Αρχές δεκαετίας του ’80 στο 4ο δημοτικό σχολείο Κατερίνης εμφανίστηκαν δύο αδέρφια σαν από το πουθενά. Εκτός από την απόκοσμη ομορφιά τους, είχαν και μία αλλόκοσμη περπατησιά. Ο Γιώργος και η Σουζάνα ήταν σαν να είχαν ξεπηδήσει από τα βιβλία της Άλκης Ζέη**, σαν να είχαν έρθει από έναν τόπο πέρα από τον ήλιο. Ίσχυαν και τα δύο, είχαν έρθει από την Τασκένδη.
Μεγαλώνοντας αυτή η περπατησιά παρέμεινε, απλώς άνοιξε ακόμη περισσότερο το βήμα. Στον Γιώργο άρεσε να περπατάει σαν να πετάει, και να πετάει σαν να περπατάει. Έτσι διέσχιζε την πόλη της Κατερίνης, την οποία δεν αποχωρίστηκε ποτέ. Δεν την άφηνε παρά μόνο για τα γύρω βουνά και ακροθαλάσσια, τις χαράδρες του Ολύμπου και τις παραλίες της Πλάκας.
Έφηβος σεργιάνιζε στο πάρκο με σκισμένο Levi’s και κόκκινη μπαντάνα δεμένη στο θηλάκι του τζιν. Κρατούσε από τότε πάντα δίσκους στο χέρι. Ο Ρώσος -αυτό ήταν τότε το παρατσούκλι του- ήταν ατίθασος, περήφανος και ανυπόταχτος. Οι μουσικές του επιλογές δεν αλλοιώθηκαν ποτέ. Έπαιζε ηλεκτρονική μουσική, ενώ τεχνικά υπήρξε από τους καλύτερους δισκοθέτες σε μία εποχή που οι αλλαγές γίνονταν στο χέρι. Τα τελευταία χρόνια ήταν μουσικός παραγωγός και διατηρούσε κανάλι στο YouTube με δικά του σετάκια. Διέθετε μία πλούσια συλλογή δίσκων.
Πριν από δέκα πέντε έτη είχε πάθει μία κρίση ταυτότητας και ήθελε να τον φωνάζουν Assot Manοukian, όπως ήταν το αρμένικο του όνομα, προτού τον βαφτίσει η γιαγιά του ορθόδοξο Γιώργο Γιάντζο. Αν τον έλεγε κανείς Γιώργο ή Ρώσο εκνευριζόταν.
–Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα με λέγαν Ρώσο ενώ ήμουν Αρμένιος. Δεν ξέρανε τότε οι άνθρωποι, για εκείνους ήταν το ίδιο, είχε πει ένα μεσημέρι κατακαλόκαιρο στο γωνιακό τραπέζι έξω στο Red.
–Μπορούμε να καθίσουμε κι εμείς εδώ, γιατί χρειάζομαι την πρίζα για τον υπολογιστή;
–Εννοείται, στο Red είμαστε.
Αυτό το «ου γαρ οίδασι» ήταν η στάση ζωής που τον ακολουθούσε, ήταν το ήθος που ενσάρκωνε ο Assot μία ζωή. Δέκα ημέρες προτού φύγει ζήτησε από τους φίλους να τού πάνε σουτζούκ λουκούμ που θυμότανε ότι έτρωγε μαζί με τον πατέρα του.
Στην εκκλησία και τα μνήματα δεν ακούστηκε κουβέντα, επικρατούσε απόλυτη σιγή. Μόνο στο τέλος, όταν πια ο ιερέας αποχώρησε από τη σκαμμένη γη, «η γυναίκα του, που είναι πολύ δυνατή, έπαιξε λίγη μουσικούλα και ο κόσμος δεν έφευγε».
Το τελευταίο βράδυ που ξενυχτούσαν στο σπίτι τον τεθνεώτα, καθένας διηγούταν και μια ιστορία. Για τον Assot που δεν ήταν ποτέ στην ώρα του, που παρατούσε το αυτοκίνητο όπου να ’ταν, και μόνο κάτω από τον πλάτανο στο σιντριβάνι του είχαν πάρει τις πινακίδες δέκα φορές, για τότε που φεύγανε για τρεις μέρες διακοπές, αλλά εκείνος δούλευε τη δεύτερη μέρα και έπρεπε όλοι να γυρίσουν, γιατί δεν το έλεγε παρά την τελευταία στιγμή.
