Tο ιστορικό ξενοδοχείο Chelsea, ένας από τους τελευταίους θύλακες της παλιάς, μποέμικης Νέας Υόρκης, είναι το θέμα του ντοκιμαντέρ «Dreaming Walls», που αναμένεται το καλοκαίρι στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η Magnolia Pictures εξασφάλισε τα δικαιώματα του φιλμ των Amélie van Elmbt και Maya Duverdier, με θέμα το ξενοδοχείο του Μανχάταν και την αμφιλεγόμενη ανακαίνισή του, (για την ακρίβεια, τη μετατροπή του Chelsea σε κομψό boutique ξενοδοχείο) που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην ενότητα Panorama του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου τον Φεβρουάριο.
Το Chelsea, σύμβολο της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960, ήταν καταφύγιο για διάσημους καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως η Πάτι Σμιθ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Λέοναρντ Κοέν, ο Ντίλαν Τόμας, o Τζακ Κέρκουακ, ο Μπομπ Μάρλεϊ και οι σούπερ σταρ του The Factory, του στούντιο του Άντι Γουόρχολ και παλαιότερα, η Σάρα Μπερνάρ και ο Μαρκ Τουέιν.
Ωστόσο, η μακροχρόνια ανακαίνιση του κτιρίου, η οποία διήρκεσε περισσότερα από 10 χρόνια, ήταν πηγή συνεχιζόμενης ανησυχίας για τους ενοίκους του, καθώς δεκάδες από αυτούς, πολλοί σε προχωρημένη ηλικία, εξακολουθούσαν να ζουν ανάμεσα σε σκαλωσιές και κατασκευαστικά έργα, στην πραγματικότητα σε ένα εργοτάξιο.
«Το Dreaming Walls είναι ένα πολυδιάστατο κινηματογραφικό ρέκβιεμ για το ξενοδοχείο Chelsea όπως ήταν κάποτε - το επίκεντρο μια μποέμικης Νέας Υόρκης που υπάρχει τώρα μόνο στη μνήμη», όπως είπε ο Μάρτιν Σκορσέζε, εκτελεστικός παραγωγός της ταινίας.
«Έζησα εκείνες τις μέρες, που μπορούσες να νιώσεις παντού τις αντηχήσεις και τα σοκ της πρωτοπορίας της Νέας Υόρκης. Στον κινηματογράφο, ο Άντι Γουόρχολ, ο Τζόνας Μέκας, η Σίρλεϊ Κλαρκ και ο Χάρι Σμιθ, που όλοι εμφανίζονται σαν φαντάσματα στη βιασύνη των εικόνων του παρελθόντος και του παρόντος, ενσάρκωναν και μετέδιδαν ένα πολύτιμο πνεύμα απεριόριστης καλλιτεχνικής ελευθερίας, γκρεμίζοντας τα πάντα και χτίζοντας τα ξανά με δυνατές νέες μορφές» τόνισε ο Σκορσέζε.
Και φυσικά το ίδιο συνέβαινε στο χορό, στη μουσική, στο θέατρο, στη γλυπτική, στη συγγραφή και όλα έμοιαζαν να πηγάζουν από το Chelsea. Το Dreaming Walls συλλαμβάνει τον ενθουσιασμό εκείνης της μεγάλης στιγμής σε αυτό το κάποτε όμορφα γερασμένο μέρος, και επίσης συλλαμβάνει τη θλίψη της σταδιακής εξαφάνισής του».
«Πολλή ιστορία υπάρχει σε αυτό το κτίριο και φαντάσματα που τριγυρνούν» λέει στο «Dreaming Walls» εργάτης που εργάζεται στη φαινομενικά ατελείωτη ανακαίνιση στην 23η οδό της Νέας Υόρκης.
To ξενοδοχείο διαχειριζόταν για πολύ καιρό ο Στάνλεϊ Μπαρντ, μια εκκεντρική φιγούρα τον οποίο οι New York Times χαρακτήρισαν όταν πέθανε το 2017 ως «Ρομπέν των Δασών των πανδοχέων» λόγω της τάσης του να χρεώνει λιγότερο τους ενοίκους που συμπαθούσε, αν τους χρέωνε καθόλου.
Σύμφωνα με τη Wall Street Journal, το καλοκαίρι, μετά από περίπου έντεκα χρόνια, το Chelsea, κλειστό για νέους ενοίκους από το 2001, θα αρχίσει να υποδέχεται και πάλι κόσμο.
Σε λίγες εβδομάδες οι σκαλωσιές που κάλυπταν τη βικτοριανή πρόσοψη τα τελευταία 11 χρόνια, επιτέλους θα κατέβουν, αποκαλύπτοντας τα κόκκινα τούβλα και τα σιδερένια μπαλκόνια του 19ου αιώνα που έχουν αποκατασταθεί στην αρχική τους μορφή. Εξωτερικά μπορεί να φαίνεται ότι λίγα έχουν αλλάξει από τότε που ξεκίνησαν οι εργασίες (με όλα τα προβλήματα, από αμέτρητες μηνύσεις και μια διαταγή διακοπής εργασιών μέχρι την πανδημία), ωστόσο, η αναβάθμιση του κτιρίου σύμφωνα με το δημοσίευμα, «κρύβεται» στο εσωτερικό και στα 155 δωμάτια του.
«Στην οραγματικότητα το κτίριο δεν είχε ανακαινιστεί από τότε που χτίστηκε, το 1884. Είχε κατά κάποιο τρόπο συντηρηθεί με κολλητική ταινία και συνδετήρες», λέει ο ΜακΦέρσον, hotelier των ξενοδοχείν Bowery, Jane και Maritime στη Νέα Υόρκη, νέος ιδιοκτήτης από το 2016 με τους Ρίτσαρντ Μπορν και Άιρα Ντράκιερ της BD Hotels.