίζει την εποχή της, αλλά επίσης καθορίζεται απ’ αυτήν. Ο συνθέτης είναι μέλος μιας κοινωνίας, συνεπώς βιώνει την κοινή μοίρα της κοινωνίας στην οποία ζει. Όμως, μέσα από το χάρισμα που διαθέτει, το έργο του αντανακλά πανανθρώπινες αξίες κι έτσι αποκτά διαχρονική αξία. Κι όπως συμβαίνει με κάθε σημαντικό ανθρώπινο επίτευγμα, εγγράφεται στο συλλογικό ασυνείδητο του πολιτισμένου κόσμου.
Μ.Ρ.: Σε κάθε εποχή υπάρχουν διάφορα ρεύματα στις τέχνες (ζωγραφική, ποίηση, πεζογραφία, φιλοσοφία κ.λ.π) και ο κάθε καλλιτέχνης προσπαθεί να ενταχθεί εκεί που του ταιριάζει, ανάλογα με τα πιστεύω του. Εκεί όπου εκφράζεται καλύτερα και επικοινωνεί με το κοινό.
Από τη γνώση μας και την εμπειρία μας καταλαβαίνουμε που εντάσσεται ο καθένας σε σχέση με τους συγχρόνους του.
Όταν ερμηνεύετε ένα γραπτό, είναι σκόπιμο να μελετάτε και την συναισθηματική κατάσταση του συνθέτη όταν το έγραφε;
Α.Γ.: Πέρα από λίγες εξαιρέσεις, συνήθως δεν γνωρίζουμε την ιδιαίτερη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο δημιουργός, όταν συνέθετε κάποιο έργο του και θα ήταν παράτολμο να συνάγουμε εμείς κάποιο συμπέρασμα, με βάση τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σ΄εμάς το κάθε έργο. Πολλοί δημιουργοί ενίστανται, όταν κάποιος επιχειρεί να ερμηνεύσει τον ψυχισμό τους με βάση το έργο τους και συχνά δηλώνουν ότι ούτε οι ίδιοι δεν θυμούνται τι ένιωθαν, όταν το δημιουργούσαν.
Μ.Ρ.: Αν κάπου ο συνθέτης αναφέρεται στον λόγο που συνέθεσε το κομμάτι, καλό θα είναι να το γνωρίζουμε. Όπως είπε και ο Απόλλωνας, σε πολλά έργα δεν υπάρχει αυτό. Υπάρχουν οι παρτιτούρες. Προσπαθώ, για αρχή, να εκτελέσω πιστά όσα είναι γραμμένα με νότες και σύμβολα και να βρω την αρμονική ανάλυση, τί παίζουν οι υπόλοιποι, τα χρώματα, τα ηχοχρώματα. Σιγά σιγά, σου αποκαλύπτεται η διάθεση του συνθέτη και προσπαθείς να ταυτιστείς.
Πώς δένουν (με την έννοια της συνοχής) στην ίδια συναυλία τρία έργα που έχουν γραφτεί σε τρεις τόσο διαφορετικές περιόδους; Πιστεύετε ότι αυτός ο -έστω περιορισμένος σε τρεις περιόδους - «μουσικός περίπατος στον χρόνο» μας δίνει μια εικόνα για την εξέλιξη της ίδιας της μουσικής;
Μ.Ρ.: Φυσικά μας δίνει μια εικόνα αυτός ο περίπατος. Είναι μια διαδρομή στα τρία ρεύματα που επικράτησαν και συνεχίζουν να ελκύουν το κοινό. Σε μια συναυλία δεν μπορούν να χωρέσουν πολλά πράγματα, ακριβώς όπως σε έναν περίπατο δεν μπορείς να τα δεις όλα. Σκοπός είναι η ψυχ- αγωγία.
