Διδακτορικό στην Ελλάδα: Αναψηλάφηση μίας φενάκης

Μια προσωπική μαρτυρία για τις προκλήσεις, τις αντιφάσεις και τις πραγματικότητες της διδακτορικής έρευνας στην Ελλάδα.
Open Image Modal
Funkey Factory via Getty Images

Πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου πριν αποφασίσω τελικά να γράψω αυτό το κείμενο. Κυριότερη όλων το αν αξίζει τον κόπο. Ύστερα από την προσωπική τραυματική εμπειρία της απόπειρας εκπόνησης διδακτορικής διατριβής σε ελληνικό πανεπιστήμιο είχα αποφασίσει να μην ασχοληθώ με το ζήτημα ούτε σε επίπεδο… τηλεγραφήματος. Οι λόγοι σχετίζονται ευθέως με την ψυχική υγεία του γράφοντος. Παρ’ όλα αυτά, γεγονότα και μαρτυρίες με οδηγούν στο να γράψω με σκοπό αφενός να κάνω δημόσια αυτή την «κατάθεση» και αφετέρου να ενημερώσω όσους νέους επιστήμονες σκέφτονται να ασχοληθούν με τη διδακτορική έρευνα στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών στην Ελλάδα.

Σπεύδω εξαρχής να δηλώσω ότι το κείμενο αυτό αποτελεί κράμα αφενός της προσωπικής μου εμπειρίας από διδακτορικές σπουδές στο ελληνικό πανεπιστήμιο και αφετέρου εμπειριών καλών φίλων/φιλομαθών ερευνητών, τους οποίους εκτιμώ ειλικρινά.

Ξεκινώντας, είναι σκόπιμο να δοθεί το πλαίσιο των τριών κύκλων που διέπουν τις πανεπιστημιακές σπουδές στην Ελλάδα. Οι προπτυχιακές σπουδές στις λεγόμενες «ανθρωπιστικές επιστήμες» (νομική, φιλολογίες, πολιτική επιστήμη, δημόσια διοίκηση, ιστορία, κοινωνιολογία κ.λπ) διαρκούν συνήθως τέσσερα χρόνια. Σε αυτά οι φοιτητές συνήθως έρχονται αντιμέτωποι με μία γκάμα μαθημάτων που θεωρητικά καλύπτουν το γνωστικό αντικείμενο. Φυσικά, αυτός δεν είναι πάντα ο κανόνας, καθώς πολύ συχνά κάποια μαθήματα έχουν απλώς ενταχθεί στο πρόγραμμα σπουδών διότι έτσι βολεύει το βιογραφικό του οικείου διδάσκοντα. Με τη σειρά του ο διδάσκων έχει επιλεγεί από τη Γενική Συνέλευση του τμήματος έναντι άλλων υποψηφίων του όχι πάντα με αξιοκρατικές διαδικασίες.

Περαιτέρω και καθώς κυλούν τα προπτυχιακά χρόνια, αρκετά τμήματα περιλαμβάνουν επιλογή κατεύθυνσης/ειδίκευσης. Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά τις εποχές των «παχιών αγελάδων» πολλά μέλη του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (στο εξής: ΔΕΠ) αρέσκονταν στην προκαταβολική «διαφήμιση» της κατεύθυνσης στην οποία δίδασκαν, υποσχόμενα στους νεαρούς δευτεροετείς φοιτητές πληθώρα «καλουδιών», όπως εύκολες εργασίες, ακαδημαϊκή πορεία και συχνά επαγγελματική αποκατάσταση μέσω της «δυνατής» κατεύθυνσης. Φυσικά, το τρίτο αποτελούσε σχεδόν πάντα μία σκέτη τιποτολογία καθώς οι διδάσκοντες  -όντας πλήρως ιδρυματοποιημένοι- ελάχιστα γνώριζαν για την πραγματική οικονομία και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που απαιτεί η αγορά από τους μελλοντικούς εργαζομένους. Ευτυχώς, ένα από τα λίγα απότοκα της οικονομικής κρίσης και της γενικότερης «απομάγευσης» ήταν και η μερική εξασθένηση της «προωθητικής» αυτής πρακτικής.

Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών ακολουθεί για πάρα πολλούς το μεταπτυχιακό. Μεγάλος αριθμός νέων πτυχιούχων φεύγει απευθείας για το εξωτερικό. Άλλοι, κυρίως όσοι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα, επιλέγουν το μεταπτυχιακό στην Ελλάδα. Εκεί τα πράγματα είναι διαφορετικά από το πτυχίο και κυρίως πιο… «σαγηνευτικά».

Κάποια Προγράμματα Μεταπτυχιακών Σπουδών (στο εξής: ΠΜΣ) δέχονται νέους φοιτητές μόνο με την υποβολή δικαιολογητικών και κατόπιν κάποιας συνέντευξης. Κύριος οίδε τι γίνεται σε αυτή τη συνέντευξη, η οποία, όπως και πολλά άλλα που θα διηγηθούμε στη συνέχεια, είναι πλήρως «καλυμμένη» νομικά από το περίφημο «αυτοδιοίκητο» του ελληνικού πανεπιστημίου. Αξίζει να τονιστεί μόνο το γεγονός των εντελώς άσχετων ερωτήσεων προς υποψηφίους που η συντονιστική επιτροπή του ΠΜΣ δεν θέλει να δεχθεί για ποικίλους λόγους (π.χ. προέλευση από «υποδεέστερο» αρχικό πτυχίο, απουσία ιδεολογικής/πολιτικής συγγένειας, προκράτηση θέσεων στο ΠΜΣ από ημέτερους ανεξαρτήτως τυπικών προσόντων).

Άλλα ΠΜΣ δέχονται εισακτέους κατόπιν γραπτών εξετάσεων σε τρία συνήθως μαθήματα του προπτυχιακού κύκλου του οικείου τμήματος. Στο μεταπτυχιακό τμήμα γίνονται απογευματινές διαλέξεις μελών ΔΕΠ και εξωτερικών συνεργατών, τους οποίους επιλέγει κάποια τριμελής συντονιστική επιτροπή του ΠΜΣ. Δηλαδή ο διευθυντής μόνος του με την απλή γνώμη άλλων δύο… πολύπειρων μελών ΔΕΠ. Και εδώ τα κριτήρια επιλογής καλύπτονται πλήρως νομικά στο πλαίσιο του συνταγματικά κατοχυρωμένου αυτοδιοίκητου. Δηλαδή φωνάζουμε τη φετινή σεζόν να διδάξει όποιον μας αρέσει, αρκεί να έχει μια κάποια συνάφεια με το αντικείμενο. Όπου «συνάφεια» στις ανθρωπιστικές επιστήμες σημαίνει μέσες-άκρες ότι εντάξει, βρε αδελφέ, δεν θα φωνάξουμε και ειδικευόμενο ΩΡΛ να μας μιλήσει για την πολιτεική αρχιτεκτονική της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ!

Κάπου εδώ αρχίζει η προετοιμασία της φενάκης του διδακτορικού για τους «τυχερούς». Τα ενδιαφερόμενα μέλη ΔΕΠ με την εμπειρία τους είναι σε θέση να ξεχωρίσουν τους καλύτερους φοιτητές. Οι φοιτητές, οι οποίοι συχνότατα έχουν διακριθεί και σε προπτυχιακό επίπεδο, «ψήνονται» κατόπιν ακαδημαϊκών «κολακειών» να ολοκληρώσουν το master με μία καλή διπλωματική εργασία. Η εργασία -άριστη ή λιγότερο άριστη- αποτελεί μία πολύ καλή θεωρητική βάση για τη συνέχιση των σπουδών σε διδακτορικό επίπεδο με επιβλέποντα τον ίδιο καθηγητή που επέβλεψε και τη διπλωματική του μεταπτυχιακού.

Καθώς το μεταπτυχιακό ολοκληρώνεται με άριστα για τους διακριθέντες, ξεκινά για λίγους συγκριτικά αλλά εν τέλει πολλούς πλέον στην Ελλάδα η… ψυχολογική διαδικασία των διδακτορικών σπουδών.

