Η Αλβανία ξαναγράφει την ιστορία της: η αποκατάσταση των «εχθρών του λαού»

Η Αλβανία τίμησε με κάθε επισημότητα τον συνεργάτη των ναζί Μιντάτ Φράσερι
Open Image Modal
Arben Celi / Reuters

Η έκφραση «την ιστορία τη γράφουν οι νικητές» είναι τόσο αόριστη, ώστε να μπορεί ταυτόχρονα να ερμηνεύεται με διαμετρικά αντίθετο τρόπο. Ανάλογα με το τι σημαίνει η λέξη «ιστορία» και για ποια ιστορία μιλούμε, ανάλογα με το τι σημαίνει «νικητές» και για τι είδους νίκη μιλούμε. Διότι και πολλές ιστορίες για την ίδια εποχή υπάρχουν, αλλά έχουμε και νικητές που αργότερα ηττήθηκαν.

Την ιστορία τη γράφουν συγγραφείς που, ανάλογα με τις πληροφορίες που διαθέτουν, τη μεθοδολογία άντλησης και διαχείρισης αυτών των πληροφοριών, αλλά κυρίως ανάλογα με το αν η προσπάθειά τους εντάσσεται ή όχι σε κάποιο πολιτικο-ιδεολογικό «συγκείμενο», παράγουν συγκεκριμένες ή αόριστες, ακριβείς ή ανακριβείς, ελλιπείς ή πλήρεις, πολιτικά επιθυμητές ή ρεαλιστικές, ιδεολογικά εξαρτημένες ή ανεξάρτητες απεικονίσεις της ιστορικής πραγματικότητας. Ορισμένες από αυτές τις «ιστορίες», λόγω της εργαλειακής τους χρησιμότητας και όχι λόγω της ακρίβειας ή της ποιότητάς τους, υιοθετούνται – όταν δεν γράφονται κατά παραγγελία – από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και μέσω της εκπαίδευσης και των λοιπών μηχανισμών «διαφώτισης» διοχετεύονται στο ευρύ κοινό και γίνονται η «επίσημη ιστορία». Η οποία περιμένει με τη σειρά της να ανατραπεί, όταν το πολιτικό καθεστώς που την υποβαστάζει καταρρέει και οι προτεραιότητες αλλάζουν. Κάτι τέτοιο συμβαίνει αυτή την εποχή στη γειτονική Αλβανία, αλλά όχι μόνον εκεί. Νέες «ιστορίες» αντικατέστησαν σε όλες της χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης τις κατεστημένες μέχρι το 1989 καθεστωτικές ιστορίες.

Εξαίρεση αποτελεί η Ελλάδα, στην οποία η ανατροπή είχε γίνει νωρίτερα και προς την αντίθετη κατεύθυνση: ακριβώς μετά την κατάρρευση του απριλιανού καθεστώτος κατέρρευσαν και τα ιστορικά αφηγήματα όχι μόνον του συγκεκριμένου καθεστώτος, αλλά ολόκληρης της μέχρι τότε μετεμφυλιακής περιόδου. Οι «εθνικές συμφιλιώσεις» στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 έδωσαν και θεσμική υπόσταση στις ανατροπές που έγιναν στον τομέα αυτό μετά τη χούντα, σφραγίζοντας οριστικά για την περίοδο της Μεταπολίτευσης την ταξινόμηση προσώπων και φορέων που έδρασαν στη δεκαετία του ’40 σε «καλούς» και σε «κακούς».

Την ίδια θεσμική ταξινόμηση σε «καλούς» και σε «κακούς» - σε «εχθρούς του λαού» - είχε πετύχει ο Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία για σχεδόν μισό αιώνα. Εκεί οι «κακοί» της υπόθεσης ήταν αυτοί που στην Ελλάδα από το 1974 και μετά, και μέχρι σήμερα, σφραγίστηκαν επίσης ως οι «κακοί»: όσοι κατά τη διάρκεια της Κατοχής είχαν εκτιμήσει ως μεγαλύτερη απειλή την εγκαθίδρυση ενός κομμουνιστικού καθεστώτος μετά την αποχώρηση των (ιταλικών και αργότερα γερμανικών) στρατευμάτων και έθεταν ως απόλυτη προτεραιότητα την αποτροπή της επιβολής μιας κομμουνιστικής δικτατορίας, φτάνοντας στο σημείο να απέχουν από την εκδήλωση αντιστασιακής δράσης κατά των γερμανικών στρατευμάτων ή ακόμη και να συνεργάζονται με αυτά για την ακύρωση της «επανάστασης», όπως περιγράφεται με λεπτομέρειες στα στρατιωτικά αρχεία την γερμανικών Μεραρχιών που επιχειρούν σε αλβανικό έδαφος από τα μέσα του 1943 και μετά.