Α.Γ.: Στα προγράμματα συναυλιών επικρατεί η τάση να υπάρχει ένα συνδετικό στοιχείο, κάτι δηλαδή που να συνδέει μεταξύ τους τα έργα που παρουσιάζονται. Αυτή είναι μια πρακτική, που χωρίς να είναι πάντα αναγκαία ή ακόμα και επιθυμητή, δίνει ένα ψυχολογικό πλαίσιο στον ακροατή, ώστε να έχει την ψευδαίσθηση της θεματικής ενότητας. Μια καλή συναυλία θα λέγαμε ότι είναι ανάλογη ενός επίσημου γεύματος, όπου τόσο τα πιάτα όσο και η σειρά με την οποία προσφέρονται, βοηθούν στην ανάδειξη του γεύματος ως συνολικής, σπονδυλωτής εμπειρίας.
Ποια η μεγαλύτερη πρόκληση κατά την ερμηνεία;
Α.Γ.: Η μεγαλύτερη πρόκληση και δυσκολία στη μουσική είναι να «σκάψουμε» πίσω από τις νότες και τη μουσική σημειογραφία και να προσπαθήσουμε να ανασύρουμε, να αποκωδικοποιήσουμε και να αναδείξουμε όλο τον πλούτο που κρύβεται και εκτυλίσσεται παράλληλα με το μουσικό περιεχόμενο. Επειδή αυτή η διαδικασία είναι διαρκώς εξελισσόμενη και ανεξάντλητη, είναι ο λόγος για τον οποίο η λόγια μουσική αφορά ακόμα το κοινό και υπάρχει η ανάγκη να αναπαράγεται από γενιά σε γενιά. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο ερμηνευτής καλείται να λάβει αποφάσεις για το πως πρέπει να πετύχει αυτά που επιθυμεί και, πολλές φορές, να αποτρέψει όσα δεν πρέπει να συμβούν.
Το Τρίτο Κοντσέρτο για βιολί του Μότσαρτ, παρά το ότι πρόκειται για πρώιμη δημιουργία, θεωρείται εξαιρετικά ώριμο μουσικά. Για ποιον λόγο πιστεύετε ότι ξεχωρίζει στην εργογραφία του;
Μ.Ρ.: Ο Μότσαρτ γεννήθηκε ώριμος συνθετικά. Όλα του τα έργα είναι ξεχωριστά. Όταν ακούω σύγχρονούς του συνθέτες, νοιώθω ότι εκεί που οι άλλοι βάζουν τέλος, αυτός συνεχίζει και κάνει τη διαφορά. Κανένα του έργο δεν υστερεί.
Α.Γ.: Συμφωνώ απόλυτα. Όταν μιλάμε για το «φαινόμενο Μότσαρτ», μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι στα 19 του έτη ήταν ήδη ώριμος και ολοκληρωμένος καλλιτέχνης. Το ζήτημα είναι ότι η μουσική εξελίσσεται από τους φωτισμένους μουσικούς. Με αυτό το Κοντσέρτο, ο Μότσαρτ τολμάει να καινοτομήσει σε αυτό το είδος, φυσικά με προσεκτικά βήματα γιατί η εποχή του δεν είναι ακόμη έτοιμη για μεγάλες ρήξεις.
Ποια τα στοιχεία μίας σύνθεσης που την καθιστούν σταθερή αξία στο ρεπερτόριο ενός οργάνου;
Α.Γ.: Κάποια έργα έχουν την τύχη να είναι απόλυτα συμβατά με τις ανάγκες και τις δυνατότητες ενός οργάνου και παράλληλα να έχουν καλλιτεχνική αξία. Αυτά τα έργα έχουν τις προδιαγραφές να αποτελούν τον πυρήνα του ρεπερτορίου κάθε οργάνου.
