Η ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας- των ελληνικών αποικιών στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία- είναι ένα κεφάλαιο σχετικά άγνωστο σε πολλούς: Η παρουσία του ελληνισμού στη Δύση έχει διάρκεια αιώνων, με κάποιες από τις ελληνικές πόλεις της «Magna Grecia», όπως θα γινόταν γνωστή στα λατινικά, να εξελίσσονται σε πραγματικά κοσμήματα της Μεσογείου, αφήνοντας το αποτύπωμά τους στην περιοχή για πάρα πολλά χρόνια, ακόμα και μετά την πτώση τους μπροστά στη δύναμη της Ρώμης.
Η ιστορία των Ελλήνων της Δύσης είναι μακρά και περιλαμβάνει επιτεύγματα και γεγονότα αντίστοιχα αυτών των Ελλήνων του Αιγαίου και της Ανατολής: Από τις θαυμαστές πόλεις μέχρι τους γενικευμένους πολέμους με ξένες δυνάμεις που επιδίωκαν την κυριαρχία στη Μεσόγειο, και από τις εμφύλιες συγκρούσεις και τα δαιδαλώδη πολιτικά παιχνίδια μεταξύ ισχυρών ηγεμόνων μέχρι την ανάπτυξη των γραμμάτων, του εμπορίου και των τεχνών, η ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον «ψηφιδωτό»- και οι πρωταγωνιστές της ήταν πολλοί και έμειναν στην ιστορία, δεδομένου ότι στις ελληνικές πόλεις της Δύσης παρουσιάστηκαν στοιχεία τα οποία θα καθιερώνονταν αργότερα στα ελληνιστικά βασίλεια, όπως η ισχυρή μοναρχία (υπό τη μορφή της τυραννίας, ωστόσο, αντί της βασιλείας), η συγκεντρωτική εξουσία, η στρατολόγηση και συντήρηση μεγάλων στρατών, η εξέλιξη καινοτόμων στρατιωτικών τεχνολογιών (βαριά πολεμικά πλοία, πολεμικές μηχανές κλπ) κ.α. Μεταξύ αυτών, δεσπόζει ένας αμφιλεγόμενος ηγεμόνας- ένας τύραννος που γράφτηκε στην ιστορία τόσο για τις πολιτικές, οργανωτικές και στρατιωτικές ικανότητές του, όσο και για την άκρατη φιλοδοξία, το αδίστακτο του χαρακτήρα του και την απολυταρχία του καθεστώτος του: Ο λόγος για τον Διονύσιο τον Πρεσβύτερο- τον πανίσχυρο τύραννο των Συρακουσών.
Η δύναμη των Συρακουσών
Η πόλη των Συρακουσών είναι η πλέον γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας: Ιδρυθείσα τον 8ο αιώνα από Κορίνθιους αποίκους, ήταν η ισχυρότερη των ελληνικών πόλεων της Δύσης και μία από τις σημαντικότερες πόλεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου γενικότερα.
Με έκταση διπλή της Αθήνας και πληθυσμό μεγαλύτερο όλων των ελληνικών πόλεων της εποχής, οι Συρακούσες αποτελούσαν μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Μεσογείου κατά τον 4ο πΧ αιώνα- σε μεγάλο βαθμό χάρη στους τυράννους τους, που είχαν θέσει στη σφαίρα επιρροής τους τις περισσότερες πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας. Κομβικής σημασίας σε αυτό ήταν η προσωπικότητα του Γέλωνα, τυράννου της Γέλας ο οποίος πήρε την εξουσία και στις Συρακούσες το 485 πΧ, και προχώρησε στη δημιουργία ενός ισχυρού συνασπισμού μεταξύ Συρακουσών, Γέλας και Ακράγαντα- των τριών ισχυρότερων πόλεων της Σικελίας.
Ο συνασπισμός αυτός ήρθε σε σύγκρουση με τους Καρχηδόνιους- τον μεγάλο αντίπαλο των Ελλήνων της Δύσης- και τους συνέτριψε το 480 πΧ στη μάχη της Ιμέρας, δίνοντας τέλος για σχεδόν έναν αιώνα στα σχέδια της ισχυρής δύναμης της βόρειας Αφρικής για επέκταση στη Σικελία.
Ακολούθησαν διαμάχες μεταξύ των ελληνικών πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, αλλά και συγκρούσεις με τους γηγενείς κατοίκους της Σικελίας, από τις οποίες αναδείχθηκαν κυρίαρχη δύναμη οι Συρακούσες. Ωστόσο, η αντιπαλότητα μεταξύ των ελληνικών πόλεων της Δύσης και οι εξελίξεις του Πελοποννησιακού Πολέμου αποτέλεσαν αντίστοιχα την αφορμή και τα αίτια της μεγάλης Σικελικής Εκστρατείας των Αθηναίων το 415-413 πΧ. Οι Συρακούσες, ως μεγάλη δύναμη της Σικελίας, βρέθηκαν απέναντι στους Αθηναίους, η τελική πανωλεθρία των οποίων (με τη βοήθεια της Σπάρτης) επηρέασε σε πολύ μεγάλο βαθμό την έκβαση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε ο Ερμοκράτης, οι πολιτικοί και στρατιωτικοί χειρισμοί του οποίου ανέδειξαν τις Συρακούσες νικητή της μεγάλης αναμέτρησης και ισχυρό σύμμαχο της Σπάρτης. Ωστόσο, κατά την απουσία του με μοίρα του στόλου στο Αιγαίο έγινε πραξικόπημα με σκοπό την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στην πόλη- και το τελικό αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης που ακολούθησε ήταν η εδραίωση μιας «εύθραυστης» δημοκρατίας στην πόλη.
Η πρώτη και η δεύτερη καρχηδονιακή εισβολή
Τις εξελίξεις αυτές παρακολουθούσε λεπτομερώς η Καρχηδόνα, η οποία εκμεταλλεύτηκε τις συγκυρίες για να επιστρέψει στη Σικελία: Ο Αννίβας, γιος του Αμίλκα που είχε σκοτωθεί στη μάχη της Ιμέρας, εκμεταλλεύτηκε την έκκληση για βοήθεια από τις πόλεις που είχαν συμμαχήσει με την Αθήνα και φοβούνταν την εκδίκηση των Συρακουσών και ενεπλάκη στις συγκρούσεις μεταξύ Σελινούντα και Έγεστας, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μεγάλη καρχηδονιακή εισβολή του 409 πΧ- όταν μια μεγάλη καρχηδονιακή αρμάδα αποβίβασε 100.000 πεζούς και 4.000 ιππείς στο Λιλύβαιον, στη δυτική Σικελία.
Το μέγεθος της καρχηδονιακής εισβολής αιφνιδίασε τον Σελινούντα, που ζήτησε τη βοήθεια των Συρακουσών και άλλων πόλεων- ωστόσο η πόλη έπεσε στους Καρχηδονίους, με αποτέλεσμα τη λεηλασία και καταστροφή της. Ακολούθως, ο Αννίβας στράφηκε κατά της Ιμέρας, η οποία επίσης έπεσε, παρά τη βοήθεια των Συρακουσίων. Εν τέλει, ο Καρχηδόνιος ηγέτης επέστρεψε στην Καρχηδόνα με λάφυρα, αφήνοντας πίσω τους Σικανούς και Καμπανούς συμμάχους του, έχοντας καταστρέψει δύο από τις λαμπρότερες και ισχυρότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας.
