Σε μια εποχή όπου το παγκόσμιο κοινό χάνει την εμπιστοσύνη του προς τα μεγάλα τηλεοπτικά δίκτυα και τις εφημερίδες, ήρθαν στο προσκήνιο τα «fake news».
Η διάδοση ψευδών ειδήσεων βέβαια δεν είναι κάτι νέο, αρκεί μόνο να ανατρέξουμε στην κυβερνητική προπαγάνδα κατά τους δυο παγκόσμιους πολέμους, πρακτική που υιοθετήθηκε από όλες τις αντιμαχόμενες πλευρές και αποσκοπούσε σε κέρδη στο μέτωπο των επιχειρήσεων. Ωστόσο, το φαινόμενο των «fake news» γιγαντώθηκε τα τελευταία χρόνια και έφτασε στην αιχμή του κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες, πυροδοτώντας τη συζήτηση για τον αντίκτυπό τους στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Η ραγδαία εξάπλωση των «fake news» αποτέλεσε το έναυσμα για πολλές μελέτες σχετικά με τα αίτια της εμφάνισης τους, τον ρόλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τον αντίκτυπό που έχουν οι ψευδείς ειδήσεις στην καθημερινότητά μας κυρίως σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Ποια είναι όμως τα κίνητρα παραγωγής των ψευδών ειδήσεων και πώς μας επηρεάζουν; Γιατί και πόσο ευάλωτοι είμαστε σε αυτές;
Η HuffPost Greece μίλησε με δημοσιογράφους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, σε μια προσπάθεια προσέγγισης του θέματος και του αντίκτυπού του στην κοινωνία.
Η εξέλιξη στη διάδοση ψευδών ειδήσεων οφείλεται στην αλλαγή του τρόπου που καταναλώνουμε αλλά και παράγουμε την πληροφόρηση, με βασικό συντελεστή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πλατφόρμες όπως το Facebook έχουν διαφορετική δομή από τις προηγούμενες τεχνολογίες των μέσων ενημέρωσης, καθώς υπάρχει δυνατότητα για φιλτράρισμα από τρίτους, με απουσία αξιόπιστης διασταύρωσης των πληροφοριών ή μιας συντακτικής κριτικής. Ένα παράδειγμα ήταν η αμερικανική ενημερωτική ιστοσελίδα «Ending The Fed», η οποία ευθύνεται για τέσσερις από τις 10 δημοφιλέστερες ψευδείς ειδήσεις που δημοσιεύτηκαν στο Facebook, όπως η έγκριση του Πάπα Φραγκίσκου για τον Ντόναλντ Τραμπ ή η πώληση όπλων από τη Χίλαρι Κλίντον στην ISIS, σύμφωνα με έρευνα του αμερικανικού ιστοτόπου Buzzfeed.
Τα δύο κίνητρα που παράγουν ψευδείς ειδήσεις
Μελέτη του πανεπιστημίου Στάνφορντ ορίζει δύο βασικά κίνητρα για την παροχή ψευδών ειδήσεων. Το πρώτο είναι οικονομικό, καθώς τα νέα που διαδίδονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να αντλήσουν σημαντικά διαφημιστικά έσοδα, όταν οι χρήστες «κλικάρουν» στον αρχικό ιστότοπο. Αυτό αποτελεί το κύριο κίνητρο για τους περισσότερους παραγωγούς των fake news που η ταυτότητα τους έχει αποκαλυφθεί. Το δεύτερο κίνητρο είναι ιδεολογικό και συνδέεται κυρίως με την πολιτική και τους πολιτικούς.
«Οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook, έχουν καταστεί κυρίαρχη πηγή ειδήσεων με τρόπο που δεν υπήρχε κατά τις προεδρικές εκλογές του 2012. Επιχειρηματίες με προσωπικό ενδιαφέρον και-όπως πιστεύουμε-παράγοντες χρηματοδοτούμενοι από τη Ρωσία, εκμεταλλεύτηκαν την ανοιχτή φύση του Facebook για να διαδώσουν αναληθείς ιστορίες», λέει ο Daniel Marans, πολιτικός ρεπόρτερ στην αμερικανική HuffPost.