Το Κοντσέρτο δανείζεται και στοιχεία από το είδος της όπερας. Θεωρείτε ότι με αυτό τον τρόπο εμπλουτίζεται η σύνθεση και γιατί;
Α.Γ.: Πιστεύω ότι ένας συνθέτης που αγαπάει την όπερα και συνδέει τη δημιουργικότητά του μαζί της, αδυνατεί να αποβάλει αυτή του τη διάσταση σε ό,τι κι αν γράψει. Έχει λεχθεί ότι ο Μότσαρτ στα Κοντσέρτα του δεν γράφει απλώς θέματα, αλλά κάθε θέμα αντιστοιχεί με έναν ανθρώπινο χαρακτήρα. Αυτή η παρατήρηση, αμέσως μας βοηθά να προσεγγίσουμε τη μουσική του με τελείως διαφορετική ματιά.
Η Σεσίλ Σαμινάντ υπήρξε από τις λίγες γυναίκες συνθέτριες που αναγνωρίστηκαν στην εποχή τους (τέλη 19ου – αρχές 20ου αιώνα). Πιστεύετε ότι η σημασία του φύλου είναι μικρή σήμερα στον χώρο της κλασικής μουσικής (συνθέτες/τριες, αρχιμουσικοί, σολίστ, μουσικοί σε ορχήστρες).
Μ.Ρ.: Πιστεύω ότι η κοινωνία μας προσπαθεί να δώσει ίσες ή περισσότερες ευκαιρίες σε γυναίκες και να απαλλαγεί από την ανδροκρατία. Στις ορχήστρες, ως σολίστ, μαέστροι και καλλιτεχνικές διευθύντριες, υπάρχουν πλέον πολλές γυναίκες, γεγονός που πριν 30-40 χρόνια θα ήταν έκπληξη. Και τα βήματα είναι σταθερά, για πολλούς αργά, προς αυτήν την κατεύθυνση. Όλοι έχουν να προσφέρουν και δεν πρέπει να αποκλείονται.
Η μουσική της Σαμινάντ έχει χαρακτηριστεί μελωδική, λυρική, χαριτωμένη και φινετσάτη. Πιστεύετε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν ό,τι θα περίμενε η γαλλική κοινωνία εκείνης της εποχής από μία γυναίκα;
Μ.Ρ.: Η Σαμινάντ ήταν μια συνθέτης του ύστερου ρομαντισμού. Και όπως σας απάντησα παραπάνω, ήταν ένα από τα ρεύματα της εποχής που την εξέφραζαν. Η αναγγελία της σύνθεσης του Κοντσερτίνο από την École Normale de Paris υποδηλώνει την εκτίμηση της οποίας έχαιρε από τους μουσικούς της εποχής.
Ποια τα στοιχεία που πιστεύετε καθιστούν το Κοντσερτίνο για φλάουτο εμβληματικό έργο του ρεπερτορίου μέχρι σήμερα;
Μ.Ρ.: Στο Κοντσερτίνο υπάρχουν τόσο δεξιοτεχνικές, όσο και εκφραστικές προκλήσεις. Οι εναλλαγές στις διαθέσεις κρατούν τον θεατή σε εγρήγορση. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, το κάνει και ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τους φλαουτίστες.
Τι ψάχνετε σε ένα έργο όταν διδάσκετε την επόμενη γενιά μουσικών; Τι πρέπει να έχει για να βοηθήσει στην εξέλιξή τους;
Α.Γ.: Το ρεπερτόριο που διδάσκω στους μαθητές μου σχετίζεται περισσότερο με τις ανάγκες τους και με την πλήρη χαρτογράφηση των εποχών και των στυλ. Δεν ψάχνω δηλαδή απαραίτητα τα πιο ωραία έργα, αλλά τα πιο αντιπροσωπευτικά ή αυτά που θα τους βοηθήσουν στο επίπεδο που βρίσκονται. Προφανώς κάποια στιγμή συναντάς το μεγάλο ρεπερτόριο, χωρίς όμως κανένα άγχος να το εξαντλήσεις στις σπουδές.