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση αυτού του κύκλου, να διευκρινίσουμε ορισμένα δεδομένα. Πρώτον, είναι καλό το ότι υπάρχουν ακόμα και σήμερα μεταπτυχιακά προγράμματα που γίνονται δωρεάν και με αποκλειστικό κριτήριο εισαγωγής τις γραπτές εξετάσεις με σφραγισμένα τα ονόματα των υποψηφίων. Δεύτερον, είναι παρήγορο ότι υπάρχουν καθηγητές που όντως αγαπούν το αντικείμενό τους και πράγματι αναζητούν νέους επιστήμονες. Τρίτον και χειρότερον όμως, η σημερινή δομή του συστήματος και οι τεράστιες ευθύνες της συντριπτικής πλειονότητας των μελών ΔΕΠ καθιστούν τα παραπάνω απλώς σταγόνες στον ωκεανό, αλλά και ωραία «τυράκια» για τη συνέχεια…

Διδακτορικό. Η εκκίνηση δίδεται από τη Γενική Συνέλευση του τμήματος, η οποία τυπικά εγκρίνει την ερευνητική πρόταση του υποψηφίου. Ουσιαστικά βάζει απλώς την υπογραφή της στην τυπική αποδοχή της ερευνητικής πρότασης από τον επιβλέποντα, ο οποίος σαφώς και έχει προσυνεννοηθεί με τον υποψήφιο… υποψήφιο διδάκτορα. Ορίζονται παράλληλα άλλα δύο μέλη ΔΕΠ του οικείου ή άλλου ιδρύματος ως μετέχοντα στην τριμελή επιστημονική επιτροπή της διατριβής.

Κάπου εκεί αρχίζει και τελειώνει σχεδόν ο όποιος οργανωτικός ρόλος των διδακτορικών σπουδών στην Ελλάδα για το 99,9% των ανθρωπιστικών επιστημών. Δεν θα αναφερθώ σε άλλες επιστήμες διότι δεν θέλω να γράφω ανακρίβειες εφόσον δεν γνωρίζω επακριβώς όσα συμβαίνουν. Είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες που έχουν ασχοληθεί με τα αντίστοιχα γνωστικά αντικείμενα μπορούν να εκφραστούν σχετικά.

Στις προηγμένες χώρες της Δύσης, όπου οι διδακτορικές σπουδές θεωρούνται κορυφαίο στάδιο επιστημονικής προόδου και προετοιμασίας για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική ζωή, οι υποψήφιοι διδάκτορες επιφορτίζονται με πρόγραμμα σπουδών που πρέπει να ακολουθήσουν, καθώς και με διδακτικό αντικείμενο. Η Γενική Συνέλευση αναθέτει τις σχετικές εργασίες και ελέγχει την πρόοδο. Επίσης, σε ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Ολλανδία, για τις οποίες ο γράφων έχει σχετική γνώση, ο υποψήφιος διδάκτορας αμοίβεται κανονικά με μισθό και αποτελεί σαφέστατα μέλος του ερευνητικού προσωπικού του πανεπιστημίου.

Στην Ελλάδα ο υποψήφιος διδάκτορας στις ανθρωπιστικές επιστήμες δεν παίρνει ούτε ένα ευρώ. Οι «τυχεροί» λαμβάνουν υποτροφίες συνήθως από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ) ή το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Πάλι εδώ οι διαδικασίες και το αξιοκρατικόν του πράγματος είναι μία ολόκληρη συζήτηση που εκφεύγει του παρόντος άρθρου.

Η μετέπειτα πορεία της διατριβής είναι καθαρά ζήτημα που άπτεται της σχέσης του υποψηφίου διδάκτορα με τον επιβλέποντα. Ο υποψήφιος διδάκτορας συνήθως ξεκινά την έρευνά του ακολουθώντας κάποιες γενικές κατευθύνσεις που του έχει δώσει ο επιβλέπων.

Μετά από ένα εύλογο διάστημα  ορισμένων μηνών παρουσιάζει την πρώτη συλλογή πηγών και στοιχείων που στοιχειοθετούν το περίγραμμα της προς διερεύνηση επιστημονικής περιοχής. Συνήθως από κοινού (καθώς ακόμα είμαστε στην αρχή και δεν θέλουμε να τρομάξει ο νέος) αποφασίζουν τα επόμενα βήματα. Ο ερευνητής αρχίζει να γράφει. Γράφει, γράφει, γράφει. Ενδιαμέσως συχνά παρακολουθεί κάποια σχετικά σεμινάρια ή ανταλάσσει με τον επιβλέποντα και τα μέλη της τριμελούς επιτροπής κάποιες πολύ γενικές απόψεις πάνω στο θέμα.

