Στην αρχή νομίζεις πως απλά κουράστηκες. Η μέση που «σε τραβάει» είναι γιατί στραβοκοιμήθηκες. Ή γιατί η καρέκλα στο γραφείο είναι κουραστική κι έμεινες ώρες καθηλωμένος στη δουλειά. Μετά, σου κόβεται η ανάσα καθώς τρέχεις αλαφιασμένος να προλάβεις όλες εκείνες τις καθημερινές οικογενειακές υποχρεώσεις. Έπειτα, οι λογαριασμοί κι η εφημερίδα αποκτούν ξαφνικά «μπερδεμένα» γράμματα και για να τα δεις, πρέπει να μετακινήσεις το χαρτί στο μήκος του καρπού σου.
Διαβάστε επίσης: Το μεγάλο έγκλημα στο γηροκομείο των Χανίων με περισσότερους από 60 θανάτους σε 15 μήνες
Κάτι τσιμπηματάκια στην καρδιά, ο γιατρός που επιμένει να κόψεις το τσιγάρο, οι εξετάσεις και οι ρημαδοχοληστερίνες που έχουν πάρει τον ανήφορο, το σάκχαρο που δεν πέφτει.
Τα παπούτσια που όταν σκύβεις για να τα φορέσεις, το στέρνο διαμαρτύρεται.
Τα μαλλιά που χαϊδεύουν πια το πάτωμα κι όχι το μεσόφρυδο.
Οι ρυτίδες γύρω από τα χείλια και το «πόδι της χήνας» στην άκρη των ματιών.
Η βαριά διάθεση και το ακόμη πιο βαρύ κορμί. Ο απογευματινός κλεφτός ύπνος στον καναπέ, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση.
Τα βλέπεις τα σημάδια, μα κάνεις πως δεν τα βλέπεις. Με την ανθρώπινη αλαζονεία να πρυτανεύει, πας κόντρα στην ηλικιακή σου κατάταξη. Ξαφνικά αποκτάς εμμονές.
Αγοράζεις μηχανή κι ας μην μπορεί πια να ανεμίζει το μαλλί. Χουχουλιάζεσαι μετά επί δύο ώρες στην ηλεκτρική κουβέρτα.
Αρχίζεις να αρέσκεσαι στα μεγάλα jeep ή αποζητάς extreme sports. Με όψιμο παλιμπαιδισμό επιδίδεσαι σε ένα ανηλεές κυνηγητό παράτασης στη νιότη, παίζοντας στην «παράσταση» πως μπορείς ακόμη να ελκύεις το αντίθετο φύλο.
Το αέναο παιχνίδι του φλερτ μετατρέπεται σε πρόκριμα «νεανικότητας».
Η «κρυφή» κρέμα ανασύρεται από το βάθος του ντουλαπιού, οι πολυβιταμίνες μπαίνουν καθημερινά στο πρωϊνό, κάτι ψιλοεπεμβασούλες αισθητικής, η «εικόνα» να λουστραριστεί, μπας και μείνει για λίγο ακόμη «γυαλιστερή».
Ο Γιώργος Ζορμπάς (που τον μάθαμε ως «Αλέξη» απ’ το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη) έγραφε σ’ ένα γράμμα που είχε στείλει στον συγγραφέα:
«Τίποτα δεν φοβάμαι. Έχω παλέψει με θεριά. Έχω πολεμήσει και με τ’ αληθινά θεριά, τους ανθρώπους. Τα βαλα και με τα μεγάλα θεριά, τη θάλασσα και τη γη. Και το μεγαλύτερο θεριό, τη γυναίκα, την αγάπησα.
Θεούς και διαβόλους δεν φοβάμαι. Για τον θάνατο ούτε που με νοιάζει.
Τίποτα δε φοβάμαι. Μόνο ένα: Τα γεράματα.
Φοβάμαι μην έρθει η στιγμή που δε θα μπορώ ούτε να κατουρήσω. Που θα περιμένω τη νύφη μου να με ταΐσει. Που δε θα μπορώ να σταθώ όρθιος.
Μόνο αυτό φοβάμαι. Που θα ’μαι γέρος κι ανήμπορος.»
Αυτήν την ανημποριά εκμεταλλεύονται εκείνοι που καπηλεύονται τα γηρατειά… Οι ανάλγητοι συγγενείς, τα γηροκομεία-ακουμπιστήρια ψυχών, οι τυραννίσκοι γερόντων αδύναμων να αμυνθούν.
Περπατάω βιαστικά στους διαδρόμους πολυσύχναστου νοσοκομείου της πρωτεύουσας. Αχνόφωνα βογκητά ακούγονται από θάλαμο στα αριστερά μου. Η πόρτα είναι ανοιχτή. Ένας γεράκος αγωνίζεται να σηκωθεί από το κρεβάτι του πόνου. Στα λιπόσαρκα χέρια του μια καθιστή «πεταλούδα» χωρίς χρωματιστά φτερά κι η μακριά βελόνα που τον συνδέει με τον ορό. «Βοήθα με…» μου γνέφει.