Μ.Ρ.: Στους μαθητές μου προσπαθώ να είμαι φίλος. Καλή παρέα. Να μάθω την ψυχολογία τους, πώς σκέφτονται. Προσπαθώ να αγαπήσουν τη μουσική με κομμάτια που ταιριάζουν στον καθένα και να ανακαλύψουν έναν διαφορετικό τρόπο έκφρασης και εξερεύνησης του εαυτού τους. Υπ’ αυτό το πρίσμα, προσπαθώ να εξελιχθούν τεχνικά, να μάθουν τα διαφορετικά στυλ, τρόπους, εποχές.
Από τα πρώτα βήματα, προσπαθώ να καταλάβουν ότι με επανάληψη, υπομονή και επιμονή πραγματοποιεί κανείς στόχους, που είναι σημαντικοί για την υπόλοιπη ζωή του.
Παρά τις αρνητικές κριτικές για την παράσταση του Άμλετ, η μουσική του Σοστακόβιτς χαρακτηρίστηκε ως εξαίσια. Τι το εξαίσιο έχει για εσάς;
Μ.Ρ.: Όταν παίξαμε την 1η Συμφωνία του Σοστακόβιτς, την οποία συνέθεσε στα 19 του, κατάλαβα ότι είχε ήδη διαμορφωμένο στο μυαλό του το προσωπικό ύφος και τρόπο σύνθεσης, τον οποίο βρήκα ιδιαίτερο και καθηλωτικό. Άριστη γνώση ενορχήστρωσης. Τίποτα δεν ήταν περιττό. Όλα του τα έργα μετά είχαν εξέλιξη. Κανένα δεν υστερεί.
Α.Γ.: Όλοι οι Σοβιετικοί συνθέτες γεννήθηκαν, κατά τη γνώμη μου, σε ένα περίεργο «θερμοκήπιο». Δεν επρόκειτο ακριβώς για ένα φιλικό «θερμοκήπιο», είχαν να αποδείξουν πράγματα, ζούσαν σε έναν ανελεύθερο κόσμο, είχαν να επιδείξουν δημιουργία μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν επιτρεπόταν ακριβώς να δημιουργείς όπως επιθυμείς κι όπως φαντάζεσαι. Όφειλαν να δίνουν αναφορές. Ο Σοστακόβιτς, λοιπόν, κυνηγήθηκε γι’ αυτό, αλλά κατάφερε να επιβιώσει, δεν χρειάστηκε να φύγει, δεν παραγκωνίστηκε από το καθεστώς. Είναι ένα πολύ δυνατό συνθετικό DNA, που κατάφερε μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες να γράψει μία μουσική που ξεχωρίζει.
Πώς προετοιμάζεστε για μία σολιστική εμφάνιση; Πόσες ώρες μελετάτε την ημέρα;
Α.Γ.: Προσπαθώ να γνωρίσω σε βάθος το έργο που πρόκειται να παρουσιάσω. Μελετώ εξονυχιστικά, ώστε να μην επιτρέπω τεχνικές αβεβαιότητες και ερμηνευτικές εκκρεμότητες, όσο είναι αυτό δυνατόν. Προφανώς ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός, όμως οι ανθρώπινες δυνατότητες για συγκέντρωση και παραγωγικό έργο έχουν όρια. Προσπαθώ να μην τα ξεπερνώ.
Μ.Ρ.: Η μελέτη για την ορχήστρα είναι ούτως ή άλλως καθημερινή. Πρέπει να είμαστε συνέχεια σε ετοιμότητα για τα κομμάτια της ορχήστρας, αλλά και για τους μαθητές που διδάσκουμε. Για τη σολιστική συναυλία αυτό αυξάνεται. Ευτυχώς τώρα με την καραντίνα υπάρχει αρκετός χρόνος να ασχοληθώ αρκετά με τη μουσική, που αγαπώ από μικρός. Δεν είναι μόνο οι νότες και τα δεξιοτεχνικά. Είναι και η βαθύτερη γνώση και οικειοποίηση του έργου, τελικά η απόδοσή του στο κοινό.
