Πρόσφατα, σε διεθνή ύδατα. βορειοανατολικά της Κρήτης και σε απόσταση 10–20 ναυτικών μιλίων από τα χωρικά μας ύδατα, έπλεαν τουρκικά πολεμικά πλοία που, μέσω του ασυρμάτου, παρενοχλούσαν τα ερευνητικά πλοία Levoli Relume και NG Worker, τα οποία δραστηριοποιούνται σε χωρικά και διεθνή ύδατα στο πλαίσιο του έργου ηλεκτρικής σύνδεσης Ελλάδος–Κύπρου. Επιπλέον, πέρσι, στις αρχές του καλοκαιριού, τουρκικά πολεμικά πλοία, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, εμπόδισαν ένα ερευνητικό πλοίο από το να εκτελέσει το ίδιο έργο στα διεθνή ύδατα μεταξύ Κάσσου και Καρπάθου.
Η Τουρκία, μέσω ανακοινώσεών της, ισχυρίστηκε ότι οι παρενοχλήσεις που σημειώθηκαν οφείλονται σε παραβίαση των συμφερόντων της. Τα παραπάνω επεισόδια αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της διαχρονικής προκλητικής στάσης της Τουρκίας απέναντι στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, τόσο στην εδαφική της επικράτεια όσο και στις θαλάσσιες ζώνες της, όπως αυτές αναγνωρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Για την επίλυση των διαφορών μας, διεξάγονται συνεχείς συνομιλίες υψηλού επιπέδου μεταξύ των δύο χωρών. Ωστόσο, η Τουρκία διαρκώς προσθέτει νέες διεκδικήσεις, ενώ η ελληνική πλευρά παραμένει σταθερή στη θέση της ότι η μοναδική διαφορά που χρήζει διαπραγμάτευσης είναι η οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ).
Μέχρι σήμερα, όλες οι πολιτικές κυβερνήσεις της χώρας μας ακολουθούσαν την τακτική της αναβολής στην επίλυση των διαφορών με τη γείτονα, προσπαθώντας να κερδίσουν χρόνο. Ωστόσο, ο χρόνος λειτούργησε υπέρ της Τουρκίας, η οποία, με την ανοχή μας, δημιούργησε τετελεσμένα γεγονότα και «γκρίζες ζώνες», με τη φαινομενική δικαιολογία ότι έπρεπε να διατηρηθεί η ηρεμία και να μην διαταραχθούν οι ισορροπίες.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ σηματοδοτεί μια νέα προσέγγιση στην παγκόσμια διακυβέρνηση και τις διεθνείς σχέσεις, όπου κυρίαρχο στοιχείο αναδεικνύεται η βούληση της εκάστοτε υπερδύναμης και η ικανότητα των κρατών και των συμμάχων τους να επιβάλλουν τις απόψεις τους και να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους με βάση την ισχύ τους. Οι διεθνείς συνθήκες, οι οργανισμοί και οι παραδοσιακές συμμαχίες φαίνεται πως, αργά αλλά σταθερά, χάνουν τη σημασία τους και οδηγούνται στο περιθώριο της ιστορίας.
Φυσικά, το εκκρεμές της ιστορίας θα ακολουθήσει την πορεία του, και στη νέα πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί, θα αναδυθούν νέοι διεθνείς οργανισμοί και συμμαχίες, ενώ θα συναφθούν νέες διεθνείς συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη ό,τι έχει επιβιώσει από τον παλαιό κόσμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι σκόπιμο και αναγκαίο να αποτυπώσουμε τι ισχύει σήμερα σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, με την ελπίδα ότι η χώρα μας, καθώς και οι υπόλοιπες ενδιαφερόμενες χώρες, θα μπορέσουν, μέσα από κοινές προσπάθειες και την ανάδειξη της ισχύος τους, να διαφυλάξουν έναν πυρήνα διεθνών συνθηκών.