Προσπαθώ να τον σηκώσω. Τα χέρια του δεν έχουν δύναμη να ωθήσουν το σώμα του να σηκωθεί. Γαντζώνεται πάνω μου, σα στρείδι σε βράχο που το λούζει το κύμα… Φορά εσώρουχο ακράτειας, το φανελάκι του έχει κηλίδες, είναι αξύριστος επί μέρες και τα λιγοστά μαλλιά του έχουν κολλήσει στο κρανίο που φεγγίζει. Τα μάτια του συναντούν τα δικά μου.
Ντρέπεται γι αυτό που βλέπει ότι βλέπω. «Έχω χάσει πέντε χρόνια τώρα την κυρά μου…» ψελλίζει. «Τα παιδιά σου;» τον ρωτάω, χωρίς να σκεφτώ. Μαγκώνομαι ,όταν καταλαβαίνω τι είπα. Εκείνος στρέφει αλλού το κεφάλι, κάπου μακριά. Εκεί που η αγάπη στους γερασμένους γεννήτορες μας δεν έμπαινε στο ανταλλακτήριο περιουσιακών στοιχείων. Μήτε η συμπόνια κι η συμπαράσταση, ήταν άγνωστες. «Να σηκωθώ…» μου ζητά παρακλητικά.
Με δυσκολία καταφέρνω να σηκώσω το θεόβαρο, παρότι λιπόσαρκο, σώμα. Διαπιστώνω πόσο δύσκολα βοηθά κανείς ένα γέρικο κι αδύναμο κορμί. Πόσο τελικά αυτό το «σαρκίο» που κουβαλά τις πεθυμιές μας χρόνια και χρόνια, στο τέλος, μήτε τις βασικές μας λειτουργικές ανάγκες δεν είναι ικανό να εξυπηρετήσει…
«Σ ευχαριστώ…» ψελλίζει ο γεράκος, καθώς αδράχνει το «πι». «Είν’ άσχημο να γερνάς. Και πιο πολύ, σαν είσαι ολομόναχος…» συνεχίζει, πιο πολύ σα να μιλά στον εαυτό του.
«Το ξέρω… το καταλαβαίνω…» βιάζομαι να απαντήσω, με την καρδιά μαγκωμένη.
«Δεν ξέρεις!» απαντά με νεανική ορμή το γεροντάκι, βγάζοντάς με από την αυταπάτη μου. «Αν δεν το ζεις, δεν μπορείς να καταλάβεις!». Φεύγω, δίχως λέξη.
Δεν ξέρεις τι ναι να γερνάς, παρά μόνον όταν γεράσεις.
Δεν ξέρεις τι είναι η μοναξιά κι η ανημποριά των γηρατειών, παρά μόνον όταν τη βιώνεις.
Όταν ακόμη κι οι πιο απλές καθημερινές ανάγκες, απαιτούν τιτάνια προσπάθεια.
Από το να ντυθεί κανείς και να τραφεί, ως και το ανέβει δυο σκαλιά, να περπατήσει ως το φαρμακείο, να πάρει το μεγεθυντικό φακό για να διαβάσει τη δυσανάγνωστη συνταγή, να μην ξεχάσει να πάρει τα πρωινά του φάρμακα και να θυμηθεί να μην τα πάρει δύο φορές γιατί ξέχασε πως ήδη τα έχει πάρει.
Να μπορεί να κλείσει ο ίδιος ραντεβού για το «εμβόλιο» και να πάει ως το Κέντρο Εμβολιασμών.
Να θυμάται το «πιν» για τη σύνταξη της πείνας και με μαθηματικούς υπολογισμούς να την κάνει να «φτάνει» ως το τέλος του μήνα.
Να μην μπερδεύει το όνειρο με την πραγματικότητα, να μπορεί να κόψει τα νύχια των ποδιών και να τρίψει την πλάτη του στο μπάνιο.
Να μην κλαίει όταν βλέπει συγκινητικές ταινίες και να μη δακρύζει ανεξέλεγκτα για όλα εκείνα τα πλην, στα συν της ζωής του.
Να χει ένα χέρι που να τον αγκαλιάζει με αγάπη κι ένα πιάτο ζεστό καλομαγειρεμένο φαγητό.