Η μετάβαση ενός μουσικού ορχήστρας στη θέση του σολίστ, ποιες προκλήσεις γεννά;
Α.Γ.: Κάθε μουσικός Ορχήστρας, παρότι είναι εκπαιδευμένος σολίστ, εντός της ορχήστρας καλείται να αμβλύνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιξίματός του και να αφομοιωθεί στον ήχο του συνόλου. Αναλαμβάνοντας χρέη σολίστ, πρέπει να επαναφέρει αυτή την ιδιαιτερότητα, η οποία είναι και το ζητούμενο για κάθε σολίστα – κάτι που μόνο απλό δεν είναι για μουσικούς που παίζουν επί μακρόν στο αναλόγιο της Ορχήστρας.
Μ.Ρ.: Η πρόκληση είναι να καταφέρω να μεταδώσω τις ιδέες μου για το κομμάτι στους συναδέλφους και μαζί να παίξουμε ομοιόμορφα, σαν ένας, όπως προσπαθούμε κάθε φορά, και να ψυχαγωγήσουμε το κοινό, που θα μας βλέπει από το σπίτι του αυτή τη φορά.
Η οικειότητα με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών μπορεί να κρύβει παγίδες, όταν καλείστε να συμπράξετε; Αν ναι, ποιες είναι αυτές;
Α.Γ.: Η οικειότητα με τους συναδέλφους της ΚΟΑ μπορεί να σημαίνει συμπάθεια ή φιλική διάθεση, που όμως δεν χαρίζει άλλοθι, όταν κάποιος εκτίθεται καλλιτεχνικά. Στην επαγγελματική διάσταση της Ορχήστρας, είναι φυσικό να επικρατεί ανταγωνιστικό πνεύμα, όπως άλλωστε σε κάθε εργασιακό χώρο. Οι φίλοι και συνάδελφοι γίνονται, λόγω ιδιότητας, οι πιο αμείλικτοι κριτές. Αυτό το πνεύμα δεν είναι κατ’ ανάγκην τοξικό και μπορεί να αποτελέσει κίνητρο για συνεχή βελτίωση στη δύσκολη και περίπλοκη φύση της δουλειάς μας.
Μ.Ρ.: Η οικειότητα με τους συναδέλφους, είμαι βέβαιος ότι θα βοηθήσει να υπερβούμε οποιαδήποτε πρόκληση, όπως ανέφερα παραπάνω.
Τι σημαίνει για εσάς η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών;
Μ.Ρ.: Για να μη μακρηγορήσω, υιοθετώ αυτό που είχε πει ένας συνάδελφος πριν τη συνταξιοδότησή του: «Αν υπάρχει δεύτερη ζωή, θα ήθελα ευχαρίστως η Κρατική να είναι μέρος της».
Α.Γ.: Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών είναι ένα σημείο αναφοράς για την ελληνική κοινωνία και επίσημος φορέας πολιτισμού με μεγάλη ιστορία, αλλά και ένα δυναμικά εξελισσόμενο σύνολο. Η δημόσια υπόστασή της δίνει στον Οργανισμό αυτόν την ευθύνη να είναι ο καθρέφτης της τέχνης της συμφωνικής μουσικής στη χώρα, άρα αποτελεί τον πρεσβευτή της Ελλάδας στον διεθνή μουσικό χάρτη. Συνεπώς, συναισθάνομαι το βάρος αυτής της αποστολής, καθώς και το χρέος να λειτουργούμε με ένα κοινό όραμα για τη βελτίωση και την ανοδική πορεία της Ορχήστρας στη νέα και πολύ απαιτητική εποχή που διανύουμε. Σε προσωπικό επίπεδο, είναι το σπίτι μου, η καλλιτεχνική στέγη μου.
Info:
Σαβ., 23 Ιαν. 2021
20:30
Η συναυλία μεταδίδεται δωρεάν στη Σελίδα Facebook και το κανάλι YouTube της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.