Στα ραδιοτηλεοπτικά δελτία ειδήσεων των ημερών αλλά και σε ανταλλαγές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεσπόζει μια θλιβερή διαπίστωση: ότι η ακροδεξιά, νεοναζιστική και μη, ενισχύεται· είναι, όπως έχει γραφτεί, ο μόνος πολιτικός χώρος που δείχνει να έχει «αέρα στα πανιά του».
Είναι πράγματι έτσι· και, παρότι μια διεξοδική παράθεση αριθμών και περιστατικών θα παρουσίαζε ενδιαφέρον, δεν είναι καθόλου απαραίτητη. Αρκεί ίσως μια αναφορά στις πρόσφατες σουηδικές εκλογές, όπου το ναζιστικών καταβολών κόμμα με το κατ’ ευφημισμόν όνομα Σουηδοί Δημοκράτες (Sverigedemokraterna ‒SD) ανέβηκε στο 17.5% γινόμενο έτσι, ως τρίτο κόμμα, ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων· ή σε πολύ πρόσφατες δημοσκοπήσεις που φέρνουν τη γνωστή πια σε όλους Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland ‒AfD) να εκτοπίζει από τη δεύτερη θέση των προτιμήσεων (με 17%, έναντι 16%) το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (μαζί βέβαια με τα γεγονότα στο Χέμνιτς στα οποία δεν πρέπει να παραβλέψουμε την πολύ μεγάλη κινητοποίηση του α/φ κινήματος)· ή σε κυβερνήσεις συνασπισμού κεντροδεξιάς-ακροδεξιάς όπως της Αυστρίας και της Ιταλίας. Και βέβαια αυτός δεν είναι παρά ένας πολύ επιλεκτικός κατάλογος.
Όμως πώς ερμηνεύονται, ποια είναι η ανάγνωση αυτών των εξελίξεων στον κυρίαρχο λόγο ‒μιντιακό, πολιτικό και ακαδημαϊκό; Απαντώ απερίφραστα πως είναι τουλάχιστον παράδοξος ‒και παίρνει βασικά δυο μορφές: η πρώτη συνίσταται σε μιαν ιδιότυπη κανονικοποίηση ‒στην πλαισίωση της ακροδεξιάς και νεοναζιστικής ανόδου ως φυσικό φαινόμενο: ως κάτι που, ενώ ‒όπως καθετί‒ έχει βέβαια τις αιτίες του, αυτές είναι τέτοιες που δεν υπάρχει τρόπος να αποτρέψουμε την μοιραία επίδραση που ασκούν. Είναι προφανές πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μιαν ακόμη εκδοχή της οπτικής ΤΙΝΑ: μας αρέσει, δε μας αρέσει δεν υπάρχει εναλλακτική.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη μορφή διαχείρισης του φαινομένου που, ενώ διατείνεται επιστημοσύνη και αναλυτική διεισδυτικότητα (για την ακρίβεια πασχίζει να αναγορευτεί σε περισπούδαστο και εμβριθή αναλυτή), στην πραγματικότητα μπορεί και να είναι χειρότερη από την απλώς περιγραφική πρώτη. Τι έχουμε εδώ; Μέσα από ακατάσχετη φλυαρία χωρίς ουσιαστικό έρμα, έχουμε εντούτοις την επισήμανση τριών κατά βάση «αιτιών» του φαινομένου που όμως, στην πραγματικότητα, δεν είναι αιτίες αλλά συμπτώματα· και που η ανεπίγνωστη αναγόρευσή τους σε αιτίες, αντί να δίνει απαντήσεις, δημιουργεί παραλυσία όχι μόνο πρακτική και πολιτική, αλλά και νοητική.
Στο κείμενο που ακολουθεί αναφέρω αυτές τις υποτιθέμενες αιτίες και επιχειρώ να τις ανασκευάσω όμως, πριν απ’ αυτό, ας επισημανθεί πως «τα ίδια λένε και πολλοί προοδευτικοί» ‒με ένα λόγο που, καθώς αδυνατεί να ιεραρχήσει τα δεδομένα (να διακρίνει τι είναι μείζον και πρωτογενές και τι δευτερεύον και παράγωγο), αδυνατεί και να αντλήσει συμπεράσματα (τόσο από την πρόσφατη όσο και από την εξαιρετικά πλούσια ιστορική εμπειρία) με απώτερο αποτέλεσμα, αντί να φωτίζει, να προκαλεί σύγχυση.