Παράλληλα, στις Συρακούσες επικρατούσε αναβρασμός, λόγω της καρχηδονιακής απειλής- και σε αυτό το πλαίσιο, ο Ερμοκράτης επιχείρησε να επιστρέψει στην πόλη: Έχοντας συγκεντρώσει στρατό, απελευθέρωσε τον Σελινούντα, εγκαθιστώντας σε αυτόν όσους Σελινούντιους είχαν γλιτώσει, και χτυπώντας άλλες περιοχές που είχαν καταλάβει οι Καρχηδόνιοι εισβολείς (μεταξύ άλλων, εξεστράτευσε και στην Ιμέρα, από όπου συνέλεξε τα οστά των νεκρών Συρακουσίων). Έχοντας αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό την εικόνα του, προσπάθησε να επιστρέψει στην πόλη- ωστόσο, ο δήμος, αν και έδιωξε τον μεγάλο του αντίπαλο, Διοκλή, δεν του επέτρεψε να επανέλθει, φοβούμενος πως θα γινόταν ξανά τύραννος. Ως εκ τούτου, ο Ερμοκράτης προσπάθησε να πάρει ξανά την εξουσία πραξικοπηματικά, με νυχτερινή έφοδο στην πόλη- κατά την οποία όμως σκοτώθηκε. Αργότερα επέστρεψε ο Διοκλής, που επέβαλε ο ίδιος τυραννία.
Ωστόσο, η καρχηδονιακή απειλή δεν είχε τελειώσει: Έχοντας θέσει τις βάσεις για την εδραίωσή της στο νησί με την πρώτη εισβολή, η Καρχηδόνα ετοίμασε το έδαφος για τη δεύτερη, επιδιδόμενη μάλιστα σε διαπραγματεύσεις με την Αθήνα για να αποτρέψει την παροχή πελοποννησιακής βοήθειας στη Σικελία. Εν τέλει, η δεύτερη εισβολή έγινε το 406 πΧ, με επικεφαλής ξανά τον Αννίβα και τον Ιμίλκωνα. Σε πρώτη φάση οι Συρακούσιοι και οι σύμμαχοί τους φάνηκαν να αναχαιτίζουν την εισβολή, νικώντας τον καρχηδονιακό στόλο σε ναυμαχία, ωστόσο στη συνέχεια ο Αννίβας πραγματοποίησε αντιπερισπασμό απειλώντας τις ίδιες τις Συρακούσες και καταφέρνοντας έτσι να περάσει τον στρατό του (γύρω στους 120.000 άνδρες) στη Σικελία, όπου πολιόρκησε άλλη μια μεγάλη ελληνική πόλη, τον Ακράγαντα. Προς βοήθεια έσπευσε ο στρατός των Συρακουσίων και των συμμάχων τους, που νίκησαν σε μάχη τους Καρχηδονίους, ωστόσο λόγω σειράς λαθών το στράτευμα των εισβολέων απέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή.
Στο ελληνικό στρατόπεδο υπήρξε σύγχυση και διαμάχες μεταξύ των στρατηγών των συμμαχικών δυνάμεων, ενώ στο μεταξύ οι Καρχηδόνιοι έστησαν ενέδρα στην νηοπομπή που μετέφερε εφόδια από τις Συρακούσες, μεταβάλλοντας την κατάσταση: Πλέον ο Ακράγαντας έμενε χωρίς εφόδια για να αντέξει πολιορκία, με την απειλή να συνεχίζει να υφίσταται. Λόγω συγκρούσεων στο εσωτερικό του ελληνικού στρατοπέδου (τις οποίες θεωρείται πως υποδαύλισαν οι Καρχηδόνιοι με δωροδοκίες), οι συμμαχικές δυνάμεις άρχισαν να αποχωρούν. Εν τέλει, παρά τη νίκη των Ελλήνων στη μάχη που είχε προηγηθεί, οι Ακραγαντίνοι εγκατέλειψαν την πόλη τους, καθώς η αντίσταση θεωρήθηκε μάταιη- και όπως ήταν αναμενόμενο, οι Καρχηδόνιοι επέστρεψαν και κυρίευσαν τον ανυπεράσπιστο Ακράγαντα, τον οποίο και λεηλάτησαν (αλλά δεν κατέστρεψαν όπως τον Σελινούντα, καθώς ο Ιμίλκων ήθελε να βγάλει τον χειμώνα εκεί). Η είδηση της πτώσης του Ακράγαντα προκάλεσε πανικό στους Έλληνες της Σικελίας.
Η άνοδος του Διονυσίου
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η κατάσταση για τους Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας ήταν εξαιρετικά δυσμενής: Οι Καρχηδόνιοι φαίνονταν να έχουν επιτύχει όλους τους σκοπούς τους, καταστρέφοντας τη μια ελληνική πόλη μετά την άλλη, ενώ στις Συρακούσες, την ισχυρότερη ελληνική πόλη, δεν φαινόταν να υπάρχει ικανή ηγεσία- μάλιστα οι στρατηγοί είχαν πέσει σε δυσμένεια, εξαιτίας της αποτυχίας στον Ακράγαντα. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύτηκε ένας μέχρι τότε σχετικά άγνωστος υποστηρικτής του Ερμοκράτη, ο οποίος είχε καταφέρει να αποστασιοποιηθεί από την τελευταία, πραξικοπηματική ενέργεια του αρχηγού του – και μάλιστα είχε διακριθεί ως πολεμιστής στον Ακράγαντα.
Επρόκειτο για τον Διονύσιο- ο οποίος κατηγόρησε στην Εκκλησία του Δήμου τους στρατηγούς ως προδότες, αλλά και τους επιφανέστερους πολίτες της πόλης ως εχθρούς της δημοκρατίας, που ήθελαν να επιβάλουν ολιγαρχικό καθεστώς. Ο πύρινος λόγος του προκάλεσε την αντίδραση των αρχόντων, που του επέβαλαν πρόστιμο επί τόπου- το οποίο όμως προσφέρθηκε να πληρώσει (όπως και όλα τα άλλα που μπορεί να ακολουθούσαν) ο πλούσιος φίλος του, Φίλιστος.
Ο Διονύσιος συνέχισε τον λόγο του, συγκλονίζοντας τον δήμο και κερδίζοντας την υποστήριξή του, ώστε να καθαιρεθούν με συνοπτικές διαδικασίες οι στρατηγοί και να εκλεγούν άλλοι, μεταξύ των οποίων ο ίδιος. Το πρώτο που έκανε ήταν να φέρει πίσω τους εξόριστους, ώστε να ενισχύσει τον στρατό (και παράλληλα τις τάξεις των υποστηρικτών του). Στη συνέχεια άρχισε να κατηγορεί τους άλλους στρατηγούς ότι επιδίδονταν σε μυστικές συνεννοήσεις με τους Καρχηδονίους- κερδίζοντας έτσι ακόμα περισσότερο τη στήριξη των πολιτών.