Κάπως έτσι περνά περίπου ο πρώτος χρόνος. Σημειώνεται εδώ ότι, κατά το νόμο, στην Ελλάδα ο ελάχιστος χρόνος εκπόνησης διδακτορικής διατριβής είναι τα τρία έτη και ο μέγιστος τα πέντε. Για όσους ολοκληρώνουν τελικά αυτές τις σπουδές σχεδόν ποτέ δεν έχει αρκέσει η πενταετία. Συχνά δε η κατάσταση φτάνει σε βάθος επταετίας και στην περίπτωση των πολύ «μερακλήδων», σε βάθος δεκαετίας!

Δεύτερη σημείωση: Όπου ως «μερακλήδες» δύνανται να θεωρηθούν μόνον οι «ήρωες» που συνεχίζουν την προσπάθεια εις πείσμα της ψυχικής τους υγείας και της ανεργίας που τους μαστίζει εκτός πανεπιστημίου. Η δεύτερη κατηγορία όμως που αργεί πολύ να ολοκληρώσει το διδακτορικό της είναι οι «ημέτεροι». Δηλαδή τα παιδιά, τα ανίψια, οι κουμπάροι, οι γαμπροί και οι νύφες των μελών ΔΕΠ!

Μετά το δεύτερο έτος αρχίζουν τα δύσκολα. Ο επιβλέπων αρχίζει να εξαφανίζεται και να απαντά σε email με συχνότητα μηνός! Ο υποψήφιος διδάκτωρ θεωρεί ότι έτσι είναι η διαδικασία και κάνει υπομονή. Εν τω μεταξύ πνίγει τον πόνο του σε κάποιο ρακομελάδικο του Νέου Κόσμου στην Αθήνα ή κάνει μια βόλτα στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης για να ξελαμπικάρει και να συνομιλήσει με κανέναν κανονικό άνθρωπο.

Όταν ο επιβλέπων επανεμφανίζεται αρχίζει να ζητά τις πρώτες σοβαρές διορθώσεις από τον ερευνητή. Εκείνος ανασκουμπώνεται και… ξαναγράφει. Ξαναγράφει, ξαναγράφει, ξαναγράφει. Παράλληλα, λίγο πριν την ολοκλήρωση της προσθήκης των διορθώσεων, ο επιβλέπων και η συμβουλευτική επιτροπή αναθέτουν στο διδακτορικό φοιτητή καθήκοντα επιτηρητή στις εξετάσεις των προπτυιχιακών. Το προβλέπει άλλωστε ο κανονισμός… Πάντα άνευ αμοιβής από το πανεπιστήμιο.

Δεν είναι λίγες οι φορές που στους διδακτορικούς ανατίθενται και διορθώσεις γραπτών. Εκεί το πάρτι είναι ωραίο, καθώς ο επιβλέπων είναι παράλληλα καθηγητής του πανεπιστημίου, δικηγόρος, καθηγητής ΣΕΘΑ, ΕΣΔΔΑ, ΣΑΝ, MAN, TOYOTA, SUZUKI, KAWASAKI και μέλος σε καμιά δεκαριά επιστημονικές επιτροπές, σωματεία και οργανισμούς. Τουτέστιν, δεν προλαβαίνει ούτε να ξυστεί. Οπότε αναθέτει στον φέρελπι νέο καθήκοντα νεροκουβαλητή, γραμματέα, διορθωτή και προπαντός συμβουλάτορα επί παντός επιστητού. Από το αν πρέπει ο μεγάλος να πάει στον έκτο γάμο του ασυμπάθιστου συναδέλφου που έγινε αντυπρύτανης και έχει πιάσει τον πάπα από εκεί που δεν πιάνει μελάνι μέχρι το αν πρέπει να πληρώσει εκείνη την κλήση της τροχαίας που τον έγραψαν (οι αχρείοι) επειδή το άφησε «για δέκα λεπτά με το ρολόι». Δεν θα διστάσει να ρωτήσει ακόμα και αν «έχουμε κανέναν στην τροχαία» και ο νοών νοείτο.