Τι αιτίες επισημαίνονται λοιπόν και πώς ανασκευάζονται;
Ι
Η πρώτη είναι η λεγόμενη «συντηρητικοποίηση» των κοινωνιών. Οι κοινωνίες δεν είναι σαν εμάς τους μορφωμένους αναλυτές, διατείνεται το σκεπτικό αυτό· αντίθετα, έλκονται από το «χυδαίο» (στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία υπάρχει μάλιστα και ένας ορισμός του λαϊκισμού ‒αυτής της έννοιας-μάστιγα των καιρών‒ που εκεί στέκεται: στη γοητεία που ασκεί στις μάζες το «χυδαίο») ή, για να το πούμε χωρίς περιστροφές και ευγένειες, ότι οι κοινωνίες (και κυρίως τα λαϊκά στρώματα) είναι οντολογικά και στην απώτεροι ουσία τους άξεστοι.
Παραλείπεται βέβαια εδώ οποιαδήποτε αναφορά
στα μεγαλειώδη κινήματα που ξέσπασαν σε παγκόσμια κλίμακα με το ξέσπασμα της κρίσης·
στις τεράστιες ανατροπές που επήλθαν στα κομματικά συστήματα με τη δημιουργία ή άνοδο κατά τεκμήριο αριστερών κομμάτων·
το πλεόνασμα αγωνιστικότητας και διεθνιστικής αλληλεγγύης που, για όσο διάστημα δέσποζε, οι αναλυτές της «συντηρητικοποίησης των κοινωνιών» στην κυριολεξία δεν ήξεραν τι να το κάνουν.
Αν και πρόκειται για στοιχείο που επιμελώς αποκρύπτεται από τους ικέτες της ευρω-γραφειοκρατικής εύνοιας, αυτό το τελευταίο στην Ελλάδα το γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ‒και αρκεί κανείς να θυμηθεί, εντελώς ενδεικτικά, τα συλλαλητήρια σε πάνω από 200 ευρωπαϊκές πόλεις την παραμονή του δημοψηφίσματος και το διεθνές κύμα υποστήριξης σε ένα ‒την εποχή εκείνη πιθανό‒ εγχείρημα ρήξης με την κυρίαρχη λογική. Αλλά το ότι οι κοινωνίες δεν είναι στις μέρες μας εγγενώς συντηρητικές φαίνεται και ευρύτερα: στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο όρος (αλλά και η έννοια) «σοσιαλισμός» είναι η πλέον δημοφιλής στις μηχανές αναζήτησης και ο Μπέρνι Σάντερς, επαγγελλόμενος μια «πολιτική επανάσταση» ενάντια στο 1% έφτασε μιαν ανάσα από το να ανατρέψει τις παγιωμένες ισορροπίες στο θεσμικό επίπεδο. Παρόμοια παραδείγματα υπάρχουν και σε μια σειρά άλλες χώρες και περιοχές του πλανήτη, όπου νέα αριστερά φαινόμενα, ρεύματα ή σχηματισμοί, αποκτούν μαζικές διαστάσεις καθώς το παραδοσιακό «δικομματικό» σκηνικό καταρρέει – τέτοια παραδείγματα μπορούμε να δούμε στη Γαλλία, στην Ισπανία, τη Βρετανία και αλλού, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως στην Ιρλανδία, η μαρξιστική Αριστερά σημειώνει ιστορικές επιτυχίες.
Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα ένα συμπέρασμα: στον παρόντα χρόνο αλλά και ιστορικά τα λαϊκά στρώματα, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δηλαδή, ούτε γεννιούνται με κάποια εκλεκτική προτίμηση προς την ακροδεξιά ούτε και είναι αυτό που κύρια τα χαρακτηρίζει. Κάτι άλλο γίνεται λοιπόν και ανεβαίνει η ακροδεξιά.
