“Πόρτα” σε εθελοντή αιμοδότη έβαλε η αρμόδια υπηρεσία, όταν αυτός προσήλθε στο χώρο αιμοδοσίας και αρνήθηκε να απαντήσει στη διάρκεια λήψης του ιατρικού ιστορικού του για τις σεξουαλικές του δραστηριότητες και συγκεκριμένα για το αν είχε κάνει ποτέ σεξ με άλλον άντρα.
Πέρα από την απόρριψη να δώσει αίμα, η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν ότι τα προσωπικά του δεδομένα καταχωρήθηκαν σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων και το λήμμα έδειξε ότι η σχετική αντένδειξη αιμοδοσίας, με κωδ. FR08, αφορούσε άνδρες που είχαν σεξουαλική επαφή με άνδρες και είχε περιληφθεί και εκείνος. Γεγονός, που οδήγησε και σε νέους αποκλεισμούς του από αιμοδοσία.
Η αντίδραση του υπήρξε άμεση και υποστήριξε ότι τα δεδομένα που αντικατοπτρίζουν τον εικαζόμενο σεξουαλικό προσανατολισμό του είχαν συλλεχθεί και διατηρηθεί από τη Γαλλική Υπηρεσία Αιμοδοσίας σε συνθήκες που παραβίασαν την ιδιωτική του ζωή.
Ωστόσο, τα αιτήματά του δεν έγιναν ποτέ δεκτά από τις εγχώριες αρχές με αποτέλεσμα να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο και τον δικαίωσε, κρίνοντας πως υπήρξε παραβίαση της προσωπικής του ζωής καθώς και συλλογή και πολύχρονη διατήρηση προσωπικών δεδομένων που αφορούσαν τον σεξουαλικό του προσανατολισμό.
Δικαστική απόφαση για εθελοντή αιμοδότη: Το ιστορικό της υπόθεσης
Στις 16 Νοεμβρίου 2004 ο προσφεύγων προσπάθησε να δώσει αίμα σε χώρο αιμοδοσίας της Γαλλικής Υπηρεσίας Αιμοδοσίας, Établissement Français du Sang (EFS). Κατά τη διάρκεια μιας προκαταρκτικής ιατρικής συνέντευξης, ρωτήθηκε αν είχε κάνει ποτέ σεξ με άλλον άντρα. Αρνήθηκε να απαντήσει και το αίτημά του να δώσει αίμα απορρίφθηκε. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης καταχωρήθηκαν τα προσωπικά του δεδομένα σε ηλεκτρονική βάση δεδομένων. Το λήμμα έδειξε ότι η σχετική αντένδειξη αιμοδοσίας, με κωδ. FR08, που χρησιμοποιήθηκε εκείνη την εποχή για άνδρες που είχαν σεξουαλική επαφή με άνδρες, είχε καταχωρηθεί γι΄ αυτόν.
Στις 9 Αυγούστου 2006 ο προσφεύγων υπέβαλε νέο αίτημα. Του είπαν ότι ήταν καταχωρημένος με τον κωδικό FR08 και αποκλειόταν από την αιμοδοσία.
Στις 6 Φεβρουαρίου 2007 υπέβαλε μήνυση για διάκριση καταγγέλλοντας την άρνηση των αρμόδιων αρχών να τον δεχτούν ως αιμοδότη το 2004 και το 2006 και το γεγονός ότι η EFS είχε καταγράψει την εικαζόμενη ομοφυλία του.
Ο ανακριτής αρνήθηκε να κινήσει ποινική έρευνα. Επί της έφεσης του προσφεύγοντος, το Τμήμα Ερευνών του Εφετείου του Παρισιού αποφάσισε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 ότι τα εν λόγω καταγγελλόμενα γεγονότα δεν συνιστούσαν το ποινικό αδίκημα της διάκρισης, αλλά ότι ο ανακριτής θα έπρεπε να είχε εξακριβώσει εάν συνιστούσαν το αδίκημα της καταγραφής ή διατήρησης ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων χωρίς τη συγκατάθεση του ενδιαφερομένου, όπως κατατάσσονται στο άρθρο 226-19 του Ποινικού Κώδικα.
