Διαστημική αρχαιολογία: Τι είναι και τι περιλαμβάνει

Λέιζερ, δορυφόροι και αρχαιολόγοι.
Open Image Modal
DigitalGlobe/ScapeWare3d via Getty Images

Όταν ακούει κανείς περί «διαστημικής αρχαιολογίας», το μυαλό ενδεχομένως να πάει (ειδικά εάν είναι και κάπως φίλος της επιστημονικής φαντασίας) σε αρχαιολόγους που ταξιδεύουν σε μακρινούς πλανήτες σε μυστικές αποστολές για να διερευνήσουν αινιγματικά ερείπια/ τεχνουργήματα όχι ανθρώπινης προέλευσης- ωστόσο, η πραγματικότητα διαφέρει (τουλάχιστον, από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε).

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Live Science, η Σάρα Πάρτσακ είναι αρχαιολόγος και καθηγήτρια ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αλαμπάμα στο Μπέρμιγχαμ, και καταγράφει αρχαιολογικούς χώρους στον πλανήτη (μας) από το Διάστημα, χρησιμοποιώντας εικόνες από δορυφόρους της NASA και ιδιωτικών εταιρειών που βρίσκονται σε τροχιά. Από τα μεγάλα αυτά ύψη, όργανα υψηλής ακριβείας είναι σε θέση να αποκαλύπτουν λεπτομέρειες οι οποίες είναι αόρατες σε επιστήμονες οι οποίοι βρίσκονται στο έδαφος, υποδεικνύοντας τις θέσεις τειχών ή ακόμη και ολόκληρων πόλεων που ήταν θαμμένες για χιλιετίες.

Η αρχαιολόγος παρουσιάζει πώς οι εικόνες από το Διάστημα μεταμορφώνουν τον κλάδο της αρχαιολογίας στο νέο της βιβλίο, «Archaeology From Space: How the Future Shapes Our Past».

 

 

Οι δορυφόροι αναλύουν τοπία και χρησιμοποιούν διαφορετικά τμήματα του φάσματος του φωτός για να αποκαλύψουν θαμμένα απομεινάρια αρχαίων πολιτισμών. Ωστόσο, όπως σημείωσε στο Live Science η Πάρτσακ, η μελέτη αρχαιολογικών χώρων από μεγάλα ύψη είχε πολύ «ταπεινές» αρχές: Ερευνητές πειραματίστηκαν αρχικά με το αντικείμενο πάνω από έναν αιώνα πριν, όταν μέλος του Σώματος Βασιλικών Μηχανικών φωτογράφησε το Στόουνχεντζ από αερόστατο.

«Μπορούσες να δεις – από εκείνη την παλιά και θολή φωτογραφία- σκούρα χρώματα στην περιοχή γύρω, που έδειχναν πως υπήρχαν θαμμένα πράγματα εκεί» είπε σχετικά.

Κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 οι φωτογραφίες από αέρος συνέχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην αρχαιολογία, ωστόσο όταν η NASA εκτόξευσε τους πρώτους της δορυφόρους, αυτό άνοιξε ένα «εντελώς νέο κόσμο» για τους αρχαιολόγους στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Αποχαρακτηρισμένες φωτογραφίες από το πρόγραμμα κατασκοπευτικών δορυφόρων Corona των ΗΠΑ, που λειτουργούσε από το 1959 ως το 1972, βοήθησαν αρχαιολόγους τη δεκαετία του 1990 να αναδημιουργήσουν τις θέσεις σημαντικών αρχαιολογικών χώρων στη Μέση Ανατολή που είχαν εξαφανιστεί λόγω της επέκτασης των πόλεων.

 

Open Image Modal
HomoCosmicos via Getty Images

 

Σήμερα, εικόνες από αέρος ή από δορυφόρους, προερχόμενες από οπτικούς φακούς, θερμικές κάμερες, υπέρυθρες και lidar αποτελούν βασικό κομμάτι της «εργαλειοθήκης» των αρχαιολόγων- και σε μεγάλο βαθμό απαραίτητο, υπογραμμίζει η Πάρτσακ, καθώς εκτιμάται πως υπάρχουν εκατομμύρια χώροι ανά τον κόσμο που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα.

Ωστόσο, δεν είναι όλες οι τεχνικές χρήσιμες για όλους τους χώρους: Διαφορετικά τοπία απαιτούν διαφορετικές τεχνικές διαστημικής αρχαιολογίας. Για παράδειγμα, στην Αίγυπτο, στρώματα άμμου καλύπτουν χαμένες πυραμίδες και πόλεις. Σε τέτοιου είδους περιοχές, δορυφόροι με οπτικά όργανα υψηλής ανάλυσης αποκαλύπτουν ανεπαίσθητες διαφορές στην επιφάνεια, που μπορεί να υποδεικνύουν παρουσία ερειπίων από κάτω. Επίσης, σε περιοχές με πυκνή βλάστηση, όπως στη νοτιοανατολική Ασία ή στην κεντρική Αμερική, όργανα lidar εκπέμπουν παλμούς φωτός για να «κοιτάξουν» κάτω από τα δέντρα και να εντοπίσουν χαμένα κτίρια.

Η ανάλυση δορυφορικών εικόνων από πλευράς της Πάρτσακ οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου χάρτη για την πόλη Τάνις στην Αίγυπτο: Δορυφορικές εικόνες της πόλης αποκάλυψαν ένα τεράστιο δίκτυο κτιρίων, που στο παρελθόν είχαν μείνει ανεντόπιστα ακόμα και κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.

Αξίζει να σημειωθεί πως η διαστημική αρχαιολογία είναι, ως κλάδος, ανοικτή και σε επίδοξους πολίτες- επιστήμονες, καθώς μπορούν να συνδράμουν σε «καμπάνιες» αναζήτησης χαμένων πόλεων και ερειπίων και να βοηθούν στον εντοπισμό ιχνών λεηλασιών σε ευάλωτους αρχαιολογικούς χώρους. Μια πλατφόρμα που χρησιμοποιείται για τέτοιους σκοπούς είναι το GlobalXplorer, το οποίο «τρέχει» η ίδια η Πάρτσακ.