Πώς μας επηρεάζουν τα fake news
Οι πολίτες φαίνεται πως έγιναν ευάλωτοι στην παραπληροφόρηση με την-εδώ και πολλά χρόνια-στροφή της εμπιστοσύνης τους από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης σε τηλεοπτικές πηγές όπως το καλωδιακό, συντηρητικό κανάλι Fox και διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Είναι γεγονός ότι δεν είχαμε παρόμοια εμπειρία στο παρελθόν και από ότι φαίνεται η κοινή γνώμη πιθανότατα μετατοπίσθηκε σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις», προσθέτει ο Marans.
Εκτός από την πολυσυζητημένη επίδρασή τους στις εκλογές, ένα άλλο ερώτημα αφορά στο πόσο οι ψευδείς ειδήσεις θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν το ενδιαφέρον του κοινού για έγκυρη πληροφόρηση. «Νομίζω ότι οι ψευδείς ειδήσεις υποβαθμίζουν το ενδιαφέρον που έχουν οι άνθρωποι για τη τρέχουσα επικαιρότητα. Η αλήθεια είναι ελκυστική από μόνη της όμως και θέλω να πιστεύω ότι πολλοί θα συνεχίζουν πάντα να την αναζητούν και να τη μοιράζονται», λέει η Ελένη Κουναλάκη, πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Ουγγαρία στην κυβέρνηση Ομπάμα.
Μαζί με τον στρεβλό τρόπο που παράγονται και διαδίδονται οι ειδήσεις αλλά και την υπερβολική πληροφόρηση, που συχνά προκαλεί πλήρη σύγχυση σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι αληθινό, σε πολλές περιπτώσεις εγκλωβιζόμαστε σε «φούσκες» παραπληροφόρησης όπου ανακυκλώνονται πράγματα με τα οποία συμφωνούμε. «Άτομα με διαφορετικές πολιτικές απόψεις συχνά πλέον δεν συμφωνούν για τα ίδια τα γεγονότα. Και γίνονται δεκτικοί σε ψέματα αν αυτά επιβεβαιώνουν την προϋπάρχουσα μεροληπτική τους άποψη. Η εμφάνιση των ψευδών ειδήσεων απλώς τροφοδοτήθηκε από την “πείνα” για πληροφόρηση που ενδυναμώνει την ταυτότητα των ανθρώπων. Με δεδομένο ότι πολλοί Αμερικανοί δεν διαβάζουν πλέον εφημερίδες ή εμπιστεύονται την καλωδιακή τηλεόραση, το Facebook αποτελεί το μέσον άντλησης αυτής της ενδυνάμωσης», λέει ο Marans.
Είναι σαφές ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με την ευρύτατη υιοθέτηση τους, θα εξακολουθήσουν να αποτελούν μια σημαντική πηγή ενημέρωσης για πολλούς. Με αυτό το δεδομένο, ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος των κυβερνήσεων, των ίδιων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά και του καθένα ατομικά για την «προστασία» από τις ψευδείς ειδήσεις;
Πώς θα ξεχωρίσουν οι αναγνώστες τις ψευδείς ειδήσεις από τις αληθινές
«Οι αναγνώστες θα γίνουν πιο παρατηρητικοί με την πάροδο του χρόνου και θα πρέπει να δίνουν προσοχή στη διεύθυνση (url) που δημοσιεύεται ένα άρθρο», λέει ο Greg Galant, συνιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της πλατφόρμας Muck Rack, που απευθύνεται σε δημοσιογράφους και ανθρώπους από τον κλάδο των δημοσίων σχέσεων.
«Στο παρελθόν γνώριζες τον εκδότη της εφημερίδας ή αν νόμιζες ότι υπάρχει λάθος, μπορούσες να το εξετάσεις ο ίδιος. Οι περισσότεροι δεν έχουν τις ικανότητες να ανατρέξουν αποτελεσματικά για το σκοπό αυτό στο Twitter ή στο Facebook από το οποίο προήλθαν αρχικά οι ειδήσεις. Πιστεύω έτσι ότι η μεγαλύτερη πρόκληση είναι, από τη στιγμή που το νέο έχει δημοσιευθεί και διαισθάνεσαι ότι είναι ψευδές, να το τοποθετήσεις ο ίδιος στη σωστή του διάσταση», λέει ο Simon Wilson, δημοσιογράφος του BBC στις Βρυξέλλες.