Την εξουσία του ενίσχυσε ακόμα περισσότερο η έκκληση της Γέλας για βοήθεια, καθώς φοβόταν επίθεση των Καρχηδονίων: Ο Διονύσιος έσπευσε προς βοήθεια της πόλης, κερδίζοντας την εύνοια της εκεί δημοκρατικής παράταξης και μετά επέστρεψε στις Συρακούσες, όπου ανακοίνωσε πως εγκατέλειπε τη στρατηγία επειδή, όπως ισχυρίστηκε, ενώ ο ίδιος αγωνιζόταν για να προστατέψει την πόλη από τον εξωτερικό εχθρό, οι άρχοντές της έκαναν κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Έτσι, έπεισε την Εκκλησία του Δήμου να του δώσει το αξίωμα του στρατηγού-αυτοκράτορα: Ο Διονύσιος είχε πλέον αναλάβει την ανώτατη εξουσία.
Το πρώτο που έκανε ήταν να διπλασιάσει τους μισθούς των στρατιωτών, ενώ στη συνέχεια δημιούργησε ισχυρή σωματοφυλακή- τον προσωπικό του στρατό- και διέταξε επιστράτευση. Ακολούθως κέρδισε με τέχνασμα τη στήριξη της πόλης των Λεοντίνων (σκηνοθετώντας επίθεση εναντίον του, ενώ ο ίδιος εκστράτευε στην περιοχή) και άρχισε να βγάζει από τη μέση τους αντιπάλους του, εξορίζοντας ή εκτελώντας τους.
Ο μέχρι πρότινος σχετικά άγνωστος στρατιώτης είχε γίνει «κύριος του παιχνιδιού». Αλλά ο εξωτερικός κίνδυνος υπήρχε ακόμα, και πλησίαζε ξανά.
Η τρίτη καρχηδονιακή εισβολή
Η νέα επίθεση των Καρχηδονίων ήρθε το 405 πΧ, με τον Ιμίλκωνα να πολιορκεί τη Γέλα, η οποία αντιστεκόταν επιτυχώς. Ο Διονύσιος έσπευσε προς βοήθεια με πολυάριθμο στράτευμα (ο στρατός των Συρακουσίων, μαζί με συμμάχους και μισθοφόρους): Για να καταστρέψει την εχθρική δύναμη κατέστρωσε ένα πολύπλοκο σχέδιο, που περιελάμβανε ταυτόχρονα πλήγματα από πέντε διαφορετικά σημεία, που περιελάμβαναν επίθεση στη θάλασσα και πέρασμα του ίδιου μέσα από την ίδια την πολιορκημένη Γέλα. Ωστόσο, υπήρξε κακός συντονισμός σε ένα ούτως ή άλλως περίπλοκο σχέδιο, με αποτέλεσμα η επίθεση να αποτύχει, με βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Στο πολεμικό συμβούλιο που ακολούθησε κρίθηκε πως η κατάσταση δεν ήταν βιώσιμη, οπότε και αποφασίστηκε η πλήρης εκκένωση της πόλης- η οποία πραγματοποιήθηκε επιτυχώς, αφήνοντας την πόλη κενή στους Καρχηδονίους.
Στη συνέχεια ο Διονύσιος κατευθύνθηκε προς την Καμάρινα, την οποία εκκένωσε επίσης, παίρνοντας τους κατοίκους με όλα τα πολύτιμα αντικείμενά τους στις Συρακούσες. Οι ενέργειες αυτές ωστόσο δυσαρεστούσαν τον στρατό, ο οποίος περίμενε από τον νέο ηγέτη του μεγάλες νίκες, και αντ’αυτού έβλεπε ξανά αποτυχίες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στις Συρακούσες να γίνει στάση εναντίον του, στο πλαίσιο της οποίας οι αντίπαλοί του εισέβαλαν στο σπίτι του, έκλεψαν την περιουσία του και ατίμασαν τη γυναίκα του (κόρη του Ερμοκράτη, που είχε παντρευτεί πρόσφατα), η οποία αυτοκτόνησε. Ο Διονύσιος επέστρεψε ταχύτατα στην πόλη και αιφνιδίασε τους αντιπάλους του, εξοντώνοντάς τους.
Παράλληλα, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων είχε πέσει επιδημία, με αποτέλεσμα ο Ιμίλκων να ζητήσει ειρήνη, ορίζοντας τις περιοχές μέχρι τις οποίες έφτανε η καρχηδονιακή κυριαρχία. Βάσει των όρων, ο Σελινούντας, ο Ακράγαντας, η Ιμέρα, η Γέλα και η Καμάρινα έμεναν χωρίς τείχη και γίνονταν υποτελείς στους Καρχηδονίους, οι οποίοι έπαιρναν και τις περιοχές των Ελύμων και των Σικανών. Στο πλαίσιο της συνθήκης ανταλλάχθηκαν επίσης αιχμάλωτοι.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν σίγουρα αρνητικό για τις Συρακούσες- ωστόσο ο Διονύσιος είχε καταφέρει να εδραιώσει την τυραννία του στην πόλη και να κερδίσει χρόνο.
Τύραννος των Συρακουσών
Ο Διονύσιος πλέον ήταν απόλυτος ηγεμόνας- και προχώρησε σε συστηματικά οχυρωματικά έργα, καθώς και σειρά μεταρρυθμίσεων σε πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, δημεύοντας και αναδιανέμοντας γαίες, απελευθερώνοντας δούλους και κάνοντάς τους πολίτες κ.α. Το 404 π.Χ εξεστράτευσε εναντίον των γηγενών Σικελών, που είχαν συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους- ωστόσο ενώ έλειπε έγινε στάση στις Συρακούσες, με σκοπό την κατάλυση της τυραννίδας. Ο Διονύσιος επέστρεψε άμεσα, αλλά αυτή τη φορά οι αντίπαλοί του ήταν καλύτερα οργανωμένοι και προετοιμασμένοι, έχοντας συγκεντρώσει στρατό στις Επιπολές και εκλέξει στρατηγούς- ενώ ζητούσαν βοήθεια και από άλλες πόλεις.
Ο τύραννος βρέθηκε πολιορκημένος στην έδρα της ισχύος του, Ορτυγία, και σε δεινή θέση- ωστόσο, ακολουθώντας τις συμβουλές του φίλου του, Φίλιστου, ζήτησε τη βοήθεια των Καμπανών μισθοφόρων που είχαν αφήσει πίσω τους οι Καρχηδόνιοι ως φρουρές, ενώ παράλληλα άρχιζε διαπραγματεύσεις με τους στασιαστές, που συμφώνησαν να του επιτρέψουν να αποχωρήσει, σίγουροι για την πτώση του. Ωστόσο η επίθεση των Καμπανών μισθοφόρων έσπασε την πολιορκία, και ο Διονύσιος επιτέθηκε κατά των στασιαστών, νικώντας τους. Αυτή τη φορά ωστόσο επέλεξε να φανεί μεγαλόψυχος, υποσχόμενος αμνηστία σε όσους επέστρεφαν- και αρκετοί το έκαναν (αν και επίσης αρκετοί κατέφυγαν στην Αίτνα). Τη θέση του Διονυσίου ενίσχυσε ακόμα περισσότερο η άφιξη Σπαρτιάτη απεσταλμένου (σημειώνεται πως πρόσφατα είχε λάβει τέλος ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, με επικράτηση των Σπαρτιατών), ο οποίος τον βοήθησε να εκθέσει ακόμα ευκολότερα όποιους αντιπάλους είχαν απομείνει, προσποιούμενος τον σύμμαχό τους. Εν τέλει, με τέχνασμα ο τύραννος πήρε από τους Συρακούσιους τα όπλα τους, τα οποία θα τους παραδίδονταν μόνο σε καιρό πολέμου.