Εν συνεχεία έρχονται τα μεγάλα συνέδρια, όπου ο επιβλέπων θα μιλήσει. Μολονότι πρωτοβάθμιος καθητητής που έβαλε το τελευταίο του «και» σε οποιοδήποτε ερευνητικό κείμενο το σωτήριον έτος 1997, θέλει από καιρού εις καιρόν να εμφανίζεται δημοσίως για να συντηρεί και να συντηρείται. Να συντηρεί σχέσεις κι επαφές και να συντηρείται ως ο Νέστωρ της επιστήμης του που ακόμα περνάει η μπογιά του. Φυσικά, έχοντας φτάσει από μακρού χρόνου στη βαθμίδα του πρωτοβάθμιου καθηγητή, το ελληνικό ακαδημαϊκό σύστημα έχει παύσει οριστικά να τον αξιολογεί. Δεν φοβάται τομέα, συνέλευση, πρόεδρο, κοσμήτορα, αντιπρύτανη, πρύτανη, δήμαρχο, περιφερειάρχη, μητροπολίτη, βουλευτή, υπουργό, πρωθυπουργό. Τελευταία, τον βλέπει και ο Μεγαλοδύναμος τα βράδια και αλλάζει δρόμο!

Στις ομιλίες αυτές το ακροατήριο αποτελείται από 8-10 διδακτορικούς, 7 γνωστούς και 5 συναδέλφους ΔΕΠ που εξαρτώνται από τον ομιλητή για την εξέλιξή τους. Ο ομιλητής ολοκληρώνει την εισήγησή του, την οποία ήδη έχει γράψει μία φορά στο blog του και την έχει δημοσιεύσει κατά το ήμισυ στην εφημερίδα «Το Νέο Αρκουδοκαπίστρι Μαγνησίας». Υπολογίζει ότι τον παίρνει άνετα να την ξαναδιαβάσει άλλες 1-2 φορές σε ανύποπτο χρόνο και κυρίως σε ανυποψίαστα ακροατήρια, τα οποία θα είναι έτοιμα να εντυπωσιαστούν από τη γλαφυρότητα και την επιστημοσύνη του. Κούραση γαρ αυτό το άτιμο το γράψιμο…

Επιστρέφοντας στα βαρύτερα, ο νεαρός υποψήφιος διδάκτωρ καταθέτει τις βελτιώσεις του. Αυτές γίνονται αρχικά δεκτές από τον επιβλέποντα, ίσως με λίγα σχόλια. Ο νέος θεωρεί ότι πορεύεται καλώς και συνεχίζει πιο χαλαρά την έρευνα. Εδώ έρχεται η παγίδα και η πλήρης απομάγευση… Ο επιβλέπων επανέρχεται μαζί με γνώμες τρίτων. Συζήτησε, λέει, είτε με άλλα μέλη της τριμελούς επιτροπής είτε με φίλους καθηγητές -πλην άσχετους με το αντικείμενο της έρευνας- την εξέλιξη της διατριβής! «Νομίζω ότι έχουν βάση τα σχόλιά τους. Ρίξ’ τους μια ματιά, σου τα προωθώ» γράφει στο τελευταίο email του προς το νεαρό, ο οποίος έχει αρχίσει να βαρυστομαχιάζει. «Τι δουλειά έχει με το συνταγματικό δίκαιο που μελετώ εγώ ο καθηγητής του γενικού εμπορικού;» σκέπτεται. Ας είναι.

Το email περιλαμβάνει ορυμαγδό «διορθώσεων», δίκην «απαίτησης» για να «εγκρίνει» ο τρίτος την εργασία! Μα τι να εγκρίνει; Αφού δεν έχει καμία σχέση με αυτήν. Ουσιαστικά στις διορθώσεις αποδομείται κάθε κατεύθυνση και επιχειρείται αλλαγή του θέματος, αν όχι και τυπικά, οπωσδήποτε στην ουσία του.