Λίγοι ίσως γνωρίζουν ότι κατοχικό εμφύλιο δεν είχε μόνον η Ελλάδα, αλλά και η Αλβανία, όπως και η Γιουγκοσλαβία. Τον εμφύλιο αυτό – στον οποίο μετά την άνοιξη του 1944 συμμετείχαν ενεργά και δικοί μας Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, στρατολογημένοι επίσημα και με τις ευλογίες των γερμανικών διοικήσεων στο τάγμα «Νουρί Ντίνο», δίνοντας μάχες με τμήματα του Εμβέρ Χότζα στην περιοχή του Αργυροκάστρου – κέρδισε τελικά ο Χότζα, δημιουργώντας το νέο πολιτικό καθεστώς πριν από την λήξη του πολέμου στην Ευρώπη. Ο βασικός αντίπαλος των κομμουνιστών ανταρτών στην Αλβανία ήταν το Εθνικό Μέτωπο, το ονομαζόμενο Balli Kombëtar, ενώ ο όρος που επεκράτησε για όσους συμμετείχαν σ΄αυτό ήταν «Μπαλίστες».

Ένας από τους πολιτικούς ηγέτες του κινήματος αυτού – που από τη σκοπιά του Χότζα ήταν «προδοτικό», και με ελληνικούς όρους «Γερμανοτσολιάδες» και «Ταγματασφαλίτες» - ήταν ο Αλβανός πολιτικός και διανοούμενος Midhat Frashëri (Μιντάτ Φράσερι), γενημμένος στα Ιωάννινα το 1880 και μεγαλωμένος στην Κωνσταντινούπολη, γόνος μιας εξέχουσας αλβανικής οικογένειας. Για το καθεστώς του Χότζα ο Φράσερι ήταν «αρχιδωσίλογος» και είναι βέβαιο ότι αν είχε συλληφθεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής ή αργότερα, θα είχε εκτελεστεί, όπως έγινε με άλλα στελέχη του ίδιου φορέα που είχαν λιγότερη τύχη. Γι αυτό, μαζί με αξιωματούχους του Μπάλι Κομπετάρ, αλλά και άλλων αντικομμουνιστικών οργανώσεων, εγκατέλειψε τη χώρα του και μετά από σύντομη παραμονή στην Τουρκία και την Ιταλία, εγκαταστάθηκε τελικά στις ΗΠΑ στα πλαίσια του αμερικανικού προγράμματος «αξιοποίησης» στελεχών του ναζισμού αλλά και αντικομμουνιστικών οργανώσεων για την αντιμετώπιση της επέκτασης του κομμουνισμού στη Δυτική Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Ο κατά Χότζα «εγκληματίας πολέμου» Μιντάτ Φράσερι, λοιπόν, θα συνεργαστεί με τις βρετανικές και αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες σε μια προσπάθεια υπονόμευσης και ανατροπής του καθεστώτος Χότζα μέσω της αποστολής στην Αλβανία μικρών ένοπλων ομάδων με στόχο την αποσταθεροποίηση. Τον Αύγουστο του 1949 από το Παρίσι ο Φράσερι θα ανακοινώσει ότι είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Ελεύθερη Αλβανία, κάτι σαν πρωθυπουργός της εξόριστης αλβανικής κυβέρνησης, και μάλιστα με τη συναίνεση του μονάρχη Ζώγου που εκείνη την περίοδο βρίσκεται εξόριστος στο Κάϊρο.

