Oι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και οι διεθνείς κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία έχουν καταστήσει τη οικονομία της χώρας ανάπηρη. Η Ρωσία βρίσκεται σε ύφεση από το 2012 και το Αποθεματικό Ταμείο εκτιμάται ότι θα αδειάσει μέχρι το 2017. Την περασμένη εβδομάδα η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε ότι το ποσοστό της φτώχειας αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς.
Ένας από τους λόγους για την κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η ρωσική οικονομία, τονίζει δημοσίευμα των New York Times (NYT), είναι η ραγδαία μείωση από το 2014, σε διεθνές επίπεδο, της τιμής του πετρελαίου.
«Η οικονομία της Ρωσίας ποτέ δεν διαφοροποιήθηκε και παράμεινε εξαρτημένη από το πετρέλαιο και τις εξαγωγές πρώτων υλών» δηλώνει στην αμερικανική εφημερίδα ο καθηγητής πολιτικών επιστημών του πανεπιστημίου Columbia και του κολεγίου Barnard, Kimberly Marten.
Το 43% των εσόδων που είχε η ρωσική κυβέρνηση το 2015 προερχόταν από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Επίσης να σημειωθεί ότι το 2014, έπειτα από την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, η ΕΕ και οι ΗΠΑ επέβαλαν οικονομικές κυρώσεις στη Μόσχα στοχεύοντας στους χρηματοπιστωτικούς, ενεργειακούς και αμυντικούς φορείς. Οι κυρώσεις που επέβαλε η Δύση πολλαπλασίασε τις επιπτώσεις που προέκυψαν από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, επισημαίνει στους ΝΥΤ ο Robert Kahn οικονομολόγος στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (Council on Foreign Relations).
Σημειώνεται ότι η Ρωσία έχει πολύ μικρό χρέος, όμως οι κυρώσεις έχουν καταστήσει δύσκολο τον δανεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές.
Επιπλέον το ρούβλι, από τον Αύγουστο του 2014, έχει πέσει σχεδόν 50% σε σχέση με το δολάριο. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα και την πτώση των επιπέδων διαβίωσης σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας, διότι ένα αδύναμο ρούβλι σημαίνει ότι όλα τα εισαγόμενα είδη είναι πιο ακριβά. Η Ρωσία σαν αντίποινα στις δυτικές κυρώσεις επέβαλε εμπάργκο σε μια σειρά διατροφικών προϊόντων που εισήγαγε από διάφορες χώρες με αποτέλεσμα η παροχή και η ζήτηση να είναι δυσανάλογη. Δηλαδή υπάρχει μικρότερη εισαγωγή αυτών των αγαθών και ταυτόχρονα οι τιμές τους είναι πιο υψηλές.
Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι το 2016 το ποσοστό της φτώχειας στη Ρωσία θα φτάσει στο 14,2%.
Όλα αυτά επηρεάζουν και τον στρατιωτικό τομέα. Στις 14 Μαρτίου ο πρόεδρος της χώρας Βλάντιμιρ Πούτιν ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει άμεσα η αποχώρηση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Συρία περιορίζοντας τη στρατιωτική επέμβαση που έχει κοστίσει μέχρι στιγμής στη Μόσχα 482 εκατομμύρια δολάρια.
Η αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, εις βάρος της παιδείας, της υγείας και των έργων υποδομής, ήταν μέρος της στρατηγικής της Ρωσίας για την επιστροφή της στη διεθνή σκηνή. Το 2008 ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, ο τότε πρόεδρος της χώρας, ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων έως το 2020. Αυτή η αναβάθμιση με την κατασκευή νέων βάσεων, τη διεξαγωγή μεγάλων στρατιωτικών ασκήσεων και την αναβάθμιση του στρατιωτικού υλικού, έχει αποδειχθεί δαπανηρή. Αυτή τη στιγμή η συγκεκριμένη διεύρυνση έχει σταματήσει και η κυβέρνηση πρόσφατα ανακοίνωσε πως σχεδιάζει να μειώσει τις στρατιωτικές δαπάνες αυτό τον χρόνο κατά 5%. Σημειώνεται ότι το 2008 οι στρατιωτικές δαπάνες έφτασαν περίπου στα 20 δισ. δολάρια και μέχρι το 2014 ξεπέρασαν τα 40 δισ. δολάρια.
Η Ρωσία διατηρεί ένα Αποθεματικό Ταμείο, το οποίο έχει υποστηριχθεί από τα πλεονάζοντα κέρδη προερχόμενα από τις πωλήσεις πετρελαίου και με αυτό προστατεύει την οικονομία της χώρας από οικονομικά σοκ. Όμως τα αποθεματικά του Ταμείο από τον Σεπτέμβριο του 2014 έχουν πέσει 45% καθώς η κυβέρνηση δημιουργεί όλο και περισσότερα ελλείμματα.
Μάλιστα ο υπουργός Οικονομικών Αντόν Σιλουάνοφ έχει δηλώσει πως το Αποθεματικό Ταμείο μπορεί μέχρι το 2017 να αδειάσει προκειμένου να καλυφθούν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού και ίσως χρειαστεί να «μπει χέρι» στο Ταμείο Πρόνοιας (National Wealth Fund). Σε αυτό, σύμφωνα με τους ΝΥΤ, υπάρχουν 73,18 δισ. δολάρια τα οποία αξιοποιούνται το τελευταίο διάστημα για προγράμματα υποδομής και τη διάσωση τραπεζών.