Θεμέλιο των δημοκρατιών, είτε των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών είτε του προτύπου της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου αι. π.Χ., είναι η ελευθερία αμφισβήτησής τους σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης το ονόμαζε ”καθολικότητα της αυτοστοχαστικότητας”.
Η αυτοστοχαστικότητα αποτελεί μεν προνόμιο της δημοκρατίας σε σχέση με τα υπόλοιπα γνωστά πολιτεύματα αλλά θα μπορούσε να παρομοιαστεί και με ένα δηλητήριο που σε υπερβολικές δόσεις δύναται να οδηγήσει τη δημοκρατία σε θάνατο.
Σε αυτό το σημείο διακρίνεται το λεπτό όριο ανάμεσα στην κριτική και στην αμφισβήτηση.
Η κριτική, η οποία είναι θεμιτή καθώς η δημοκρατία συνίσταται σε ένα σύστημα διακυβέρνησης που αναγνωρίζει τις παθογένειές του, μπορεί να οδηγήσει το σύστημα αυτό στη βελτίωσή του και να θέσει τα θεμέλια για την κοινωνική ειρήνη και ανάπτυξη.
Η κριτική θέτει όρια στην εξουσία και οι πιθανές κυρώσεις από τους πομπούς της αποτρέπει την υπέρβασή αυτών των ορίων. Η αμφισβήτηση αντιθέτως, η οποία εκκινεί από την καχυποψία προς τους θεσμούς, μπορεί να οδηγήσει στον θάνατο της δημοκρατίας.
Ακριβώς αυτή τη λεπτή διαχωριστική γραμμή περνούν οι σύγχρονοι λαϊκιστές πολιτικοί και συγκαλύπτουν την αμφισβήτηση κάτω από το μανδύα της κριτικής. Εκκινούν από την αμφισβήτηση έως και γελοιοποίηση των θεσμών, συνεχίζουν με την εξιδανίκευση του λαού και στη συνέχεια προχωρούν στην κατασκευή ενός μισητού εχθρού, ο οποίος μπορεί να είναι ένας άλλος πολιτικός αρχηγός, μια οικονομική ελίτ, η ευρωπαϊκή ένωση, οι μετανάστες κοκ.
Από τη στιγμή λοιπόν που ο περιούσιος λαός αντιμετωπίζει έναν κίνδυνο, ένας φωτισμένος ηγέτης πρέπει να τον πολεμήσει. Και αυτός είναι ο δημαγωγός. Αυτή η ενστάλαξη του δηλητηρίου της αμφισβήτησης με σκοπό το προσωπικό όφελος, είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία.
Σε κάποιες δημοκρατίες, όπως η δική μας, που οι πολιτικοί θεσμοί δεν είναι βαθιά στερεωμένοι στην αντίληψη των πολιτών και οι τελευταίοι χωλαίνουν ως προς την δημοκρατική παιδεία (παρ’ότι είμαστε υπερήφανοι που γεννήσαμε τη δημοκρατία), το έδαφος για την ανάπτυξη της ασθένειας της δημαγωγίας είναι προσφορότερο.
Επιπλέον η δεκαετής οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την πανδημική οδηγούν εύκολα στην αμφισβήτηση των θεσμών καθώς οι τελευταίοι δεν μπορούν να ανταποκριθούν εύκολα στους σκοπούς της διασφάλισης της ισότητας και της δημόσιας υγείας.
Ενας ακόμη λόγος της ανόδου της αμφισβήτησης, είναι ότι ο ελληνικός λαός, ακολουθώντας την πορεία των λαών των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών, έχει απομακρυνθεί από την εξουσία και τον ουσιαστικό έλεγχό της, πέραν της εκλογικής διαδικασίας.
Στη χώρα μας, έτι περαιτέρω και σε αντίθεση με την πλειοψηφία των φιλελεύθερων δημοκρατιών, ακόμα και αυτοί οι συνταγματικά κατοχυρωμένοι θεσμοί αμφισβήτησης και ελέγχου της εξουσίας (πχ η δικαστική εξουσία) δε λειτουργούν σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ώστε να αποτρέψουν τη αμφισβήτηση της δημοκρατίας.
Ένας λαός λοιπόν που δεν έχει πρόσβαση στον έλεγχο της εξουσίας, χωρίς δημοκρατική παιδεία και σε βαθιές περιόδους οικονομικής κρίσης και ανασφάλειας, έρμαιο των δημαγωγών.
Πλέον επικρατούν δύο απόλυτα διακριτοί χώροι,ο δημόσιος (πολιτικής) και ο ιδιωτικός οι οποίοι δεν εφάπτονται πάρα μόνο κατά τις περιόδους διενέργειας εκλογών.
Ακόμα και η ανάπτυξη επιφανειακά δημοκρατικών πλατφορμών διαλόγου όπως τα social media, εργαλειοποιούνται από τους δημαγωγούς και αντί να βοηθούν στην ανάπτυξη ουσιώδους και καλόπιστης κριτικής της θεσμών, εξελίσσονται σε χώρο διακίνησης άναρθρων κραυγών, μίσους, αναθεμάτων και αμφισβήτησης των πάντων μέχρις εσχάτων.
Καθώς λοιπόν το πρόβλημα εκκινεί από τους πολίτες και τη συμπεριφορά τους, η λύση οφείλει να εκκινήσει εκ νέου από τους πολίτες.
Οι πολίτες οφείλουν να ασκήσουν κριτική ως προς τις παθογένειες της δημοκρατίας μας, να απαιτήσουν την ανάπτυξη και βελτίωση θεσμών και να αντιληφθούν ότι απολαμβάνουν αυτή την ελευθερία κριτικής ακριβώς επειδή ζουν σε ένα δημοκρατικό καθεστώς.
Να αντιληφθούν την έννοια της κατάχρησης ελευθερίας και να οριοθετήσουν μόνοι τους την ελευθερία της άποψής τους προς μια κατεύθυνση εποικοδομητική μακριά από τους κάθε λογής άπληστους δημαγωγούς.
Πρέπει να δίνουν μάχες για την ισονομία, όχι απαξιώνοντας και παραβιάζοντας τους νόμους αλλά αξιώνοντας την βελτίωσή τους και την ουσιαστική εφαρμογή τους, πρέπει να δίνουν μάχες για τους θεσμούς, όχι απαξιώνοντάς τους αλλά αξιώνοντας την αναβάθμισή τους.
Ας σταθεί λοιπόν η επέτειος των 200 ετών σύγχρονου ελληνικού κράτους, μια ευκαιρία στοχασμού της ποιότητας της δημοκρατίας μας αλλά και των υποχρεώσεων μας ως πολιτών.