Την θυμάστε αυτή τη σκηνή από ταινία των Λόρελ και Χάρντι; Ο Χοντρός ακούει χτύπους στην πόρτα: Ντοκ ντοκ ντοκ! «Who is it?» ρωτάει. «Merry…» ακούγεται από μακριά η φωνούλα του Λιγνού. «Mαίρη; Ποια Μαίρη;» ωρύεται ο Χοντρός. «Merry Christmas!» καταφέρνει να πει ο Λιγνός… Ντοκ! Ντοκ! Τι είναι; Το είδαν αυτές τις μέρες (5-7 Νοεμβρίου) οι Παρισινοί στο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ που γίνεται στο Παρίσι.
Έχω τόσες φορές μιλήσει για το ντοκιμαντέρ που θα μου θυμώσει η φιξιόν και δεν θα με καναπλησιάσει. Αλλά αξίζει τον κόπο αν αυτό βοηθήσει να αρθούν οι παρεξηγήσεις, οι οποίες δυστυχώς, δεν ευδοκιμούν μόνο στον εξωτερικό κύκλο των σινεφίλ αλλά και στον εσωτερικό των σινε-παραγόντων.
Κάποτε βρεθήκαμε σε μια Κριτική Επιτροπή Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ με έναν γνωστό σκηνοθέτη – και καλό φίλο - ο οποίος ήθελε να βραβεύσει ένα μέτριο φιλμ λόγω – σκέτου -«τεκμηρίου», ενώ εμείς οι υπόλοιποι ένα άλλο καλύτερο φιλμ λόγω μορφής, που όμως έμοιαζε φιξιόν γιατί είχε καλά κρυμμένο το τεκμήριο.
«Αν δεν μοιάζει ντοκουμέντο» έλεγε, «πώς θα το πούμε ντοκιμαντέρ;».
«Μα αν ήταν έτσι, θα φέρναν τεκμηριολόγους στην Κριτική Επιτροπή», τού είπαμε, «δεν θα φέρναν εσένα, που είσαι καλλιτέχνης!».
Αυτή η φοβερή λέξη-κατασκευή «ντοκιμαντέρ» φταίει για όλα. Καμία ειδική σχέση δεν έχει με το τεκμήριο. Ένα ντοκιμαντέρ μπορεί να έχει για θέμα του την Ολυμπία του Μανέ, έτσι δεν είναι; Αλλά η Ολυμπία του Μανέ είναι ζωγραφική. Και η ζωγραφική είναι ζωντανή αλήθεια! Το κάδρο του πίνακα και ο μουσαμάς που τον υποδέχτηκε, αυτά ναι, είναι άψυχα τεκμήρια. Όλα τα σημαίνοντα είναι «τεκμήρια» και όλα τα σημαινόμενα μυθικές αλήθειες!
Ο Μάνος είναι διευθυντής ορχήστρας. Μας ενδιαφέρει η χοληστερίνη του; Όχι βέβαια. Ένα πορτραίτο του κάνουμε. Όπως έκανε ο Μανέ της Ολυμπίας. Που κι΄αυτή αληθινό πρόσωπο ήτανε. Αλλά δεν κοιτάμε ούτε το κάδρο, που είναι ολόγυρα, ούτε την χοληστερίνη της Ολυμπίας.
Το σημαίνον είναι η ζωντανή Ολυμπία, της Μονμάρτης, αυτή που ενεπνευσε τον Μανέ, αυτή μάλιστα είναι τεκμήριο. Το σημαινόμενο είναι η νυν «Ολυμπία του Μανέ». (Αν δεν ήταν του Μανέ, το πιθανότερο είναι να μην ήταν καν στο Μουσείο του Ορσαί).
Το «πρώην» είναι αυτό που δεν έχει ακόμα κινηματογραφηθει, σκηνοθετηθεί, μονταριστεί – με δυο λόγια, που δεν έχει ανατραπεί! (Που δεν έχει πάψει να είναι τεκμήριο!). Μ’ άλλα λόγια, που δεν έχει γίνει κινηματογράφος.
