Διαμορφώσεις και αναζητήσεις για την ευρωπαϊκή υπόθεση

Η Ελληνική Δημοκρατία πρέπει να εκθέσει μια ισχυρή πολιτικά εθνική θέση υπέρ της πολιτικής ενοποίησης επενδύοντας στον γνήσιο ευρωπαϊσμό.
Open Image Modal
Jacques Julien via Getty Images

Η ανάπτυξη στην δημόσια σφαίρα πραγματικής συζήτησης για το ευρωπαϊκό παρόν και μέλλον, ήταν ελάχιστη για τις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου. Και αυτό γιατί υπήρξαν κατευθύνσεις που διαμορφώνονταν από τοξικά χαρακτηριστικά, από προσωπικούς χαρακτηρισμούς που δεν είχαν καμία σχέση με το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής κάλπης, αλλά και με την πολιτική.

Η ΕΕ σήμερα αν και δεν έχει διαμορφώσει συνθήκες προς την ομοσπονδιακή της συγκρότηση, εν τούτοις μέσα από μια λογική επιτομή συνεργασίας των κυρίαρχων πολιτικών ομάδων, έχει περιεχόμενο και ταυτότητα. Όμως η νομισματική ένωση απαιτεί και άλλα, πιο ουσιαστικά βήματα, για την δημοσιονομική ένωση. Να ελαχιστοποιήσουμε το υπαρκτό έλλειμμα δημοκρατίας, παρεμβαίνοντας σε αυτό με πράξεις που θα ενισχύουν την θέση και παρέμβαση των Πολιτών, όπως με την θέσπιση  ενός ενιαίου για όλη την ΕΕ συστήματος εκλογής των ευρωβουλευτών. Με την άμεση εκλογή του προσώπου που θα ηγείται της ΕΕ. Πράξεις που θα ενισχύσουν το κοινοτικό πολιτικό πλαίσιο, καταδεικνύοντας το ισχυρό οραματικό στοιχείο που θα φέρει η υπερεθνική ευρωπαϊκή οντότητα, διαμορφωμένη από την διεκδικητική συμμετοχή των Πολιτών.

Κοινή είναι η διαπίστωση εδώ και χρόνια, ότι η διεύρυνση του δημοκρατικού ελλείμματος, δεν αφορά μόνον μια διοικητική γραφειοκρατία ή τον τρόπο λειτουργίας των κοινοτικών μηχανισμών, με κυρίαρχο τον διακυβερνητικό ρόλο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Η πολιτικοποίηση των δημοσίων συζητήσεων, ειδικά παραμονές των ευρωεκλογών, η δέσμευση πολιτικών προσώπων ως προς την σταθερή υποστήριξη της ενωσιακής/ομοσπονδιακής λογικής, θα ενισχύσει την αναγκαία δυναμική προς την πολιτική ενοποίηση. Ακόμα και οι πολιτικές υποψηφιότητες για την Ευρωβουλή βρέθηκαν να κινούνται πέραν του αμιγώς προσανατολισμού των ευρωεκλογών, ελάχιστες μπόρεσαν να εκπέμψουν τον ευρωπαϊκό λόγο και να απαγκιστρωθούν από τους συμβολισμούς μιας λογικής επανεθνικοποίησης.

Στην σημερινή συγκυρία, οφείλει να διατυπωθεί με ένταση και έμφαση το ερώτημα «που πηγαίνει η Ευρώπη». Αυτό αποτελεί αναγκαιότητα, να συζητάμε για την Ευρώπη, να διατυπώνουμε σκέψεις και ιδέες, διαμορφώνοντας ένα νέο ιστορικό ενδιαφέρον. Να κοιτάξουμε το μέλλον, επιστρέφοντας στο παρελθόν της Ευρώπης, αυτό που μας έδωσε την δυνατότητα να οικοδομήσουμε την ευρωπαϊκή ενότητα, λίγα μόλις χρόνια   αφότου η επέλαση του εθνικισμού, του εθνικοσιαλισμού, ισοπέδωσε την ήπειρο μας σε δυο Παγκοσμίους Πολέμους.

Ειδικά σήμερα που η επέλαση του εθνικισμού, των διαιρετικών άκρων, αποτελεί απειλή για την ενότητα της Ευρώπης, απειλή για τις αρχές και τις αξίες της, για την ίδια της την ύπαρξη.

