Το 2023 δεν έκλεισε θετικά για τις μισές περίπου ευρωπαϊκές εταιρείες οι οποίες δεν κατάφεραν να πιάσουν το στόχο των κερδών τους εξαιτίας κυρίως των υψηλών επιτοκίων, σύμφωνα με αναλυτές του CNBC.
Από τον Δεκέμβριο του 2023 μέχρι τις 29 Φεβρουαρίου 2024, 313 μεγάλες ευρωπαϊκές εταιρείες έχουν δηλώσει ότι έχουν πτώση κερδών κατά 50,2%, σύμφωνα με ανάλυση των δεδομένων FactSet, γεγονός που κάνει το πρώτο τρίμηνο του 2024 τη χειρότερη σεζόν κερδών από το πρώτο τρίμηνο του 2020 όταν η πανδημία έπληξε για πρώτη φορά τις ευρωπαϊκές εταιρείες.
Οι τομείς που κατέγραψαν τις χαμηλότερες επιδόσεις το τρίμηνο αυτό είναι οι εταιρείες υλικών, υγειονομικής περίθαλψης και το λιανεμπόριο ενώ στον αντίποδα βρέθηκαν οι εταιρείες τεχνολογίας και οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας.
Ο Έντουαρντ Στάνφορντ, επικεφαλής της ευρωπαϊκής στρατηγικής μετοχών στην HSBC, δήλωσε στο CNBC ότι «δεν έχουμε δει τόσο χαμηλό επίπεδο κερδών για πολύ καιρό» λέγοντας ότι η απογοήτευση είναι αρκετά μεγάλη.
Ο Philippe Ferreira, αναπληρωτής επικεφαλής για την οικονομία και τη στρατηγική πολλαπλών περιουσιακών στοιχείων της Kepler Cheuvreux, είπε ότι υπάρχουν δύο λόγοι που η Ευρωπαϊκή επιχειρηματικότητα δεν ανθεί..
«Ένα ασθενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη, με αύξηση του ΑΕΠ [ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος] κοντά στο 0% το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 2023, διάστημα στο οποίο μεγάλοι ευρωπαϊκοί κολοσσοί, όπως η L’Oreal, βρέθηκαν εκτεθειμένες στην Κινεζική αγορά η οποία βρίσκεται σε περίοδο μεγάλου αποπληθωρισμού και υποτονικής καταναλωτικής ζήτησης.
Τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας έδειξαν ότι η ευρωπαϊκή οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,1% το τρίτο τρίμηνο. Το τέταρτο τρίμηνο, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,1%, αποφεύγοντας μια τεχνική ύφεση που ορίζεται από δύο διαδοχικά τρίμηνα οικονομικής συρρίκνωσης.
Όμως η Ευρώπη βρέθηκε τα τελευταία δύο χρόνια εν μέσω ενός οικονομικού κυκλώνα που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Αυτό πυροδότησε μια τεράστια ενεργειακή κρίση που οδήγησε σε ρεκόρ πληθωρισμού αναγκάζοντας τις τράπεζες και την ΕΚΤ να αντιδράσουν αυξάνοντας σημαντικά και τα επιτόκια γεγονός που καθιστά ακριβότερο για τις εταιρείες τη λήψη νέας χρηματοδότησης.
Η Sharon Bell, υπεύθυνη της Goldman Sachs για την στρατηγική στην Ευρώπη, υποστηρίζει ότι η χαμηλή κερδοφορίας έχει οδηγήσει τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να επαναγοράζουν τις μετοχές τους, καθιστώντας τες πιο σπάνιες και ενισχύοντας τις τιμές τους.
Μια τακτική, που όπως υπογραμμίζει η Μπελ, «δεν εφαρμοζόταν σε τέτοια κλίμακα τα τελευταία 20 με 30 χρόνια, όπου οι ευρωπαϊκές εταιρείες πληρώνουν μερίσματα και δεν κάνουν εξαγορές».
Κολοσσοί όπως οι Shell, Deutsche Bank, Novo Nordisk, UBS και UniCredit ήταν μεταξύ των ευρωπαϊκών μετοχών που ανακοίνωσαν σχέδια να επαναγοράσουν μετοχές τους το 2024.
«Πιστεύουμε ότι τα ευρωπαϊκά εταιρικά κέρδη μπορεί να συνεχίσουν να βρίσκονται υπό πίεση λόγω της χαμηλής ανάπτυξης, την έλλειψη στήριξης της νομισματικής πολιτικής και φυσικά στην αδύναμη καταναλωτική ζήτηση», δήλωσε ο Ferreira της Kepler Cheuvreux λέγοντας ότι «πιο θετικές είναι οι ενδείξεις για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται και στην Αμερικανική αγορά ή σε ταχέως αναπτυσσόμενες αναδυόμενες αγορές».