Κατά διαβολική σύμπτωση για την παρέα του, ο Assot κηδεύτηκε την τελευταία Τετάρτη πριν από την Καθαρά Δευτέρα που εδώ και είκοσι χρόνια διοργανώνανε το μασκέ πάρτι της WeGang και εκείνος ήταν η ψυχή της ομάδας.
Πριν από δέκα μέρες είχε τηλεφωνήσει: «Τι θα κάνουμε φέτος;»
Ο Γιώργος ή Ρώσος ή Assot υπήρξε ένα ατόφιο κομμάτι της Κατερίνης. Κάποιοι άνθρωποι πιάνουν περισσότερο χώρο μέσα στην πραγματικότητα από τους άλλους. Ο Assot ήταν ένας από αυτούς.
Θα τον θυμάμαι πάντα στο γωνιακό τραπεζάκι του Red στην μπούκα της Αγίας Τριάδος να μιλάει για τα παιδιά του, για το πόσο του λείπανε. Για τη γυναίκα του, Δώρα. Για τους γονείς του, παρόλο που στην Κατερίνη είχαν έρθει με τη γιαγιά Αντιγόνη από την πλευρά της μητέρα τους, που καταγόταν από τη Βροντού, και η οποία τα είχε μεγαλώσει. Δεν τα ’λεγε σε μένα, τα ’λεγε στη μητέρα μου Αθηνά, που όσο εγώ δούλευα, οι δυο τους είχανε πιάσει ψιλή κουβέντα για όσα δεν είχε πει ποτέ σε κανέναν.
–Μια φορά θα μου τα πεις όλα Assot, να γράψουμε κάτι για την πατρίδα σου.
–Θα το κάνουμε, είχε απαντήσει και το βλέμμα του αίφνης βάθυνε.
Η πιο μεγάλη φάρσα της ζωής μας είναι ότι όλοι πάντα νομίζουμε ότι έχουμε χρόνο. Γι’ αυτό στις κηδείες δεν αποχαιρετούμε τον νεκρό, αλλά μαθαίνουμε σιγά-σιγά να αποχαιρετούμε και ένα κομμάτι του εαυτού μας.
Ο Assοτ θα συνεχίσει να τριγυρνάει σαν αερικό στην πόλη με τη λιπόσαρκη μορφή του. Για την ώρα ξαποσταίνει σε κάποιο γκρέμι με τα πόδια κρεμασμένα στο κενό να αγναντεύει τα κύματα πράσινης γης που αντηχούν την αιωνιότητα και το ανερμήνευτο. Ο Assot ήξερε να αφουγκράζεται την ηχώ αυτή.
Καλοστρατιά Assot στην αρμένικη και ολύμπια ψυχή σου. Ο Θεός σου χρωστάει παράδεισο. Σου οφείλει εκείνον τον μικρό κήπο που λαχταρούσες για να φυτεύεις μόνος σου τα ζαρζαβατικά σου.
Υγ. Θερμές ευχαριστίες στον Γιάννη Κωνσταντινίδη – FREYD bareatory & Caldera bar, και στον Τάσο Παπαναστασίου – Red Culture bar στην Κατερίνη, που μας δάνεισαν τις λέξεις και τις θύμησες για να γραφτεί αυτός ο οφειλόμενος αποχαιρετισμός. Ευχαριστίες στους φωτογράφους Νίκο Μπαμπανίκα και Βαλάντη Τσιτακίδη – thinkWEDDING, καθώς και στην ομάδα της WeGang που μας παραχώρησαν τις φωτογραφίες. Και στον δισκοθέτη Νίκο Σειτανίδη – Dj Seitan για όλη τη συνδρομή.
* «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς· οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Κατά Λουκάν ΚΓ’, 34). «Πατέρα, συγχώρεσέ τους· δεν ξέρουν τι κάνουν» ήταν τα λόγια του Χριστού πάνω στο σταυρό για τους σταυρωτές του.
**Στην Τασκένδη είχε ταξιδέψει η Άλκη Ζέη το 1954 προκειμένου να ξανασμίξει με τον σύζυγό της Γιώργο Σεβαστίκογλου, ο οποίος είχε φύγει εκεί κρυφά από το ’48 μετά τον Εμφύλιο. Μείνανε δύο χρόνια, ζήσανε και τον Εμφύλιο της Τασκένδης. Μετά το 20ό συνέδριο του κόμματος, το 1957, φύγανε στη Μόσχα. Για εκείνα τα χρόνια η Άλκη Ζέη συνήθιζε να λέει ότι «ήταν πολύ σκληρό να βλέπεις ανθρώπους που πολέμησαν δίπλα-δίπλα να αλληλοδέρνονται».