Κι αυτό το «κάτι άλλο», δεν είναι παρά η πολιτική ανεπάρκεια της Αριστεράς ή ‒ακριβέστερα και ολοένα και περισσότερο‒ της κατ’ όνομα Αριστεράς: γραφειοκρατικών ομάδων που προβαίνουν σε βάναυση αντιποίηση συμβόλων και συνθημάτων αλλά έχουν οριστικά διακόψει κάθε σχέση με το περιεχόμενο του όρου και της έννοιας σοσιαλισμός. Στο σημείο αυτό πρέπει κανείς να επιμείνει ‒και ασφαλώς θα επανέλθω‒ όμως πριν πρέπει να αναφερθώ στις άλλες δυο πτυχές των «αναλύσεων» που από παντού μας κατακλύζουν.
Η δεύτερη αιτία που επισημαίνεται (και που, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι πραγματική αιτία, αλλά σύμπτωμα της αξεπέραστης κρίσης του συστήματος) είναι η μετανάστευση. Το σοβαροφανές αλλά απόλυτα ρηχό σκεπτικό των σχετικών αναλύσεων πάει κάπως έτσι: έρχονται οι μετανάστες, και αφού ‒όπως διατείνεται η πρώτη αιτία‒ οι κοινωνίες είναι, στην καλύτερη περίπτωση, συντηρητικές και στη χειρότερη αποτελούνται από αγροίκους και άξεστους ‒τι να κάνουμε;‒ εκδηλώνουν τον εγγενή ρατσισμό τους δυναμώνοντας την ακροδεξιά.
Ως ανάλυση, το πράγμα μένει εκεί, αλλά οι πολιτικές προεκτάσεις του σκεπτικού οδηγούν σε ήπια υιοθέτηση (κάποτε ρητά, αλλά πιο συχνά υπόρρητα) του ακροδεξιού λόγου με στόχο να «μη διαφύγουν ψήφοι προς την ακροδεξιά». Υποστηρίζεται πρακτικά πως, ενώ στα λόγια πρέπει να παραμείνουμε «ανθρωπιστές», στην πράξη οφείλουμε να τρίξουμε λίγο τα δόντια στους μετανάστες ‒μπορεί να μη μας αρέσει, όμως αυτή είναι η πρέπουσα πολιτική στρατηγική. Κανείς από όσους αναμασούν η υπαινίσσονται αυτήν την κοινοτοπία δε μπαίνει βέβαια στον κόπο να αποτιμήσει έστω και κατ’ ελάχιστο την πραγματικότητα στην οποία προηγουμένως αναφέρθηκα ‒και η οποία δείχνει περίτρανα πως το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει: πως η στάση αυτή, η επαμφοτερίζουσα σχέση με τη λογική «νόμος και τάξη», όχι μόνο δεν ανακόπτει την ακροδεξιά, αλλά τη νομιμοποιεί και τη γιγαντώνει.
Και επιπλέον: από το όλο σκεπτικό απουσιάζει οποιαδήποτε σοβαρή αναφορά είτε στα κύματα αλληλεγγύης που παρουσιάστηκαν και παρουσιάζονται από λαϊκά στρώματα (είπαμε: αυτά ρέπουν προς το ρατσισμό) είτε, βέβαια, στο τι ακριβώς έχει προκαλέσει τη μεταναστευτική κρίση ‒στο ποιοι είναι οι πραγματικοί ένοχοι για τον ξεριζωμό τόσων ανθρώπων που, όχι μόνο θύτες και απειλή για τις αναπτυγμένες χώρες δεν είναι αλλά, το ακριβώς αντίθετο, τα απόλυτα θύματα ενδο-ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ‒θύματα της ίδιας της λειτουργίας του καπιταλισμού της καταστροφής.