Ο ως άνω συνάδελφός μου σκηνοθέτης, μόλις άκουσε «ντοκιμαν…», δηλαδή τεκμήριο (και πριν ολοκληρώσει τη φράση του ο Λιγνός!) έσπευσε να του δώσει βραβείο. Να βραβεύσει το τεκμήριο - ενώ στο βέρο ντοκιμαντέρ το τεκμήριο δεν φαίνεται καν, έχει μεταλλαχθεί σε φιλμ. Αλλά και στον υπαρκτό κόσμο, στη φύση, το βέρο τεκμήριο δεν φαίνεται.. Κρύβεται. Παράγει μυστήριο.
Βέρο, γιατί είναι αυτό που μπορεί να μετρηθεί και να ζυγιστεί. Το τέκνο του είναι αυτό που μπορεί να ζυγιστεί μόνο με το μάτι. Η τέχνη είναι εκείνο το βολταϊκό τόξο που πηδάει από το βέρο τεκμήριο στο αφήγημά του. Μια ιατρική συνταγή είναι ένα τεκμήριο «πλαστικό», που αποφεύγει κάθε μυστήριο και κάθε ποιητική μορφή. Γιατί αλλιώς θα κινδύνευε η ζωή τού ασθενούς. Ενώ ένα ποίημα –ή ένα κινηματογραφικό ποίημα, δηλαδή ένα ντοκιμαντέρ – μάς ενηλικώνει ταχύτερα.
Κανένα έργο τέχνης δεν είναι αντικειμενικό (όπως νομίζουν ακόμα μερικοί σινε-παράγοντες) άρα ούτε και το ντοκιμαντέρ. Ο κάθε καλλιτέχνης είναι μοναδικός και το κάθε έργο του γίνεται όλο και πιο υποκειμενικό. ’Ενα Εθνολογικό ντοκιμαντέρ για παράδειγμα, νομίζω που γυρίστηκε, ο «Νανούκ του Βορρά» του Ρόμπερτ Φλάερτυ είναι η αιτία που βλέποντάς το ο Τζον Γκρίρσον ιδρύει στην Αγγλία, στη δεκαετία του 1930, με κρατική χρηματοδότηση (Συντηρητικής κυβέρνησης) το κίνημα του ντοκιμαντέρ που ακολούθησε τα διδάγματα του Ρώσου σκηνοθέτη Αϊζενστάιν, ο οποίος εξάλλου δεν θα αργήσει να επισκεφτεί το Λονδίνο.
Έτσι ξεκίνησε το GPO Film Unit (των Ταχυδρομείων) που έδωσε εκείνα τα αριστουργήματα που άνοιξαν καινούριες λεωφόρους στην κινηματογραφική τέχνη σε όλες τις ηπείρους και τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, αλλά και της ίδιας της Αμερικής.
Η φιλοσοφία του Γκρίρσον για το σινεμά δεν διέφερε πολύ από την περιφρόνηση του Τζίγκα Βερτόφ για το «βίτσιο της μπουρζουαζίας» όπως ονόμαζε την κινηματογραφική φιξιόν.
«Σε μια εποχή που τα πιστεύω, οι ιδεολογίες και οι σκοποί στη ζωή έχουν υπονομευθεί –έλεγε ο Γκρίρσον και μάλιστα πριν από 90 χρόνια! - η πνευματική κούραση, αν δεν είναι η φιλοσοφική κούραση, επενεργεί σε μεγάλο βαθμό στην καθημερινή εμπειρία. Ο μεγιστάνας του Χόλιγουντ δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να εκμεταλλεύεται αυτήν την ευκαιρία. Είναι κι΄αυτός, λίγο ως πολύ, ένας «ντίλερ» ναρκωτικών. Όσο για την Τηλεόραση, είναι ένα είδος μασάζ για να σου φέρει ύπνο, ένα ακόμα ξεκουραστικό οικιακό εργαλείο. Ακριβώς το αντίθετο του φιλμ ντοκιμαντέρ –του οποίου ο ρόλος είναι να γίνει το σφυρί που θα σε ξυπνάει από τον κοινωνικό λήθαργο».
«Η κινηματογραφική φιξιόν είναι το όπιο του λαού! - φώναζε, απ’ τη μεριά του ο Τζίγκα Βερτόφ - «Κάτω τα σενάρια-παραμύθια των γραβατομένων! Ζήτω η ζωή όπως είναι!».