Έχοντας σταθεροποιήσει την τυραννίδα, επέκτεινε την κυριαρχία του και στις άλλες ελληνικές πόλεις της Σικελίας με σειρά εκστρατειών εναντίον τους, υποτάσσοντας πόλεις όπως η Κατάνη, η Νάξος και οι Λεοντίνοι- επιδιδόμενος πολλές φορές σε σκληρότατες ενέργειες, όπως η καταστροφή και ο εξανδραποδισμός της πόλης της Νάξου (της αρχαιότερης ελληνικής αποικίας της Σικελίας) ο εξαναγκασμός των κατοίκων των Λεοντίνων να εγκατασταθούν στις Συρακούσες κ.α.
Η ελληνική αντεπίθεση
Έχοντας «θωρακίσει» την εξουσία του, πέρασε το διάστημα από το 403 πΧ και μετά ετοιμαζόμενος για την αντεπίθεση στους Καρχηδονίους, οχυρώνοντας τις Συρακούσες όπως ποτέ άλλοτε (με ειδικότερη έμφαση στην Ορτυγία), κατασκευάζοντας σειρά ναυπηγείων/ ναυστάθμων και ναυπηγώντας έναν τεράστιο στόλο. Παράλληλα, ανέπτυξε σειρά πολεμικών και πολιορκητικών μηχανών και δημιούργησε πολυάριθμο στρατό, από Έλληνες και ξένους μισθοφόρους. Επίσης, έκλεισε ειρήνη με τις ελληνικές πόλεις που δεν είχε υποτάξει, συμμαχώντας μάλιστα με τη Μεσσήνη. Στο εσωτερικό μέτωπο, καλλιέργησε ατμόσφαιρα ευφορίας στις Συρακούσες, με γιορτές και συγκεντρώσεις, ενώ σταμάτησε να σκοτώνει και να εξορίζει πολίτες, προσπαθώντας να αφήσει πίσω το καθεστώς τρομοκρατίας. Στο μεταξύ, είχε δημιουργήσει εκτενές δίκτυο κατασκοπείας, χάρη στο οποίο έμαθε γρήγορα για τον λοιμό που είχε ξεσπάσει στην Καρχηδόνα.
Ήταν η στιγμή που περίμενε: Κάλεσε την Εκκλησία του Δήμου και ζήτησε την άδειά της για να χτυπήσει τους Καρχηδόνιους, τονίζοντας πως ήταν προτιμότερο να προβούν σε ένα προληπτικό πλήγμα παρά να περιμένουν την επόμενη επίθεση. Οι Συρακούσιοι πείστηκαν- και σε όλες τις ελληνικές πόλεις της Σικελίας (ακόμα και στις υποτελείς στους Καρχηδόνιους) υπήρξε έξαρση μίσους κατά των αλλοεθνών, με δημεύσεις περιουσιών, πλήθη να σκοτώνουν Καρχηδόνιους εμπόρους και μετοίκους κ.ο.κ. Ακολούθησε τελεσίγραφο του Διονυσίου προς την Καρχηδόνα, με το οποίο απαιτούσε την απελευθέρωση όλων των ελληνικών πόλεων της Σικελίας.
Οι Καρχηδόνιοι αρνήθηκαν- και ο πόλεμος ήταν γεγονός, μόνο που αυτή τη φορά την πρωτοβουλία είχαν οι Έλληνες. Το 398 πΧ ο Διονύσιος χτύπησε τη Μοτύη- τη μεγάλη καρχηδονιακή βάση στη Σικελία- λαμβάνοντας κατά την εκστρατεία αυτήν (στην οποία είχε δώσει εθνικό χαρακτήρα, καθώς επιχειρούσε κάτι που κανένας άλλος Έλληνας ηγεμόνας της Σικελίας δεν είχε κάνει ξανά,δηλαδή να διώξει τους Καρχηδόνιους από τη Σικελία) τη στήριξη και άλλων ελληνικών πόλεων που μέχρι τότε ήταν αντίπαλοί του. Οι Καρχηδόνιοι, υπό τον Ιμίλκωνα, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν την εκστρατεία του Διονυσίου, στέλνοντας δύναμη εναντίον των ίδιων των Συρακουσών, για να χτυπήσει τα πλοία που βρίσκονταν εκεί, ωστόσο, αν και η επιχείρηση πέτυχε εν μέρει, δεν έφερε αποτελέσματα, καθώς ο Διονύσιος συνέχισε την εκστρατεία του, γνωρίζοντας πως αν η Μοτύη έπεφτε, τότε θα κατέρρεε όλη η καρχηδονιακή επικράτεια.
Η μεγάλη αναμέτρηση δόθηκε στην ίδια τη Μοτύη, όπου ο Ιμίλκων με τον καρχηδονιακό στόλο προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον Διονύσιο, κλείνοντας τον στόλο των Συρακουσών στον κόλπο- αλλά ο Διονύσιος πέρασε πλοία του πάνω από την ξηρά μέσω ξύλινων διαδρόμων και τα έβγαλε από άλλη πλευρά, καλύπτοντάς τα με πυκνά πυρά από τις πολεμικές μηχανές του. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν οι Καρχηδόνιοι να έρθουν αντιμέτωποι με το σύνολο του ελληνικού στόλου στην ανοιχτή θάλασσα- και το αποτέλεσμα ήταν η ήττα και φυγή τους, σφραγίζοντας έτσι την τύχη της Μοτύης. Η πόλη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων της Σικελίας, οι οποίοι πήραν εκδίκηση για τις καταστροφές των μεγάλων ελληνικών πόλεων από τους Καρχηδόνιους τα επόμενα χρόνια, προβαίνοντας σε σφαγές, λεηλασίες και εξανδραποδισμό. Ο Διονύσιος στη συνέχεια επέστρεψε στις Συρακούσες το τέλος του καλοκαιριού, ενώ παράλληλα άφηνε τον αδελφό του, ναύαρχο Λεπτίνη, να πολιορκεί την Έγεστα και την Έντελλα.
Η πολιορκία των Συρακουσών και η συντριβή των Καρχηδονίων
Ο πόλεμος συνεχίστηκε και το 397 πΧ, με τους Καρχηδόνιους υπό τον Ιμίλκωνα να προβαίνουν σε μεγάλη αντεπίθεση (εκτιμάται πως ο στρατός τους ανερχόταν στους 130.000 άνδρες) , ανακαταλαμβάνοντας τη Μοτύη και κατασκευάζοντας μεγάλη βάση στο Λιλύβαιο. Μετά στράφηκαν προς τη Μεσσήνη, καταλαμβάνοντάς την- και πολλές σικελικές πόλεις αποστάτησαν από τη συμμαχία με τον Διονύσιο. Ο τύραννος των Συρακουσών παρόλα αυτά δεν πτοήθηκε και επιτέθηκε- ωστόσο ο στόλος του ηττήθηκε στη θάλασσα, χάνοντας 100 πλοία στα ανοιχτά της Κατάνης. Ο στρατός υποχώρησε στις Συρακούσες, από όπου ο Διονύσιος ζήτησε βοήθεια από τις πόλεις της Ελλάδας, ενώ έστειλε ανθρώπους του να στρατολογήσουν μισθοφόρους στην Πελοπόννησο.