Υπάρχει όμως και μια σχετικά πιο «προοδευτική» πτέρυγα στο ίδιο σκεπτικό που ‒δικαίως‒ ρίχνει το φταίξιμο στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). «Τι να κάνουμε;» ‒υποστηρίζεται‒ «οι Ευρωπαίοι έκλεισαν τα σύνορα». Στις αιτιάσεις αυτές δεν υπάρχει όμως κανενός είδους αναφορά στο πώς θα αντιμετωπιστούν οι πολιτικές της Ευρώπης-φρούριο (και κολαστήριο). Αυτό που γίνεται, όποτε γίνεται, είναι ότι οι απλές επισημάνσεις της ‒κατά τα άλλα δυσάρεστης‒ αυτής πραγματικότητας, ακολουθούνται κατά κανόνα (και, όχι σπάνια, στην ίδια παράγραφο) από όρκους αιώνιας πίστης στην ΕΕ και τον τρόπο λειτουργίας της, στην Ευρώπη που θέλουμε να ζούμε και άλλα παρόμοια. Άλλωστε και η ΕΕ αποτελεί αναπόσπαστο και οργανικό στοιχείο της λογικής ΤΙΝΑ. Ακόμα κι όταν επωάζει τη φρίκη…
Κι όταν αυτή η φρίκη ‒το κολαστήριο που, θέλοντας και μη, οι κυβερνήσεις αναπαράγουν‒ αναπόφευκτα οδηγήσει και στην εγκληματικότητα των μεταναστών (μαζί με τη γενική εγκληματικότητα), ελλείψει κάποιας πραγματικής ανάλυσης των αιτίων, το έδαφος είναι απολύτως έτοιμο για την επιθετική αυτή τη φορά υιοθέτηση ενός πνεύματος καταστολής: Αφού οι μετανάστες προκαλούν άνοδο της ακροδεξιάς, ας καταστείλουμε τους μετανάστες, κι ας συνεργαστούμε με όσους διαμορφώνουν και στηρίζουν το κολαστήριο προκειμένου να ανακόψουμε αυτήν την άνοδο. (Ειρήσθω εν παρόδω, εκτιμώ πως αυτό ακριβώς επωάζεται στη Σουηδία…).
Πραγματικό μνημείο είτε συνειδητής φαυλότητας είτε πνευματικής ατροφίας, πρόκειται για σκεπτικό που είναι ο ορισμός αυτού που λέμε «φάρμακο που επιδεινώνει την αρρώστια». Αυτή ακριβώς η πολιτική είναι που έμπρακτα διαχέει και προπαγανδίζει το ρατσισμό και τον ακροδεξιό λόγο απειλώντας, μάλιστα, να τον καταστήσει κυρίαρχο.
Οι μετανάστες και η μετανάστευση δεν είναι λοιπόν αιτία ανόδου της ακροδεξιάς. Αντιθέτως, η ακροδεξιά ανεβαίνει πατώντας στις σιωπές και τους παραλογισμούς των δήθεν αναλύσεων, πάνω απ’ όλα όμως, πατώντας στις σιωπές και τις πολιτικές ανεπάρκειες της Αριστεράς. Βρίσκουμε και πάλι μπροστά μας αυτό το στοιχείο: την πολιτική ανεπάρκεια της Αριστεράς ‒ήδη ανέφερα όμως ότι στο θέμα θα επανέλθω.
Τολμώ να εισηγηθώ, τέλος, ότι υπάρχει και μια τρίτη κατ’ ευφημισμόν «αιτία» που εκπέμπεται κι αυτή ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όχι για να φωτίσει αλλά για να συσκοτίσει. Είναι ότι «φταίει ο νεοφιλελευθερισμός». Δεν είναι όμως τόσο το επιχείρημα, όσο ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται που πρέπει να μας προβληματίσει. Κάποιος βέβαια δεν θα έσφαλε αν παρατηρούσε, ότι, σε σχέση με τα προηγούμενα, εδώ έχουμε πρόοδο και προχώρημα. Όμως είναι κατά βάση φαινομενικό, διότι αυτό που κρύβει είναι απείρως μεγαλύτερο από αυτό που αποκαλύπτει. Κι αυτό που κρύβει είναι ότι, στις μέρες μας ‒μέρες οργανικής κρίσης του συστήματος‒ ο νεοφιλελευθερισμός είναι συνώνυμο του καπιταλισμού. Ή, με άλλα λόγια, όποιος ξορκίζει το νεοφιλελευθερισμό χωρίς ταυτόχρονα να καταγγέλλει και τον καπιταλισμό είτε μας κοροϊδεύει (αυτό που προηγουμένως χαρακτήρισα συνειδητή φαυλότητα) είτε αδυνατεί να συναγάγει συμπεράσματα από την εμπειρία τόσο την πρόσφατη όσο και την ιστορική (αυτό που προηγουμένως χαρακτήρισα αναλυτική ατροφία).