Το σεβασμό και την εκτίμηση των επόμενων και των μεθεπόμενων της γενιάς του, μια καλή λέξη την ώρα του πόνου, ένα καλωσόρισμα και μια πρόσκληση για συμμετοχή στους πολλοστούς κύκλους ζωής που κάνει κάθε οικογένεια…
Κι ας έχει χαθεί οριστικά εκείνος ο τύπος γιαγιάς που έγνεθε ιστορίες μπροστά στο τζάκι και του παππού που αφηγούνταν αληθινά και πλασματικά κατορθώματα… Κι ας έγιναν άξενες οι πόλεις μας και αφιλόξενα τα σπίτια μας, να μη χωράει η «τρίτη ηλικία» στις πτυχές ζωής των άλλων δύο…
Πλησιάζουν οι αναστάσιμες μέρες, ακόμη κι αυτήν την ανεόρταστη -λόγω covid 19 και όχι μόνο- περίοδο.
Στο γηροκομείο Χανίων, η εισαγγελική έρευνα αναζητά τις δεκάδες ανθρώπινες υπάρξεις που πρωταγωνίστησαν σε ένα άθλιο, μη κινηματογραφικό, ειδεχθές «Ι care a lot».
Ψάχνει να βρει στοιχεία για την εγκληματική αμέλεια σε βάρος των μαραζωμένων, παραπεταμένων από τους συγγενείς τους, μοναχικών ανθρώπων που έζησαν τα βασανιστήρια της ανημποριάς κι ίσως, άλλα πολλά ακόμη…
Πολιτικοί με μάσκες που έτσι κι αλλιώς φορούν, θα νίπτουν τας χείρας τους ενώπιον τηλεοπτικών καμερών, καθώς «πουλάει» κάθε θέμα που κάνει επίκληση στο συναίσθημα.
Κανείς τους δεν θα μιλήσει γι αυτό το κράτος-πρόνοιας που παραχώνει τους γέροντες σε γηροκομεία, μόνον αν η σύνταξή τους είναι «καλή». Κι αδιαφορεί στη συνέχεια για τις συνθήκες διαβίωσής τους κι επιβίωσής τους…
Για κείνους τους απόμαχους γέροντες στα ορεινά μας χωριά, ούτε λόγος. Για τις ολομόναχες λιπόσαρκες γριούλες, τις καθηλωμένες σε κρεβάτια πόνου. Μια φορά την εβδομάδα το «βοήθεια στο σπίτι», μια σταγονίτσα φροντίδας στον ωκεανό της καθημερινής τους ανάγκης.
Άνθρωποι που αγάπησαν κι αγαπήθηκαν, διάβασαν βιβλία, μέθυσαν για σωστούς και λάθος λόγους, έκαναν οικογένειες, γλέντησαν μα και θρήνησαν, ξόδεψαν και ξοδεύτηκαν, γέλασαν κι έκλαψαν, έπαθαν κι έμαθαν.
Κείτονται σήμερα στα περιθώρια της δικής μας ζωής, ανήμποροι, θλιμμένοι και μόνοι, πιο μόνοι από ποτέ… Ακροπατούν στο βίο μας, μη θέλοντας να μας «επιβαρύνουν» με των γηρατειών τους τα παθήματα.
Νιώθουν πως «πιάνουν τόπο», πως η γωνιά τους αφήνει βαριά σκιά στο τρεχαλητό της μέρας μας.
Οι παλιές τους περιπέτειες, οι αναμνήσεις, οι πεθυμιές τους ξετρυπώνουν νύχτα κάτω από το κρεβάτι και ψάχνουν για κείνα τα παλιά παιδικά τους παιχνίδια, λουσμένα στο φως μιας αμυδρής σελήνης. Αυτής που το φως της σβήνει στην αχλύ του επόμενου πρωινού…
Μεγάλη Εβδομάδα και ξαφνικά, όλοι θα θυμηθούμε τους δικούς μας ηλικιωμένους, όπου τους έχουμε παρατήσει.
Ξαφνικά, θα μας πιάσει το «φιλότιμο» και θα στείλουμε sms για «φροντίδα ηλικιωμένου».
Κάτι η υπόθεση με τα Χανιά και κάτι οι ενοχές μας, που ξυπνούν πότε-πότε.
Οι ευχές για «χρόνια πολλά» θα ακουστούν ειρωνικές σε κείνους που ξέρουν πως τα ξόδεψαν τα χρόνια τους τα «πολλά» κι έχουν μόνον λίγα. Οι πιο πολλοί δε μπορούν καν να σηκωθούν απ’ το κρεβάτι.
Έχουν καθετήρα και η «γυναίκα» που πληρώνουμε για να υποκαθιστά την αγάπη και το σεβασμό που δεν τους δείχνουμε, τους ταΐζει στο στόμα σα μωρά.
Άλλοι, σε προχωρημένη άνοια, φωνάζουν ακατάληπτες λέξεις. Όσοι ακόμα θυμούνται, ακουμπισμένοι στο μαξιλάρι, κοιτάζουν ώρες τον απέναντι τοίχο και στα μάγουλα δακρυρροούν σταγόνες πίκρας.
Ένα πι, στη σιωπή. Της γωνίας και της προθανάτιας αγωνίας…