«Οι γονείς μου αποφάσισαν ότι όταν ήμουν δύο χρονών με καταράστηκε μια μάγισσα και μπήκαν μέσα μου δαίμονες. Μου έλεγαν αυτή την ιστορία συνέχεια μεγαλώνοντας και, όπως ήταν αναμενόμενο, την πίστεψα».
Μπορεί να νομίζουμε ότι τα μάγια και οι εξορκισμοί ανήκουν στο παρελθόν, όμως, γύρω μας, πίσω από τις κλειστές πόρτες των γειτόνων μας, άνθρωποι συνεχίζουν να εξαπολύουν μάγια και ξόρκια και να θεραπεύουν τις αρρώστιες με προσευχές ή ακόμα και εξορκισμούς. Ιστορίες με γονείς που έβαλαν τα παιδιά τους σε κίνδυνο πιστεύοντας ότι μπορεί να θεραπευτούν με ένα θαύμα, όχι της ιατρικής, αλλά ένα θαύμα με όλη την σημασία της λέξης, κάνουν κατά καιρούς τον γύρο του κόσμου, ανοίγοντας την συζήτηση για το που αρχίζουν και το που τελειώνουν τα θρησκευτικά δικαιώματα στις χώρες της Δύσης.
Μια τέτοιου είδους ιστορία είναι αυτή της Λίντα Χανιώτη, μιας φοιτήτριας από την Αυστραλία που, όπως υποδεικνύει το επίθετό της, έχει ελληνικές ρίζες. Η Λίντα διαγνώστηκε σε ηλικία 30 ετών με μια μορφή επιληψίας, αφού όμως είχε πρώτα περάσει ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής της πιστεύοντας ότι είναι δαιμονισμένη και αργότερα μη γνωρίζοντας τι συμβαίνει στο σώμα της. Η Ελληνοαυστραλέζα μεγάλωσε σε μια θρησκόληπτη οικογένεια που πίστευε στα μάγια και τους δαίμονες. Από μικρή ηλικία, όταν φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της ασθένειά της, οι γονείς της πίστεψαν πως κάποιος την έχει καταραστεί και ακολούθησαν πιστά όσα τους πρόσταζαν οι ιερείς.
Για πολλά χρόνια η Λίντα κρυβόταν στο μπάνιο του σπιτιού της κάθε φορά που αισθανόταν ότι θα την πιάσει μια κρίση. Φοβόταν ότι εάν η γονείς της την έβλεπαν να σπαρταράει στο πάτωμα θα καλούσαν και πάλι τον εξορκιστή για να διώξει το «κακό» από μέσα της. Όπως η ίδια εξηγεί στον Guardian, οι εξορκισμοί την τραυμάτιζαν ψυχικά και, καθώς δεν έφερναν αποτελέσματα, την έκαναν να νιώθει αβοήθητη, αλλά και μιαρή. Στην εφηβεία της, κατάλαβε ότι η Εκκλησία δεν μπορούσε να την βοηθήσει και σταμάτησε να σκέφτεται ότι την έχουν καταλάβει δαίμονες. Το αποτέλεσμα ήταν συνεχείς τσακωμοί με τους γονείς της, οι οποίοι συχνά την έδιωχναν από το σπίτι αναγκάζοντάς την να μείνει στους δρόμους.
Με το πέρασμα του χρόνου η Λίντα έχασε κάθε επαφή με τους γονείς της. Παρόλα αυτά, συνέχιζε να παίρνει αποφάσεις που θα τους έκαναν υπερήφανους, όπως το να παντρευτεί και να κάνει παιδιά. Εκείνοι όμως δεν αποδέχτηκαν ποτέ οτιδήποτε έκανε, γι' αυτούς ήταν μια δαιμονισμένη που αρνήθηκε τον Ιησού Χριστό. Η ίδια τονίζει ότι οι εξορκισμοί είναι κακοποιητικοί και δεν θα πρέπει να γίνονται ποτέ σε παιδιά.