Δεν μπορούμε να αναζητούμε την ευρωπαϊκή ενότητα, όταν οδηγούμαστε σε ευρωεκλογές με 27 εθνικές κάλπες, χωρίς ένα ενιαίο εκλογικό σύστημα, δίνοντας πρόσημα επανεθνικοποίησης, χωρίς την δυνατότητα να επιλέγουμε μέσα από πανευρωπαϊκές υπερεθνικές λίστες. Κάτι που άλλοτε είχε απαιτήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το έχει προτείνει η ευρωπαϊκή Κοινωνία των Πολιτών, μέσα από την Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης το 2022. Ενισχύοντας την υπερεθνική δημοκρατία, θα ενδυναμώσουμε το ενδιαφέρον των Πολιτών για την Ευρώπη, θα επιτύχουμε την μείωση της αποχής, θα δώσουμε ξανά ώθηση στο ενοποιητικό εγχείρημα, χωρίς τις στρεβλώσεις των λογικών του εθνοκεντρισμού και της διακυβερνητικότητας.       

Οφείλουν να μας κινητοποιήσουν τα επαναλαμβανόμενα φαινόμενα αποχής. Ενώ στην ΕΕ, στην θεσμική εξέλιξη της θητείας της πρώτης Επιτροπής Λάιεν και του ευρωκοινοβουλίου της περιόδου 2019-2024 υπήρξαν πολλά και σημαντικά οφέλη για τα κράτη-μέλη και τους Πολίτες τους, δεν αναζητήσαμε το πως μπορούμε να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη αυτής της κοινής διαδρομής για το μέλλον. Ειδικά όταν σε ευρωπαϊκό έδαφος εξακολουθεί  να μαίνεται ένας πόλεμος, όταν αναθεωρητισμοί εξακολουθούν να προβάλλουν απειλητικοί.

Στη νέα περίοδο, η Ευρώπη πρέπει να εντατικοποιήσει τις προσπάθειες της, τόσο στο αναπτυξιακό πλαίσιο, με αιχμή το Ταμείο Ανάκαμψης όσο και στο ενοποιητικό πεδίο, για την ευρωπαϊκή διπλωματία, την ασφάλεια και την άμυνα, εκεί όπου χρειάζονται γενναίες και τολμηρές αποφάσεις.

Αυτό που αποτυπώνεται στο περιβάλλον της ευρωπαϊκής κάλπης, είναι να αναπτύσσονται θεωρητικού επιπέδου προσεγγίσεις για την Ευρώπη, για την προοπτική της ενοποίησης της, να αναπαραγάγεται εθνική εσωστρέφεια στα κράτη-μέλη, με τις διεκδικήσεις να επικεντρώνονται περισσότερο στο διακυβερνητικό επίπεδο. Κάτι που είναι εμφανές στη συνολική θεσμική λειτουργία της Ένωσης, με την πρωτοκαθεδρία ως προς την λήψη αποφάσεων από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο  και την εκπροσώπηση των εθνικών κυβερνήσεων, ενώ απαιτείται να δοθεί περαιτέρω ειδικό βάρος στην ενδυνάμωση των εξουσιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, διεκδικώντας εκείνο τον ρόλο που θα του επιτρέψει να έχει πιο καθοριστική παρουσία στο κοινοτικό περιβάλλον.

Η εκπροσώπηση των Πολιτών, μέσω του άμεσα εκλεγμένου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αναπόφευκτα προβάλλει τον τρόπο λήψης αποφάσεων, την δυναμική των πληθυσμιακά ισχυρότερων χωρών της Ένωσης, που παραμένει ισχυρός παράγοντας στο ενωσιακό πλαίσιο. Στο νέο κοινοβουλευτικό περιβάλλον, το Ευρωκοινοβούλιο έχει την ιστορική αναφορά να διεκδικεί για λογαριασμό του εμβάθυνση της θεσμικής του παρουσίας, την πολιτική κληρονομιά του Αλτιέρο Σπινέλι και την πρόταση Συνθήκης για την ΕΕ του 1984.

Σε αυτόν τον πολιτικό άξονα, η Ελληνική Δημοκρατία, έχοντας καταγεγραμμένο κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών ένα αναβαθμισμένο διεθνές αποτύπωμα, πρέπει να εκθέσει μια ισχυρή πολιτικά εθνική θέση υπέρ της πολιτικής ενοποίησης, με χαρακτηριστικά εμβάθυνσης της υπερεθνικής δημοκρατίας, επενδύοντας στον γνήσιο ευρωπαϊσμό.

 

* Ο κ. Γιώργος Α. Ζερβάκης , είναι εκπρόσωπος των Ευρωπαίων Φεντεραλιστών Κρήτης. Το άρθρο έχει γραφεί για τον ιστότοπο Huffingtonpost.gr