Τι θα μπορούσαν να κάνουν τα μέσα ενημέρωσης; «Όσον αφορά στα μέσα ενημέρωσης, χρειαζόμαστε από την κυβέρνηση και τα ιδρύματα να επενδύσουν σε μη κερδοσκοπικά μέσα που θα έχουν την ικανότητα να ενημερώνουν τις κοινωνίες και να ξανακερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, χωρίς να κυνηγούν τα “κλικ” και τα γρήγορα κέρδη. Χρειαζόμαστε επίσης μια αποτελεσματικότερη νομοθεσία που θα αποτρέπει τη συνένωση εταιριών και τη δημιουργία μονοπωλίων στη βιομηχανία των μέσων ενημέρωσης», συμπληρώνει ο Marans.
«Η δουλειά ενός δημοσιογράφου είναι να κάνει ερωτήσεις. Και αυτό είναι πραγματικά ο ρόλος μας όπου πρέπει να επικεντρωθούμε. Η αλήθεια πραγματικά αλλάζει και για αυτό νομίζω ότι τα ψεύτικα νέα είναι, ας πούμε, ένα σύμπτωμα αλλά όχι ένα πρόβλημα από μόνο του. Είναι ένα σύμπτωμα έλλειψης εμπιστοσύνης όχι μόνο για τους δημοσιογράφους αλλά και για τους πολιτικούς του όλου συστήματος», λέει η Prune Antoine, ανεξάρτητη Γαλλίδα δημοσιογράφος με έδρα το Βερολίνο.
Τέλος, ποια θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι η συμβολή της Πολιτείας και πως θα γίνουν δεκτές παρεμβάσεις περιοριστικού χαρακτήρα χωρίς αντιδράσεις; «Νομίζω ότι εναπόκειται στους νομοθέτες και τις κυβερνήσεις να αποφασίσουν εάν θέλουν να νομοθετήσουν. Έχουμε καθήκον να εκπαιδεύσουμε το κοινό μας και να τους προσφέρουμε τα κατάλληλα εργαλεία, ιδιαίτερα στα νεότερα ακροατήρια που μεγαλώνουν σε έναν κόσμο που είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τα πραγματικά νέα», συμπληρώνει ο Wilson.
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα με τα fake news
Πρόσφατη έρευνα του Reuters, δείχνει ότι το 70% περίπου του πληθυσμού χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για άντληση πληροφόρησης, με το Facebook να αποτελεί την πιο διαδεδομένη (62%) πλατφόρμα. Υπάρχει επίσης υψηλή συμμετοχή με σχολιασμό και ανταλλαγή ειδήσεων, γεγονός που παραπέμπει σε πολιτικό φανατισμό και δυσπιστία ως προς την δημοσιογραφία που έχει γίνει πιο έντονη λόγω της οικονομικής κρίσης.
Με τα δεδομένα αυτά, είναι προφανές ότι οι Έλληνες είναι το ίδιο ευάλωτοι στις ψευδείς ειδήσεις όσο και οι πολίτες άλλων χωρών. «Στη χώρα μας η οικονομική κρίση, πέραν των άλλων, έπαιξε οπωσδήποτε καταλυτικό ρόλο. Επιπλέον, η κρίση δημιούργησε “θέσεις εργασίας” στη βιομηχανία των fake news», λέει ο Δημήτρης Αλικάκος, αρχισυντάκτης της πλατφόρμας «Ellinika Hoaxes», με στόχο την κατάρριψη των ψευδών ειδήσεων στο διαδίκτυο.
Πώς αντιδρά η ελληνική κοινωνία; «Δεν κουβαλάμε κουλτούρα, αλλά και παιδεία αντίστασης απέναντι στην παραφιλολογία και τις υπερβολές του καφενείου. Αν προστεθεί και το ότι η ίδια η παιδεία μας -δηλαδή το επίσημο κράτος- συντηρεί τεράστιους μύθους, η απάντηση είναι αποκαρδιωτική».
Αποθαρρυντική επίσης είναι και η μέχρι τώρα στάση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Αδυνατούν ή δεν επιθυμούν, άσχετα με το τι λένε οι μεγάλες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, να καταπολεμήσουν το φαινόμενο. Όσο δεν υπάρχει ισχυρή βούληση περιορισμού των fake news, από αυτούς που επιβάλλεται να έχουν, σε ένα τόσο νοσηρό φαινόμενο, η κατάσταση θα βαίνει επιδεινούμενη», συμπληρώνει ο κ.Αλικάκος.