Το απόγευμα της 3.10.1949 ένα μικρό ιδιωτικό σκάφος, ειδικά εξοπλισμένο για την περίσταση, αποπλέει από το νησάκι των Οθωνών, βορείως της Κέρκυρας, με προορισμό το σημείο απόβασης των εννέα στρατολογημένων Αλβανών κομάντος νότια του λιμανιού του Αυλώνα. Ήταν η πρώτη από τις τρεις τουλάχιστον αντίστοιχες απόπειρες διοχέτευσης ολιγάριθμων ομάδων αντικαθεστωτικών Αλβανών κομάντος στα πλαίσια των αποσταθεροποιητικών ενεργειών της ΜΙ6, της CIA και άλλων αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας. Όλες απέτυχαν, ενώ ο ηθικός αυτουργός, ο πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Ελεύθερη Αλβανία Μιντάτ Φράσερι, δεν πρόλαβε να βιώσει ούτε καν την έκβαση της πρώτης αποστολής: το πρωινό της 3ης Οκτωβρίου 1949, ανήμερα της επιχείρησης, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στη Νέα Υόρκη, υποτίθεται από φυσικά αίτια, κάτι που αργότερα αμφισβητήθηκε.

Το κομμουνιστικό καθεστώς των Τιράνων ήταν άριστα πληροφορημένο για όλες τις αποστολές, αλλά και τα σχέδια της Εθνικής Επιτροπής Ελεύθερη Αλβανία, πριν και μετά το θάνατο του Φράσερι, καθώς είχε την τύχη ο επικεφαλής της υπηρεσίας συντονισμού των βρετανικών και των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας που οργάνωνε τις ενέργειες αυτές, ο Βρετανός «Kim» Philby, να είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της KGB, και επομένως η Μόσχα να είναι λεπτομερώς ενημερωμένη για το πότε, πού και με ποιους θα γινόταν κάθε επιχείρηση διείσδυσης των αντικαθεστωτικών. Με αποτέλεσμα η υπηρεσία ασφαλείας του Χότζα, η διαβόητη Σιγκουρίμι, να είναι κάθε φορά πανέτοιμη για την υποδοχή των «προδοτών» και να τους μεταχειριστεί αναλόγως – και όχι μόνο τους ίδιους προδομένους «προδότες», αλλά ολόκληρο το συγγενολόϊ των κομάντος με μεθόδους και πρακτικές που θα ζήλευε ο χειρότερος Ναζί σαδιστής. Ταυτόχρονα ο Χότζα εμφάνιζε τη βοήθεια από τη Μόσχα ως αποτέλεσμα της παντοδυναμίας της Σιγκουρίμι.

Πριν από λίγες εβδομάδες η επίσημη Αλβανία στα πλαίσια μιας λαμπρής κρατικής τελετής υποδέχθηκε στην πατρώα γη τα λείψανα του Μιντάτ Φράσερι με τιμές εθνικού ήρωα. Ούτε το γεγονός ότι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, ούτε το γεγονός ότι η οργάνωσή του πρωταγωνίστησε σε ωμότητες εναντίον Βορειοηπειρωτών στη Νότια Αλβανία – οι οποίοι στη δεκαετία του ’40 είχαν στελεχώσει μαζικά τα ανταρτικά τμήματα του κομμουνιστικού αντιστασιακού κινήματος για λόγους των οποίων η περιγραφή εκφεύγει του παρόντος σημειώματος – έπαιξαν κάποιο ρόλο στην ανατροπή του ιστορικού αφηγήματος της χοτζικής περιόδου.

Η επίσημη Αλβανία – και όχι μόνο ο Έντι Ράμα – ξαναγράφει την ιστορία της και η αλβανική Αριστερά δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει το εγχείρημα, πολύ περισσότερο να το αποτρέψει. Για τον απλό λόγο ότι έχει αυτοακυρωθεί εξ αιτίας της νίκης της το 1944. Ποιος έχει σειρά στην επόμενη αποκατάσταση δεν το γνωρίζουμε, αλλά τώρα που φαίνεται πως έχουν πέσει όλα τα κομμουνιστικά ταμπού, ίσως ο επόμενος αποτελέσει για την Ελλάδα μια ακόμη πιο δυσάρεστη έκπληξη.