Μετά από περαιτέρω έρευνες, έπαυσε η ποινική δίωξη. Στις 18 Απριλίου 2013 το Ανακριτικό Τμήμα επικύρωσε την απόφαση αυτή. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση του προσφεύγοντος με το επιχείρημα ότι η επίμαχη επεξεργασία δεδομένων προβλεπόταν στο άρθρο 8(II) 6° του νόμου της 6ης Ιανουαρίου 1978 και επομένως δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του αδικήματος που κατατάσσεται στο άρθρο 226-19 του Π.Κ.
Από το 2009 και μετά, οι αντενδείξεις για την αιμοδοσία καθορίζονται από τον Υπουργό Υγείας με υπουργικές αποφάσεις. Στις 26 Μαΐου 2016 ο προσφεύγων προσπάθησε για άλλη μια φορά να δώσει αίμα, αλλά μάταια. Ο προσφεύγων τότε αμφισβήτησε τον κατάλογο των αντενδείξεων για αιμοδοσία σε δύο περιπτώσεις, με βάση ότι απέκλειε τους άνδρες που είχαν σεξουαλική επαφή με άλλους άνδρες.
ΕΔΔΑ: Ακατάλληλη η συλλογή δεδομένων βάσει εικασιών
Λόγω του ευαίσθητου περιεχομένου των επίμαχων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το ΕΔΔΑ θεώρησε ιδιαίτερα σημαντικό, ότι πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας που ορίζονται από τις σχετικές Συμβάσεις.
Τα δεδομένα έπρεπε να είναι ακριβή, ενημερωμένα, κατάλληλα, σχετικά με τους σκοπούς της επεξεργασίας δεδομένων και η διατήρησή τους δεν έπρεπε να υπερβαίνει την καθορισμένη περίοδο. Το Δικαστήριο τόνισε περαιτέρω ότι τα επίμαχα δεδομένα, τα οποία αφορούσαν το απόρρητο του προσφεύγοντος, είχαν συλλεχθεί και διατηρηθεί χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή του, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητος ο αυστηρός έλεγχός τους.
Το ΕΔΔΑ παρατήρησε, πρώτον, ότι η καταχώριση δεδομένων του προσφεύγοντος είχε αποδοθεί ως αντένδειξη ειδικά για άντρες που έκαναν σεξ με άλλους άντρες, μόνο και μόνο επειδή είχε αρνηθεί να απαντήσει σε σχετικές ερωτήσεις αναφορικά με τη σεξουαλική του ζωή κατά τη διάρκεια της ιατρικής συνέντευξης πριν από την αιμοδοσία.
Κανένα από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στην εκτίμηση του γιατρού δεν επέτρεψε να εξαχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα σχετικά με τη σεξουαλική του δραστηριότητα. Το δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα δεδομένα που συλλέχθηκαν βασίστηκαν σε απλή εικασία και δεν είχε αποδειχθεί σε πραγματική βάση.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι ήταν ακατάλληλη η συλλογή προσωπικών δεδομένων που σχετίζονται με τη σεξουαλική συμπεριφορά και τον προσανατολισμό στη βάση απλών εικασιών ή τεκμηρίων. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της διασφάλισης της ποιότητας του αίματος, θα ήταν αρκετό, κατά την άποψή του, να τηρηθεί αρχείο της άρνησης του προσφεύγοντος να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλικότητά του, καθώς αυτός ο παράγοντας και μόνον ήταν ικανός να δικαιολογήσει μια άρνηση αποδοχής του ως αιμοδότη.
Δεύτερον, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η Κυβέρνηση δεν είχε αποδείξει ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων είχε ρυθμιστεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορεί να υπερβαίνει την απαιτούμενη περίοδο για τους σκοπούς για τους οποίους είχαν συλλεχθεί. Το Δικαστήριο σημείωσε, υπό το φως της συνεπούς πρακτικής του EFS, ότι η υπερβολική διάρκεια της διατήρησης δεδομένων κατέστησε δυνατό τα δεδομένα να χρησιμοποιούνται επανειλημμένα κατά του προσφεύγοντος, με αποτέλεσμα τον αυτόματο αποκλεισμό του από την εθελοντική αιμοδοσία.
Πηγή: echrcaselaw.com