Ανάμεσα σε αυτές, το Δίκαιο της Θάλασσας κατέχει κεντρική θέση, καθώς ρυθμίζει τις θαλάσσιες ζώνες, τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών και τη διαχείριση των φυσικών πόρων. Η υπεράσπισή του αποτελεί όχι μόνο νομική, αλλά και γεωπολιτική αναγκαιότητα, δεδομένων των συνεχιζόμενων προκλήσεων και αμφισβητήσεων. Η διατήρησή του εξαρτάται από την αποφασιστικότητα των κρατών που το στηρίζουν, αλλά και από την ικανότητά τους να το επιβάλουν στην πράξη.
Με πρωτοβουλία του ΟΗΕ, και κατόπιν σειράς διεθνών διασκέψεων, καταρτίστηκε και υπογράφηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1982 στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα η Διεθνής Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας (UNCLOS), στην οποία έχουν προσχωρήσει 168 κράτη, δηλαδή περισσότερα από τα 2/3 των υφιστάμενων κρατών. Ως εκ τούτου, η σύμβαση αυτή έχει εφαρμογή ακόμη και για κράτη που δεν την έχουν υπογράψει, όπως η Τουρκία.
Θα αναφερθούμε επιγραμματικά μόνο στα σημεία της UNCLOS που αφορούν τις κύριες διαφορές μας με τη γείτονα:
α) Κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει μονομερώς την αιγιαλίτιδα ζώνη (ή αλλιώς χωρικά ύδατα) της έως δώδεκα ναυτικά μίλια. Ωστόσο, λόγω της απειλής casus belli από την Τουρκία, η Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει στην επέκταση των χωρικών της υδάτων στο Αιγαίο. Επιπλέον, η επέκταση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ούτε νοτίως της Κρήτης, όπου δεν υπήρχε αντίστοιχη απειλή, παρά το γεγονός ότι ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Ν. Δένδιας είχε εξαγγείλει την εφαρμογή της. Η επέκταση αυτή θα μπορούσε να αδρανοποιήσει το Τουρκολιβυκό σύμφωνο, καθώς θα ενίσχυε τη νομική βάση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή.
β) Η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) ορίζεται ως η θαλάσσια περιοχή πέραν της αιγιαλίτιδας ζώνης, με μέγιστο πλάτος 200 ναυτικά μίλια, εντός της οποίας το παράκτιο κράτος ασκεί αποκλειστικά κυριαρχικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά αφορούν:
την εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων των υδάτων, του βυθού και του υπεδάφους,
την οικονομική αξιοποίηση των θαλάσσιων ρευμάτων και των υπερκείμενων ανέμων.
Η μοναδική διαφορά που αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει με την Τουρκία είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ των δύο χωρών. Το κρίσιμο σημείο της διαφοράς έγκειται στην άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει ότι, σύμφωνα με την UNCLOS, τα νησιά—συμπεριλαμβανομένου του Καστελόριζου—έχουν δική τους ΑΟΖ. Η Τουρκία επιμένει ότι η οριοθέτηση πρέπει να γίνει με βάση μια ″πακέτο” διαπραγμάτευση, επιδιώκοντας ένα win-win αποτέλεσμα μέσω συνυποσχετικού διαιτησίας στο Διεθνές Δικαστήριο. Πίσω από αυτή τη στρατηγική κρύβεται η διεκδίκηση του μισού Αιγαίου, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής της πολιτικής περί ″Γαλάζιας Πατρίδας”.
Επειδή «οι καιροί ου μενετοί», είναι επιτακτική ανάγκη να δράσουμε άμεσα, πριν ο τυφώνας Τραμπ σαρώσει διεθνείς οργανισμούς και συνθήκες, επιβάλλοντας το δίκαιο του ισχυρότερου. Πέρα από τον εξοπλισμό της χώρας και τη σύναψη συμμαχιών με άλλα κράτη βάσει του κοινού συμφέροντος, οφείλουμε, με κάθε θυσία, να υλοποιήσουμε στο ακέραιο όλα τα δικαιώματα και αρμοδιότητες που μας αναγνωρίζει η UNCLOS, χωρίς να ζητήσουμε την άδεια κανενός. Αυτή η στρατηγική δεν αποτελεί απλώς μια επιλογή, αλλά πρώτιστη προτεραιότητα και ακέραια ευθύνη κάθε κυβέρνησης.
Λέανδρος Τ. Ρακιντζής, Αρεοπαγίτης ε.τ.