Στο μεταξύ, οι Καρχηδόνιοι βρίσκονταν προ των πυλών των ίδιων των Συρακουσών, φέρνοντας τον στρατό και τον στόλο τους κοντά στην πόλη και επιδιδόμενοι σε καταστροφές στα περίχωρα και «πόλεμο νεύρων»- ενώ παράλληλα έχτιζαν φρούρια για να σφίξουν τον κλοιό. Ωστόσο, από την Ελλάδα κατέφθασαν ενισχύσεις: 30 πλοία υπό τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Φαρακίδα, που έσπασαν τον ναυτικό αποκλεισμό. Ακολούθησε ναυμαχία, όπου οι Συρακούσιοι νίκησαν τους Καρχηδόνιους ενώ ο Διονύσιος έλειπε- κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αρχίσουν ζυμώσεις για ανατροπή της τυραννίας, με τους επίδοξους στασιαστές να στρέφονται στον Φαρακίδα. Ωστόσο, ο Φαρακίδας είχε φιλικές σχέσεις με τον Διονύσιο, και αρνήθηκε να βοηθήσει σε τέτοιο σχέδιο, λέγοντας πως σκοπός του ήταν να βοηθήσει εναντίον των Καρχηδονίων.
Παράλληλα, στο στρατόπεδο των Καρχηδονίων εκδηλώθηκε επιδημία, και ο Διονύσιος χρησιμοποίησε την ευκαιρία αυτή για να αντεπιτεθεί- και το τελικό αποτέλεσμα ήταν η συντριπτική ήττα του καρχηδονιακού στρατού και στόλου. Έχοντας ηττηθεί σε ξηρά και θάλασσα, οι Καρχηδόνιοι ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με τον Διονύσιο προκειμένου να τους επιτραπεί να αποχωρήσουν από τη Σικελία: Ο τύραννος των Συρακουσών δεν άφησε να πάει χαμένη η ευκαιρία να δώσει τέλος στη σύγκρουση με «εύκολο» τρόπο, οπότε δέχτηκε την αποχώρηση 40 πλοίων με Καρχηδόνιους στρατιώτες, με τον Ιμίλκωνα να καταβάλλει ως λύτρα τα χρήματα που είχαν απομείνει στο στρατόπεδό του. Ωστόσο, τα αποχωρούντα καρχηδονιακά πλοία έγιναν αντιληπτά από τους Κορίνθιους συμμάχους των Συρακουσών, οι οποίοι δεν ήξεραν για τη μυστική συμφωνία και έσπευσαν να τους επιτεθούν στα ανοιχτά (μια επίθεση την οποία ο ίδιος ο Διονύσιος προσπάθησε να καθυστερήσει). Ταυτόχρονα, οι σύμμαχοι των Καρχηδονίων, που είχαν αφεθεί πίσω, δέχονταν την επίθεση του Διονυσίου.
Το τελικό αποτέλεσμα της εισβολής αυτής ήταν η συντριβή των Καρχηδονίων- με μόλις 8.000 άνδρες να γυρνούν στην Καρχηδόνα. Στη συνέχεια, ο Διονύσιος επέτρεψε σε Σικελιώτες Έλληνες που είχαν εκτοπιστεί από τις πόλεις τους να επιστρέψουν σε αυτές και στράφηκε κατά των γηγενών Σικελών, σημειώνοντας επιτυχία αρχικά- αν και η ήττα του στο Ταυρομένιο έδωσε στον Ακράγαντα την ευκαιρία να αποστατήσει.
Οι Καρχηδόνιοι δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη: Το 393 πΧ ο στρατηγός Μάγων επιχείρησε επιστροφή στη Σικελία, προσπαθώντας να προσεταιριστεί τις ελληνικές πόλεις που ήταν υποτελείς στον Διονύσιο, καθώς και τους Σικελούς, ενώ εκστράτευε κατά της Μεσσήνης. Ωστόσο, ηττήθηκε σε μάχη από τον Διονύσιο- ζητώντας ενισχύσεις, που ήρθαν υπό τη μορφή μισθοφόρων από τη Λιβύη, τη Σαρδηνία και την Ιταλία. Μετά από μια σειρά πολιτικών και στρατιωτικών ελιγμών και από τις δύο πλευρές, οι Καρχηδόνιοι συνθηκολόγησαν, εγκαταλείποντας κάθε δικαίωμα επί των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, και θέτοντας τους γηγενείς Σικελούς υπό την κυριαρχία του Διονυσίου. Το 392 πΧ ο Διονύσιος ήταν πλέον «της Σικελίας τύραννος», σύμφωνα με τον Ισοκράτη.
Ο Διονύσιος στο απόγειο της ισχύος του
Έχοντας νικήσει τους Καρχηδονίους, ο Διονύσιος επιδίωξε να προσαρτήσει στην αυτοκρατορία του όλες τις πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, σε Σικελία και Κάτω Ιταλία- ένα πρωτοφανές εγχείρημα, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποίησε σειρά εκστρατειών, επεκτείνοντας την επικράτειά του στις ακτές της Αδριατικής. Έχοντας επεκταθεί και προς βορρά, ήρθε σε επαφή και με τους Γαλάτες, με τους οποίους σύναψε συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας.
Ακολούθησαν άλλοι δύο πόλεμοι με τους Καρχηδονίους: το 383 πΧ οι Καρχηδόνιοι υπό τον Μάγωνα προσπάθησαν να χτυπήσουν τους Συρακούσιους σε Κάτω Ιταλία και Σικελία ταυτόχρονα. Ο πόλεμος κρίθηκε σε δύο μάχες: Στην πρώτη (Καβάλα- άγνωστη σήμερα τοποθεσία) οι Καρχηδόνιοι υπέστησαν πανωλεθρία από τους Συρακούσιους, με 10.000 νεκρούς (μεταξύ των οποίων και ο Μάγων) και 5.000 αιχμαλώτους. Στη δεύτερη, στο Κρόνιο, ο γιος και διάδοχος του Μάγωνος νίκησε τις δυνάμεις των Συρακουσίων: Το ελληνικό στράτευμα σημείωσε αρχικά επιτυχία, ωστόσο ο θάνατος του Λεπτίνη, που ήταν διοικητής της μιας πτέρυγας, προκάλεσε την κατάρρευσή της, συμπαρασύροντας και την άλλη, που είχε επικεφαλής τον Διονύσιο. Ο στρατός των Συρακουσίων υπέστη βαριές απώλειες (αναφορές κάνουν λόγο για 14.000 άνδρες), και οι Καρχηδόνιοι στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την Πάνορμο- αλλά η προηγούμενη ήττα τους φαίνεται πως δεν τους είχε αφήσει πολλές δυνατότητες.
