Το 2023 αποχαιρέτησε την ελληνική οικονομία θετικά, καθώς η χώρα ανέκτησε έπειτα από 13 χρόνια την επενδυτική βαθμίδα. Στην αυγή του 2024 οι εκτιμήσεις μπορεί να είναι απόλυτα θετικές, με τον αντίκτυπο του ορόσημου της επενδυτικής βαθμίδες να γίνεται αισθητός στην πραγματική οικονομία.
Η ανάκτηση της «επενδυσιμότητας» έπειτα από 10 και πλέον χαλεπά χρόνια που η Ελλάδα βίωσε τη χρεοκοπία, τη σημαντική συρρίκνωση της οικονομίας, τα μνημόνια, τα capital controls, το κλείσιμο τραπεζών, την «απειλή» της εξόδου από την Ευρωζώνη, το κλείσιμο επιχειρήσεων και τη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων στο εξωτερικό, αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη. Ιστορικά, τα περισσότερα κράτη που αντιμετωπίζουν χρεοκοπία δεν πλησιάζουν ποτέ την επενδυτική βαθμίδα.
Το ζήτημα είναι πως μεταφράζεται το επίτευγμα της «επενδυσιμότητας» με απλούς όρους. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένουμε το ελληνικό δημόσιο να μπορεί να δανειστεί με χαμηλότερο κόστος, μειώνοντας τα επιτόκια που πρέπει να πληρώσει για το χρέος του. Αυτό ενδεχομένως θα ελευθερώσει κονδύλια που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για υποδομές και κοινωνική πρόνοια. Ταυτόχρονα, είναι ορατή η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών. Γεγονός που θα προσελκύσει πιο συντηρητικούς επενδυτές ομολόγων (όπως ασφαλιστικά ταμεία και ασφαλιστικές εταιρείες) και θα επεκτείνει την επενδυτική βάση για ομόλογα και μετοχές, προσελκύοντας παράλληλα νέους υψηλής ποιότητας επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Ήδη κατά την πρώτη δημοπρασία ομολόγου στην εποχή της επενδυτικής βαθμίδας, για κάθε ένα ευρώ που ζητούσε το ελληνικό δημόσιο, οι επενδυτές προσέφεραν εννέα.
Η ενίσχυση της οικονομικής σταθερότητας της χώρας και η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία θα ενθαρρύνουν τόσο εγχώριους όσο και ξένους επενδυτές να επενδύσουν σε ελληνικά κεφάλαια και σε αμιγώς παραγωγικές επενδύσεις, που πιθανώς θα οδηγήσουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και αύξηση του εισοδήματος. Το κράτος, στηριζόμενο σε μια ισχυρότερη οικονομία, θα μπορέσει να διαθέσει περισσότερα εργαλεία για τον έλεγχο του πληθωρισμού και περισσότερους πόρους για τη δημόσια παιδεία και υγεία. Η συνολική εικόνα είναι ότι η αγορά έχει επαναφέρει την Ελλάδα στην κανονικότητα.
Οι τράπεζες θα δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια βοηθώντας στη μείωση του κόστους χρηματοδότησης για την παροχή δανείων σε πελάτες και επιχειρήσεις με μεγαλύτερη ευελιξία. Επιπρόσθετα θα μπορούν να δανειστούν με πολύ καλύτερους όρους και από την ΕΚΤ. Όλα αυτά θα οδηγήσουν τις ελληνικές τράπεζες σε υψηλότερα επίπεδα κερδοφορίας.
Παράλληλα, οι επιχειρήσεις θα έχουν αυξημένη πρόσβαση σε κεφάλαια και οι μεγαλύτερες σε μέγεθος -έχοντας πιστοληπτική διαβάθμιση από οίκο αξιολόγησης- θα έχουν ξανά την ευκαιρία να δανειστούν απευθείας από τις αγορές. Ο φθηνότερος δανεισμός των μεγάλων επιχειρήσεων θα οδηγήσει σε επενδύσεις, έρευνα, ανάπτυξη και καινοτομία εντός Ελλάδας αυξάνοντας εκτός από το ΑΕΠ, το ποσοστό της απασχόλησης, αλλά και την ανταγωνιστικότητά τους.
Ταυτόχρονα όμως και τα νοικοκυριά θα έχουν πρόσβαση σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού. Με πυλώνα την οικονομική σταθερότητα και με ορατή τη βελτίωση του κοινωνικού επιπέδου, τα νοικοκυριά ενδέχεται να απολαμβάνουν αναβαθμισμένες κοινωνικές παροχές, όπως καλύτερη υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και κοινωνική πρόνοια.
Η επίτευξη της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας είναι ένα σημαντικό οικονομικό επίτευγμα, ουσιαστικά όμως σηματοδοτεί την αφετηρία μιας νέας περιόδου κατά την οποία η χώρα με ευρεία πολιτική και πολιτειακή σταθερότητα θα παραμείνει προσηλωμένη σε μια πορεία δημοσιονομικής πειθαρχίας και σύνεσης. Η επενδυτική βαθμίδα βοηθά να μειωθούν οι πιθανότητες μιας νέας αποσταθεροποίησης, εξαιτίας απρόβλεπτων εξελίξεων, και να αυξηθούν οι πιθανότητες για υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και μεγέθυνσης της οικονομίας.