Εδώ στην Ελλάδα, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε βέβαια τα πρωτεία: μια δήθεν Αριστερά που στα λόγια βάλει κατά του νεοφιλελευθερισμού και στην πράξη εφαρμόζει μια από τις πιο ακραίες εκδοχές του με τη δικαιολογία ‒ρητά πλέον εκφρασμένη‒ ότι δε γίνεται αλλιώς, ότι ΤΙΝΑ…Την ώρα που οι ζωές των ανθρώπων συνθλίβονται, την ώρα που όλο και περισσότεροι εναγώνια αναζητούν μια συνεκτική πρόταση υπέρβασης του συστήματος ‒κάτι που καταστατικά να αναιρεί τους φορολογικούς παραδείσους, την απίστευτη συγκέντρωση του πλούτου και ανισότητας, τη δομική ανεργία, την επισφάλεια και τόσες άλλες επιμέρους φρίκες‒ η κατ’ όνομα Αριστερά (είτε στην αντιπολίτευση είτε, πολύ περισσότερο, στην κυβέρνηση) εμφανίζεται να απαντά ότι τέτοια προοπτική δεν υπάρχει ‒ότι ο καπιταλισμός δεν έχει εναλλακτική‒ και πως προτίθεται να αντιμετωπίσει μόνο το νεοφιλελευθερισμό, την ώρα που είτε αποδέχεται είτε υλοποιεί νεοφιλελεύθερα μέτρα.
Μάταια θα αναζητήσει κανείς λογική σ’ όλην αυτήν την παρωδία επιχειρημάτων και θέσεων που, ας μην έχουμε αμφιβολία, επινοείται μόνο και μόνο για να διατηρηθούν γραφειοκρατικές θέσεις και λειτουργίες, αλλά που ‒ως σκεπτικό‒ κατεξοχήν ευνοεί την ακροδεξιά και το νεοναζισμό που συνεχίζουν να προσποιούνται αντισυστημικές προθέσεις και δράσεις.
Αυτό με πάει στο ζήτημα που διαρκώς υπαινίσσομαι αλλά κυρίως θέλω να αναδείξω, την πολιτική ανεπάρκεια της Αριστεράς.
ΙΙ
Δε θέλω να μακρηγορήσω, αλλά στο θέμα αυτό δε χρειάζεται. Αρκούν τρεις μόνο επισημάνσεις που μπορούν να γίνουν με τρόπο εξαιρετικά συνοπτικό, σχεδόν επιγραμματικά.
Α. Η πρώτη είναι ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά, οργανική κρίση που οι απόπειρες αντιμετώπισής της μεσο-μακροπρόθεσμα την επιδεινώνουν, δημιουργώντας συνθήκες που στην καλύτερη περίπτωση είναι θλιβερές και στη χειρότερη απελπιστικές.
Η δεύτερη και η τρίτη δεν είναι απλώς επισημάνσεις, έχουν, θα έλεγα, τη βαρύτητα νόμου (ισχυρής συμπεριφορικής κανονικότητας) ‒σαν κι αυτούς που οκνηροί ακαδημαϊκοί μας έμαθαν να λέμε πως στα ανθρώπινα δεν υπάρχουν· αλλά υπάρχουν ‒αρκεί βέβαια να έχει κανείς τη μέθοδο να τους διακρίνει και με την απαραίτητη ακρίβεια να τους διατυπώσει. Και εξηγούμαι:
Β. Οποτεδήποτε στην ιστορία εμφανίστηκαν παρόμοιες οργανικές κρίσεις, διαμορφώθηκαν ισχυρές αναζητήσεις εξωσυστημικών διεξόδων. Αυτή είναι η δεύτερη επισήμανση-νόμος· και είναι ένα φαινόμενο απόλυτα λογικό: όταν τα λαϊκά στρώματα βιώνουν την απελπισία, τότε αναζητούν ‒κάποτε συνειδητά, αλλά πιο συχνά ασυνείδητα‒ μια ριζική διέξοδο. Είναι το λεγόμενο «πολιτικό κενό» αυτό, που όπως κάθε κενό δεν μπορεί παρά ‒αργά ή γρήγορα‒ κάποιος ή κάτι να καλύψει. Και έρχομαι στον τρίτο και σπουδαιότερο νόμο: την ανεπάρκεια της Αριστεράς:
Γ. Όταν λόγω της αδυναμίας της να προτείνει μια συνολική και συνεκτική εναλλακτική πρόταση δημοκρατικής εμβάθυνσης και επέκτασης ‒με πέρασμα της δημοκρατίας στην οικονομία (αντί για την ψευδεπίγραφη μεταδημοκρατία της μη αντιπροσώπευσης που σήμερα βιώνουμε) ώστε οι σχέσεις παραγωγής να πάψουν (όπως σήμερα γίνεται) να αποτελούν εμπόδιο στην ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και τα τεχνολογικά επιτεύγματα να μην οδηγούν στην ανεργία, στην επισφάλεια και στην καταστροφή του πλανήτη, αλλά σε μείωση της εργάσιμης μέρας, σε οικολογική διαχείριση των φυσικών πόρων και σε πολιτισμό‒ όταν, δηλαδή η Αριστερά έχει εγκαταλείψει την υπόθεση του σοσιαλισμού και αδυνατεί να καλύψει το κενό που δημιουργείται, τότε το κενό αυτό θα τείνουν να το καλύψουν λογιών-λογιών τσαρλατάνοι μεταξύ των οποίων η ακροδεξιά και ο νεοναζισμός.
Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί τεράστια ιστορικά καθήκοντα στο αντιφασιστικό κίνημα, που σύντομα επισημαίνοντάς τα θα κλείσω.
ΙΙΙ
Πρέπει εν πρώτοις να τονίσει κανείς την τεράστια αξία του αντιφασιστικού κινήματος. Ας μην έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι, αν δεν είχαμε τις δράσεις του, ούτε η ανοδική πορεία της Χρυσής Αυγής θα είχε ανακοπεί ούτε και θα είχε οδηγηθεί η ηγεσία της στο εδώλιο. Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν βέβαια το τραγικό έναυσμα, αλλά από αυτό και μόνο φαίνεται ο εξαιρετικά σημαντικός ρόλος του κινήματος και της δυναμικής του.
Λιγότερο προφανής είναι όμως μια άλλη εξίσου ‒αν όχι περισσότερο‒ σημαντική διάσταση αυτής της πραγματικότητας: ότι το αντιφασιστικό μπορεί και πρέπει να αποτελέσει εφαλτήριο για τη δημιουργία μιας πραγματικής Αριστεράς ‒χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονισμούς, με συντροφικότητα, με εσωτερική δημοκρατία, με σοβαρό πολιτικό διάλογο, ανταλλαγή απόψεων και εξαγωγή συμπερασμάτων από την πλούσια εμπειρία της τελευταίας δραματικής περιόδου. Πρόκειται για ιστορικό καθήκον και ευθύνη ‒κι αυτά δεν είναι απλώς λόγια. Αν στόχος είναι η εξάλειψη του φασισμού, η νέα Αριστερά του σοσιαλισμού είναι μια αναγκαιότητα. Παρά τις αντιξοότητες, παρά το βομβαρδισμό γελοιότητας και ανεπίγνωστης κοινοτοπίας που μας κατακλύζουν, οι εξελίξεις αυτόν το δρόμο καταδεικνύουν και προδιαγράφουν.
Το κείμενο αυτό βασίζεται σε εισήγηση στο πλαίσιο της εκδήλωσης-συζήτησης «5 Χρόνια από τη Δολοφονία του Παύλου Φύσσα» που διοργάνωσε ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας-Πειραιά στις 13 Σεπτέμβρη 2018. Στην εκδήλωση προβλήθηκε οπτικό υλικό της omnia tv (https://omniatv.com/gdtrial) αποκαλυπτικό τόσο για το ποιόν και τις δράσεις της Χρυσής Αυγής όσο και τις σχέσεις της με το βαθύ κράτος.