Το 378 πΧ υπογράφτηκε ειρήνη, με τον Διονύσιο να πληρώνει μεγάλη πολεμική αποζημίωση και να δέχεται σύνορα στους ποταμούς Άλυκο και Ιμέρα, αφήνοντας στους Καρχηδόνιους τον Σελινούντα, τις Θέρμες, και μέρος του Ακράγαντα. Ωστόσο, η αυτοκρατορία του παρέμενε ισχυρή, και το 368 πΧ επιτέθηκε ξανά στους Καρχηδόνιους, για να ανακαταλάβει τις περιοχές που είχε χάσει, απελευθερώνοντας τον Σελινούντα, την Έντελλα και τον Έρυκα και πολιορκώντας το Λιλύβαιο. Το 367 πΧ συνήφθη ανακωχή κατά τον χειμώνα. Ωστόσο, τον πόλεμο θα προλάβαινε μια άλλη εξέλιξη: Ο θάνατος του Διονυσίου το ίδιο έτος, σε ηλικία 62 ή 64 ετών. Θα τον διαδεχόταν ο γιος του, Διονύσιος ο Νεότερος- και οι πόλεμοι μεταξύ των Ελλήνων της Σικελίας και των Καρχηδονίων θα συνεχίζονταν για πολλά χρόνια ακόμα, με την πλάστιγγα να γέρνει πότε μία και πότε από την άλλη πλευρά και πρωταγωνιστές πλέον προσωπικότητες όπως ο Τιμολέων, που συνέτριψε τους Καρχηδόνιους στη μάχη του Κρίμησου το 341 πΧ, και τον Αγαθοκλή, που το 310 πΧ εκστράτευσε στην Αφρική, εναντίον της ίδιας της Καρχηδόνας- καθώς και τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου που επιδίωκε να κάνει στη Δύση αυτά που έκανε ο Μ. Αλέξανδρος στην Ανατολή, ερχόμενος σε σύγκρουση με την Καρχηδόνα και τη Ρώμη.
Ποιος ήταν ο Διονύσιος;
Ποιος ήταν τελικά ο Διονύσιος, και ποια η κληρονομιά του; Για πολλούς συγγραφείς της περιόδου και μεταγενέστερους, αποτέλεσε κυριολεκτικά το αρχέτυπο του τυράννου, από κάθε άποψη: Όπως φαίνεται από τα έργα του και μόνο, ήταν ένας ηγεμόνας διψασμένος για εξουσία, ο οποίος ήταν προφανώς αδίστακτος όσον αφορά στα μέσα και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσε- αλλά και συνάμα ικανότατος και, θα λέγαμε, «πολύ σκληρός για να πεθάνει», καθώς οι στρατιωτικές ήττες, οι αποστασίες και οι στάσεις εναντίον του ήταν πάρα πολλές- όμως παρόλα αυτά κατάφερε να εδραιώσει την τυραννίδα του και να καταστήσει τις Συρακούσες αληθινή υπερδύναμη, αντιμετωπίζοντας παράλληλα έναν πάρα πολύ ισχυρό εξωτερικό εχθρό. Στην ουσία, δημιούργησε την πρώτη ελληνική αυτοκρατορία- από την άποψη μιας μεγάλης, ισχυρής μοναρχίας, με συγκεντρωμένη εξουσία.
Εσωτερική ασφάλεια
Όσον αφορά στην πολιτική του, όπως προαναφέρθηκε, αξιοποίησε κάθε δυνατόν μέσον, προβαίνοντας σε κατάχρηση των νόμιμων εξουσιών του στρατηγού αυτοκράτορα αλλά και απολυταρχικές μεθόδους και μέσα: Πέρα από τον προσωπικό στρατό- σωματοφυλακή του, επέβαλε αστυνομοκρατία, χρησιμοποιώντας μια πολύ καλά οργανωμένη μυστική αστυνομία, τους αποκαλούμενους «ποταγωγίδες», καθώς και έναν «στρατό» πληροφοριοδοτών (που περιελάμβαναν μάλιστα και εταίρες και αυλητρίδες). Ακόμη, ειδική αστυνομία συνόρων έλεγχε την είσοδο και έξοδο πολιτών και ξένων- και όλα αυτά τα μέσα του επέτρεψαν να συγκεντρώσει τις εξουσίες σε βαθμό που κανένας άλλος Έλληνας βασιλιάς ή τύραννος δεν είχε κάνει μέχρι τότε.
Οικονομική ισχύς
Για να εξασφαλίσει τα τεράστια ποσά που κόστιζαν η διατήρηση της εξουσίας του και οι πολυάριθμοι στρατοί που χρησιμοποιούσε στους πολέμους του, έστησε μια πάρα πολύ καλά ελεγχόμενη και οργανωμένη οικονομία, αξιοποιώντας στο έπακρο τη θέση των Συρακουσών στο εμπόριο της εποχής, αλλά και επιβάλλοντας βαριά φορολογία, εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα να εισπράττει με έγκριση του δήμου έκτακτη εισφορά για την κάλυψη πολεμικών αναγκών. Επίσης, επέβαλλε συχνά έμμεσους φόρους, πχ τέλη στην κτηνοτροφία, ενώ δεν έλειψαν και περιπτώσεις επιβολής αναγκαστικών δανείων στους πολίτες, ιδιοποίησης κοσμημάτων (ή φορολόγησης της χρήσης τους- μάλιστα σε τέτοια μέτρα έδινε θρησκευτική χροιά).
Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα επαρκούσαν εάν δεν ασκούσε επιδέξια νομισματική πολιτική (πχ κυκλοφορία νομισμάτων από κασσίτερο αντί αργύρου, χειρισμό κατά το δοκούν της ονομαστικής αξίας των νομισμάτων κ.α.) και τη μονοπωλιακή συγκέντρωση του εμπορίου κάποιων πρώτων υλών, όπως πχ ο σίδηρος. Τα έσοδα από τον πόλεμο (λύτρα, πολεμικές αποζημιώσεις, έσοδα από πώληση αιχμαλώτων ως δούλων), και ο φόροι των υποτελών και των συμμάχων αποτελούσαν επίσης σημαντικό κομμάτι των τακτικών εσόδων- ενώ δεν ήταν υπεράνω της σύλησης ναών και των επιδρομών απλά και μόνο για λάφυρα. Επίσης, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, μεγάλο μέρος των εσόδων προέρχονταν και από δημεύσεις περιουσιών αντιπάλων του. Όσον αφορά στις δαπάνες, πέρα από το κόστος των πολέμων, διατηρούσε πολυτελή αυλή και διοργάνωνε συχνά εκδηλώσεις στη φιλοσοφία «άρτος και θεάματα»- αλλά παράλληλα κατά την περίοδο της ηγεμονίας του οι Συρακούσες οχυρώθηκαν όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν, ενώ κατασκευάστηκαν υποδομές άνευ προηγουμένου, από δρόμους μέχρι κέντρα εμπορικών συναλλαγών, ναυπηγεία, ναούς κλπ- μεγαλεπήβολα εγχειρήματα που ενίσχυσαν την οικονομική ζωή της πόλης. Επίσης, συγκέντρωσε τεράστιο αριθμό τεχνιτών κάθε είδους από τη Σικελία, την Κάτω Ιταλία, την Ελλάδα, ακόμη και την επικράτεια των Καρχηδονίων (παρέχοντας μεγάλους μισθούς, έπαθλα κ.α.) , μετατρέποντας τις Συρακούσες σε μια πραγματική μητρόπολη της Μεσογείου, τεράστιας οικονομικής ισχύος.