Ο υποψήφιος διδάκτωρ το συζητά εκνευρισμένος πλέον με τον επιβλέποντα.

-Να, ξέρεις, βρε παιδί μου, άλλη η ματιά του Κώστα. Άλλος κλάδος. Δεν είναι κακό να δεις την οπτική του. Χωρίς αυτό φυσικά να επηρεάζει επ’ ουδενί το θέμα μας! Αυτά τα έχουμε πει!

-Εντάξει, κύριε καθηγητά. Θα δω τι θα κάνω…

Νέες διορθώσεις έρχονται. Ο «Κώστας» εξαφανίζεται, ο επιβλέπων τις βλέπει και φρίττει. Οριακά κατηγορεί τον φοιτητή για αντιγραφή, πασάλειμα και άλλα σχετικά. Πετάει και τη μπιχτή στο νέο αν περνάει απ’ το μυαλό του οποιαδήποτε ιδέα για ακαδημαϊκή καριέρα πρέπει είτε να τη βγάλει το συντομότερο είτε να αρχίσει να «γλείφει» τον Κώστα!

Τα υπόλοιπα είναι λίγο έως πολύ γνωστά στους παροικούντες την ελληνική πανεπιστημιακή Ιερουσαλήμ. Άλλοι επιλέγουν να συνεχίσουν την έρευνα με αυτούς τους «όρους» (αν είναι όροι η ακαδημαϊκά σχιζοφρενική αυτή κατάσταση). Λένε μέσα τους το τραγικό πια «πάμε κι όπου βγει» και το παλεύουν.

Άλλοι επιχειρούν την «ηρωική» Έξοδο. Την έξοδο προς την ελεύθερη ζωή εκτός ιδρύματος.

Η αποϊδρυματοποίηση είναι στ’ αλήθεια λυτρωτική. Ο επαγγελματικός βίος επιβεβαιώνει στο νέο άνθρωπο ότι σίγουρα δεν είναι ο χρήσιμος ηλίθιος που κάποιοι θέλησαν πριν συμπληρώσει τα τριάντα του έτη να τον πείσουν ότι είναι.

Σύντομα ανακαλύπτει ότι, με τις δυσκολίες, τα εμπόδια και τους ανταγωνισμούς τους, οι πραγματικά σημαντικές εμπειρίες μόρφωσης, εξέλιξης, συγγραφής, εργασίας, κοινωνοκοποίησης και ψυχικής πληρότητας βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά από το μίζερο ελληνικό πανεπιστημιακό σύστημα. Ένα σύστημα που σχεδόν κανένας δεν θέλησε ποτέ να αλλάξει προς το καλύτερο γιατί θα τον έβγαζε από τη βολή του. Κι όσοι λίγοι επιχείρησαν να το βελτιώσουν, πολύ απλά απέτυχαν οικτρά.

Κλείνω με μία παρότρυνση προς συνομηλίκους, φίλους, γνωστούς και αγνώστους αναγνώστες:

Ζήστε ως ελεύθεροι άνθρωποι. Όχι ως συμμέτοχοι μιας αποτυχίας άλλων.

Θα είναι μια πλάκα στην οποία θα γελάτε και εσείς.

 

Υ.Γ.: Ο γράφων ολοκλήρωσε σε 4 έτη τις προπτυχιακές του σπουδές σε ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο.

Αφού εξετάστηκε με επιτυχία σε 51 μαθήματα, συγκέντρωσε γενικό μέσο όρο πτυχίου 8,41 («Λίαν Καλώς»).

Εισήλθε πρώτος μεταξύ δεκαπέντε εισακτέων με γραπτές εξετάσεις σε Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ελληνικού δημοσίου πανεπιστημίου, από το οποίο αποφοίτησε με βαθμό Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης 9,21 («Άριστα»).

Ξεκίνησε διδακτορικές σπουδές. Μη δεχόμενος να προσαρμοστεί σε γεγονότα και συνθήκες που εν πολλοίς εκτέθηκαν στο παραπάνω κείμενο, υπέβαλε την παραίτησή του.

Ακόμα και σήμερα, πολλά χρόνια μετά, θεωρεί εκείνη την «έξοδο» ως μία από τις πιο απελευθερωτικές αποφάσεις της ζωής του.