Ο στρατός του Διονυσίου
Όσον αφορά στον στρατό, από την έκταση των πολέμων του και μόνο, γίνεται εύκολα αντιληπτό πως έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην οργάνωση και διατήρηση πολυάριθμων στρατευμάτων. Ωστόσο, το μοντέλο των πολιτών – οπλιτών προφανώς δεν ήταν το πλέον κατάλληλο για μια τυραννίδα, οπότε σε βασίστηκε σε υπέρμετρα μεγάλους αριθμούς μισθοφόρων, ενώ παράλληλα ασκούσε μεγάλο έλεγχο στον οπλισμό των πολιτών (τους αφαίρεσε τα όπλα και τους τα έδινε μόνο όταν είχε να αντιμετωπίσει τους Καρχηδονίους και άλλα «βαρβαρικά» φύλα- και μάλιστα όταν το στράτευμα συγκεντρωνόταν σε απόσταση από την πόλη). Οι ανταμοιβές των μισθοφόρων ήταν ιδιαίτερα υψηλές, προσελκύοντας πολεμιστές Έλληνες και μη, από όλη τη Σικελία και την Ιταλία, καθώς και από την Ελλάδα, την Αφρική και αλλού- μάλιστα, τους παρείχε επιπλέον αμοιβές, όπως μερίδιο στα λάφυρα, δικαίωμα λεηλασίας κ.α.
Πέραν του στρατού, δημιούργησε τεράστιο στόλο (χάρη στα ναυπηγεία και τους ναυστάθμους που δημιούργησε για αυτόν ακριβώς τον σκοπό) με προηγμένα για την εποχή, βαριά, κατάφρακτα πολεμικά πλοία, και, όπως προαναφέρθηκε, κατασκεύασε επιβλητική οχύρωση στις Συρακούσες (την κατασκευή της οποίας επέβλεψε μάλιστα ο ίδιος) και φρούρια στις γύρω περιοχές στρατηγικής σημασίας. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην εξέλιξη της στρατιωτικής τεχνολογίας, τελειοποιώντας, μεταξύ άλλων, τους καταπέλτες, και προβαίνοντας σε συστηματική, ευρύτατη και αποτελεσματική χρήση τους.
Όταν πέθανε, άφησε στον διάδοχό του την καλύτερα οχυρωμένη (τείχη μήκους 36 χλμ) ελληνική πόλη, με στόλο 400 πολεμικών πλοίων και στρατό άνω των 100.000 πεζών και 10.000 ιππέων: Καμία άλλη ελληνική πόλη μέχρι τότε δεν είχε φτάσει ούτε κατά διάνοια τους αριθμούς αυτούς: Χρειάστηκε να φτάσει η ελληνιστική περίοδος για να ξαναδεί ο ελληνικός κόσμος τέτοια μεγέθη.
Εξωτερική πολιτική
Όσον αφορά στην εξωτερική του πολιτική, δεν ήταν υπεράνω των συμφωνιών ακόμα και με θανάσιμους εχθρούς όπως οι Καρχηδόνιοι (κατά τη συντριβή του στρατού τους στην πολιορκία των Συρακουσών τους επέτρεψε να φύγουν στο πλαίσιο μυστικής συμφωνίας, αφήνοντάς του όλα τα χρήματα που είχαν μαζί τους και εγκαταλείποντας τους συμμάχους τους- και μάλιστα όταν αντιλήφθηκαν τη φυγή οι Κορίνθιοι σύμμαχοί του, που έσπευσαν να καταδιώξουν τα καρχηδονιακά πλοία, προσπάθησε να τους καθυστερήσει), ούτε δίσταζε να κάνει τους μέχρι πρότινος εχθρούς συμμάχους και το ανάποδο.
Η εικόνα που προέβαλλε ήταν αυτή του «προστάτη»/ «υπέρμαχου» του Ελληνισμού της Μεγάλης Ελλάδας απέναντι στους βαρβάρους, αλλά δεν έδειχνε κανέναν δισταγμό να αντιμετωπίζει με σκληρότητα αντίπαλες ελληνικές πόλεις- ενώ χρησιμοποιούσε κατά κόρον το φόβητρο της Καρχηδόνας ως μέσον για να προωθεί τη δική του εξουσία και να αυξάνει την ισχύ του και τη συγκέντρωση της εξουσίας (σε βαθμό που θα μπορούσε ίσως να εκτιμηθεί πως απέφυγε εσκεμμένα σε κάποιες περιπτώσεις να δώσει τελειωτικά πλήγματα στον μεγάλο εχθρό επειδή δεν ήθελε να τον συντρίψει οριστικά και να χάσει αυτό το «όπλο» για τη διατήρηση της εξουσίας του).
Ως προς τις σχέσεις με την Ελλάδα, διατήρησε πιστά τη γραμμή της φιλίας με τη Σπάρτη- κάτι που βόλευε πάρα πολύ τους επίσης πραγματιστές Λακεδαιμόνιους, που δεν είχαν με τη σειρά τους κανένα απολύτως πρόβλημα να υποστηρίζουν τυραννικά καθεστώτα όταν ήταν υπέρ των συμφερόντων τους. Η Αθήνα δεν του έτρεφε συμπάθεια, καθώς ήταν σταθερός φίλος της Σπάρτης, και είχε απορρίψει προσπάθειές της να τον προσεγγίσει- και πολύ συχνά ποιητές, ρήτορες και πολιτικοί της καταφέρονταν με μεγάλη σκληρότητα εναντίον του (πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, είχε σε εκτίμηση την πόλη λόγω της σημασίας της στον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών, και ως εκ τούτου του κόστιζε ο εμπαιγμός που εισέπραττε η δική του ενασχόληση με την ποίηση και το θέατρο από τους Αθηναίους). Όσον αφορά στις σχέσεις με τη μητρόπολη των Συρακουσών, Κόρινθο, οι Κορίνθιοι αφ‘ενός δεν έβλεπαν θετικά το καθεστώς του, αφ’ετέρου τον βοηθούσαν πάντα όταν διέτρεχε κίνδυνο- και αυτός το ανταπέδιδε, όπως όταν χρειάστηκε να τους στηρίξει απέναντι στους Θηβαίους.
Η προσωπικότητα του τυράννου
Όσον αφορά στον ίδιο τον Διονύσιο, ήταν εμφανώς ικανός στρατιωτικός και ανδρείος σαν πολεμιστής (το απέδειξε επανειλημμένα μαχόμενος στην πρώτη γραμμή, καθοδηγώντας ο ίδιος τα στρατεύματά του άλλωστε), ενώ το παρουσιαστικό του λέγεται πως ήταν εντυπωσιακό, καθώς ήταν ψηλός και ρωμαλέος, με πυρόξανθα μαλλιά. Η ρητορική του δεινότητα και οι οργανωτικές και πολιτικές του ικανότητες κρίνονται εκ του αποτελέσματος (τη δημιουργία κυριολεκτικά μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στη Δύση, απέναντι σε έναν πανίσχυρο εχθρό), και ήταν ανήσυχος χαρακτήρας- με ελάχιστους ηθικούς φραγμούς.
Ωστόσο, σε ένα ίσως παράδοξο φαινόμενο, πέρα από την κυνική, πραγματιστική και απόλυτα realpolitik αντίληψή του ως προς την πολιτική, είχε τεράστιο προσωπικό πάθος για την ποίηση και το θέατρο- συναναστρεφόμενος όποτε και όσο μπορούσε ποιητές και καλλιτέχνες, οι οποίοι προσελκύονταν στην αυλή του και συγγράφοντας ο ίδιος τραγωδίες («Άδωνις», «Αλκμήνη», «Λήδα», «Έκτορος Λύτρα»)- μία εκ των οποίων μάλιστα Ι(«Έκτορος Λύτρα») κέρδισε στα Λήναια το 367 πΧ. Ωστόσο, σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα, και πρέπει να σημειωθεί πως στην Αθήνα τα έργα του γίνονταν αντικείμενο εμπαιγμού (κάτι που φαίνεται πως εξόργιζε τον ίδιο)- οπότε και είναι αδύνατον να κριθεί η ποιότητά τους, καθώς, αφ’ενός, οι επικριτές του θα μπορούσαν να τα αποδοκιμάζουν ακριβώς επειδή ήταν δικά του, ή να τα τιμούν (όπως η βράβευση στα Λήναια) για πολιτικές σκοπιμότητες.
Κατά καιρούς είχε αντιδράσει πολύ άσχημα σε κριτικές από επιφανείς καλλιτέχνες, ρήτορες και φιλοσόφους καλεσμένους του, όπως όταν έστειλε στα λατομεία τον ποιητή Πολύξενο, θανάτωσε τον ποιητή Αντιφώντα και όταν...τσακώθηκε πάρα πολύ άσχημα με τον Πλάτωνα όταν αυτός επισκέφθηκε τις Συρακούσες, και του παρουσίασε τους λόγους που αποστρεφόταν την τυραννίδα, με αποτέλεσμα ο φιλόσοφος να φυγαδευτεί με σπαρτιατική τριήρη- ο κυβερνήτης της οποίας όμως, όπως αποδείχτηκε, είχε λάβει οδηγίες από τον Διονύσιο να πουλήσει τον Πλάτωνα ως δούλο, κάτι που έκανε- και ο φιλόσοφος απελευθερώθηκε εν τέλει μόνο χάρη στη βοήθεια των φίλων του.
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό για έναν άνθρωπο στη θέση του, από ένα σημείο και μετά έπασχε από αρρωστημένου επιπέδου καχυποψία και έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον περίγυρό του: Λέγεται ότι φορούσε πάντα σιδερένιο θώρακα κάτω από τον χιτώνα του, επέβαλλε στους επισκέπτες του (ακόμα και στους γιους ή αδελφούς του) να γδύνονται και να ελέγχονται από τους φρουρούς του πριν μπουν στα διαμερίσματά του, και επέτρεπε μόνο στις κόρες του να τον ξυρίζουν. Η καχυποψία αυτή είχε ως αποτέλεσμα να εξορίσει ακόμα και άτομα του στενού του περιβάλλοντος, μεταξύ των οποίων και ο πιστός του φίλος και συνεργάτης Φίλιστος και ο αδελφός του Λεπτίνης, ενώ άλλοι τράπηκαν σε φυγή μόνοι τους ή θανατώθηκαν (ή βρήκαν τον θάνατο υπό ενδεχομένως «ύποπτες» συνθήκες).
Ως προς την προσωπική του ζωή πάντως, σε άλλο ένα παράδοξο, παρά την πολυτέλεια της αυλής του, ο ίδιος ήταν εγκρατής- και τα περί έκλυτου βίου που κυκλοφορούσαν από τους πολεμίους του θεωρείται πως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Ο πρώτος γάμος του, με κόρη του Ερμοκράτη, είχε τραγικό τέλος, καθώς η γυναίκα του έπεσε θύμα των πολιτικών του αντιπάλων. Από εκεί και πέρα, φαίνεται πως αντιμετώπιζε τον γάμο καθαρά ως πολιτικό εργαλείο, επιδιώκοντας και απορρίπτοντας σχετικές προτάσεις με ξεκάθαρα πολιτικά κριτήρια. Σε αυτό το πλαίσιο, όταν έγινε στρατηγός αυτοκράτωρ, παντρεύτηκε δύο γυναίκες- τη Δωρίδα, κόρη ισχυρού πολίτη των Λοκρών, και την Αριστομάχη, κόρη του ισχυρού Συρακούσιου Ιππαρίνου. Από τη Δωρίδα απέκτησε δύο γιους, τον Διονύσιο των Νεότερο (και μετέπειτα διάδοχό του) και τον Ερμόκριτο, καθώς και μια κόρη, τη Δικαιοσύνη. Από την Αριστομάχη απέκτησε άλλους δυο γιους, τον Ιππαρίνο και τον Νυσαίο, και δύο κόρες, την Αρέτη και τη Σωφροσύνη. Όσον αφορά στους γάμους των παιδιών του, όπως θα ήταν αναμενόμενο, διαχειρίστηκε το θέμα επίσης με πολιτικά κριτήρια και σκοπιμότητες, αποσκοπώντας σε συμμαχίες, ενίσχυση των σχέσεών του με άτομα ενδιαφέροντος κ.α. Άξιο αναφοράς πάντως είναι πως, αντίθετα με τον πατέρα τους, οι γιοι του έκαναν έκλυτο βίο, κάτι που εξόργιζε τον Διονύσιο. Σημειώνεται επίσης πως φαίνεται ότι δεν εμπιστευόταν και πάρα πολύ τον ίδιο τον διάδοχό του, τον Διονύσιο τον Νεότερο.
Όσον αφορά στον θάνατό του, είναι ειρωνεία πως ήρθε εν μέσω μιας από τις μεγάλες πραγματικές «προσωπικές» χαρές του: Ήταν το εορταστικό συμπόσιο που ο, άνω των 60 πλέον, ποιητής τύραννος, διοργάνωσε για τη νίκη της τραγωδίας του στα Λήναια το 367 πΧ. Ο Διονύσιος είχε χαρεί πάρα πολύ- και ως εκ τούτου, ήπιε και πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να τον πιάσει έντονη αδιαθεσία. Λίγο αργότερα, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Ποτέ δεν θα γινόταν γνωστό εάν επρόκειτο για κάποια ασθένεια/ αντίδραση του ηλικιωμένου οργανισμού του σε υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ - ή, αν επρόκειτο για δολοφονία με δηλητήριο, επιβεβαιώνοντας την καχυποψία που χαρακτήρισε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Βιβλιογραφία- Πηγές:
-Ιστορία του Ελληνικού Έθνους- Τόμος Γ2: Κλασσικός Ελληνισμός 2- Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1978
-Έλληνες εναντίον Καρχηδονίων- Η αδυσώπητη σύγκρουση για κυριαρχία στη δυτική Μεσόγειο (8ος-3ος αιώνας πΧ)- Σωτήριος Φ. Δρόκαλος, Μονογραφίες Στρατιωτική Ιστορία- Γνώμων Εκδοτική
-Οι Έλληνες της Δύσης- Valerio M. Manfredi, Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη