Η αναγκαιότητα του γνώθι σαυτόν: Περί της ελληνικής στρατηγικής κουλτούρας

Είναι καιρός να γνωρίσουμε το ποιοι είμαστε.
Open Image Modal
.
Eric VANDEVILLE via Gamma-Rapho via Getty Images

Τώρα που το ελληνικό κράτος συμπλήρωσε διακόσια χρόνια ύπαρξης, είναι πλέον ώρα να κοιτάξει επιτέλους με πάσα ειλικρίνεια στον καθρέφτη και να απευθύνει ένα πολύ δύσκολο ερώτημα: ποια είναι η στρατηγική του κουλτούρα;  

Θα είναι λάθος να δώσουμε οποιαδήποτε βιαστική και ισοπεδωτική απάντηση ή να νομίζουμε ότι τα ξέρουμε ήδη όλα και ότι δεν μας χρειάζεται μια τέτοιου είδους ψυχανάλυση. Το δελφικό παράγγελμα πρέπει να μας δώσει την απαραίτητη ώθηση. Αλλά για να το κάνουμε σωστά πρέπει να γνωρίζουμε τι ψάχνουμε. Ποιο είναι, δηλαδή, το θεωρητικό υπόβαθρο της έννοιας. 

Πρώτα απ’ όλα, πότε εμφανίστηκε η στρατηγική κουλτούρα ως έννοια; Δεύτερον, τι είναι και τι δεν είναι; Και τρίτον, τι συμβαίνει με την ελληνική στρατηγική κουλτούρα και τι πρέπει να κάνουμε ακόμα. 

Καταρχάς, η έννοια είναι ταυτόχρονα πολύ παλιά και πολύ καινούρια. Ως ακαδημαϊκός όρος, μετράει μόνο μερικές δεκαετίες ζωής. Ως ιδέα, όμως, υπάρχει από τα πολύ παλιά χρόνια.

Ο Ηρόδοτος ήταν μάλλον ο πρώτος που αναγνώρισε την αξία του να καταλαβαίνεις πώς σκέφτεται η κάθε πλευρά για τον πόλεμο. Γι’ αυτό και στα οδοιπορικά του μελέτησε τα ήθη κι έθιμα των φυλών του τότε γνωστού κόσμου. Εξού και το έργο του θεωρείται πρωτοποριακό στην εθνολογία, στην ανθρωπολογία, στην κοινωνιολογία. Αλλά ο σκοπός του δεν ήταν μόνο η τέρψη του κοινού με εξωτικές και αλλόκοτες ιστορίες.

Ο Ηρόδοτος έγραφε για τον πόλεμο Ελλήνων και Περσών. Κι όλες τις ιστορίες που κατέγραφε τις θεωρούσε εξόχως σημαντικές. «Είναι τρελός όποιος τολμά να περιγελά αυτά τα πράγματα,» [3.38.4] έλεγε.

Κατηγορήθηκε ότι το μόνο που λέει είναι μύθοι και παραμύθια. Κι όμως, όπως λέει ένας κορυφαίος σύγχρονος διεθνολόγος, ο Ρόμπερτ Κάπλαν, εκεί ακριβώς έγκειται η συνεισφορά του: στο ότι επισήμανε το τι είναι ικανοί οι άνθρωποι να πιστέψουν. Κι αυτό μετράει σε καθοριστικό βαθμό στη στρατηγική συμπεριφορά.  

Ο έτερος κορυφαίος ιστορικός, ο Θουκυδίδης, ομοίως κατέγραψε τη σημασία της στρατηγικής κουλτούρας. Η διεισδυτική του ιστορική περιγραφή και οι δημηγορίες που παραθέτει είναι διάσπαρτες με αναφορές σε νοοτροπίες και πάγιες συμπεριφορές.

Σε μια κρίσιμη καμπή του πολέμου, μάλιστα, μετά τη Σικελική εκστρατεία και όταν η Αθήνα έχει πλέον χάσει τα πάντα και βρίσκεται σε εμφύλιο σπαραγμό, οι Αθηναίοι φοβούνται ότι ο «εχθρός θα φανεί από ώρα σε ώρα». Τελικά αυτός δεν φάνηκε. Γιατί; Αποδείχτηκε «βολικός εχθρός» η Σπάρτη λέει ο Θουκυδίδης. «Ιδίως για μια ναυτική δύναμη, η μεγάλη διαφορά ιδιοσυγκρασίας ήταν και το μεγάλο πλεονέκτημα: Οι Αθηναίοι ήταν γρήγοροι και αποφασιστικοί. Οι Λακεδαιμόνιοι αργοί και άτολμοι.» [8:96.5]

Η μεγάλη διαφορά ιδιοσυγκρασίας, λοιπόν. Αυτό με δυο λέξεις είναι το αντικείμενο της στρατηγικής κουλτούρας.  

Πολλούς αιώνες αργότερα, την δεκαετία του 1970, αντί για Αθήνα και Σπάρτη έχουμε δύο άλλες δυνάμεις – ΗΠΑ και ΕΣΣΔ – και επιπλέον όλων των άλλων, έχουμε και πυρηνικά όπλα.

Στην εξέλιξη της πυρηνικής στρατηγικής, μετά τα Μαζικά Αντίποινα και την Ευέλικτη Ανταπόδοση, βρισκόμαστε στην εποχή που έχει πλέον εμπεδωθεί η λογική του παραλόγου, δηλαδή η λογική της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής – η περιβόητη MAD.  

Κι αυτό που, εύλογα, αναρωτήθηκε ένας νεαρός ακαδημαϊκός του ινστιτούτου RAND, ο Τζακ Σνάιντερ, ήταν το εξής: πόσο κοινή είναι η κοινή λογική;

Συμμερίζονται, άραγε, και οι Σοβιετικοί τις ίδιες σκέψεις μ’ εμάς; Και με τρόμο συνέχισε να γράφει ότι για λόγους ιστορίας, θεσμών και εσωτερικής πολιτικής, η ΕΣΣΣΔ μπορεί να μην έχει τις ίδιες αντιλήψεις ως προς την επιλογή ούτε των στόχων αλλά ούτε και των όπλων – ναι μεν τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι με το σταγονόμετρο, ναι μεν τα δόγματα αλλάζουν, ναι μεν το δόγμα δεν καθορίζει τη στρατηγική απόφαση,  αλλά είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι ίσως και να μην σκεφτόμαστε τελικά όλοι με τον ίδιο τρόπο. 

Το επόμενο που είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί είναι το τι είναι και τι δεν είναι στρατηγική κουλτούρα.

Η στρατηγική κουλτούρα προσπαθεί να απαντήσει στο εξής απλό ερώτημα: πώς σκέφτεται και πράττει μια πολιτική οντότητα γύρω από τα ζητήματα στρατηγικής. Τα ζητήματα δηλαδή που αφορούν την άμυνα, την ασφάλεια και την εξωτερική της πολιτική.  

Σε πολλές αναλύσεις διεθνών σχέσεων εκλαμβάνεται συχνά ως δεδομένο ότι όλοι οι δρώντες σκέφτονται ορθολογικά, ακολουθώντας εμβριθείς αναλύσεις κόστους-οφέλους κι ένα σχέδιο δράσης για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη και να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες.

Η στρατηγική κουλτούρα έρχεται να διορθώσει αυτή την αντίληψη και να πει: κάθε πολιτική οντότητα αξιολογεί με τον δικό της τρόπο τι εννοεί κέρδη και τι εννοεί απώλειες. Δεν σημαίνει ότι δεν είναι λογική.

Σημαίνει ότι η καθεμία έχει τη δική της λογική. Και θα μας βοηθήσει πάρα πολύ αν μπορέσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε και να κατανοήσουμε αυτή τη λογική.  

Δεν φτάνει όμως να γνωρίσουμε τον άλλον. Το πιο δύσκολο είναι να γνωρίσουμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Διότι δεν αρκεί να γνωρίζεις τον εχθρό, αλλά πρέπει να γνωρίζεις και τον εαυτό σου, όπως θα μας έλεγε ο Σουν Τσου, αν δεν θέλουμε να κινδυνεύσουμε να χάσουμε τα πάντα.  

Κι εδώ κάπου τελειώνουν τα καλά νέα. Ναι μεν η έννοια είναι χρήσιμη, απαραίτητη και διαφωτιστική, αλλά είναι ταυτόχρονα θολή, δυσνόητη, έως και επικίνδυνη.  

Γιατί είναι θολή; Γιατί πολύ απλά ο ίδιος ο ορισμός της μας ζητάει να εντοπίσουμε την επιρροή των ιδεών, των νοοτροπιών και των πεποιθήσεων στη στρατηγική συμπεριφορά.

Ό,τι πιο δύσκολο και φιλοσοφικό εγχείρημα, δηλαδή, υπάρχει. Φλερτάρει ταυτόχρονα με τον ντετερμινισμό και τον εθνοκεντρισμό. Δηλαδή, τόσο με το να πιστέψεις σε μοιρολατρικές αναλύσεις όσο και με το να χρησιμοποιήσεις μια συγκεκριμένη εθνική κουλτούρα ως μέτρο σύγκρισης των άλλων. 

Γιατί, όμως, να είναι επικίνδυνη; Διότι αν πιστέψεις πολύ σε αυτή, αν ακούσεις τις σειρήνες των αναλυτών που σου προσφέρουν τη μαγική λύση και απάντηση, τότε ρισκάρεις να χάσεις το δάσος και να εστιάσεις στο δέντρο. Ένα πράγματι πυκνό δέντρο με πολύ βαθιές ρίζες, αλλά ένα μικρό μέρος μόνο στο δάσος της στρατηγικής – αυτής της πολυδιάστατης, πολύπλοκης και ζωντανής διάδρασης.  

Άρα, η στρατηγική κουλτούρα είναι εξαιρετικά ωφέλιμη ως αναλυτικό εργαλείο, εξαιρετικά δύσκολη ως φιλοσοφικό εγχείρημα, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνη ως μέθοδος χάραξης πολιτικής. Αλλά στην Ελλάδα μας είναι επιπλέον και άγνωστη. 

Πολλές φορές ο όρος στρατηγική κουλτούρα χρησιμοποιείται εσφαλμένα και συγχέεται με τη στρατηγική παιδεία. Άλλο είναι ένα κράτος να μην έχει μάθει να σκέφτεται στρατηγικά, και άλλο να μην έχει τα δικά του ειδοποιά γνωρίσματα. Αυτό είναι πρακτικά αδύνατο. Όλες οι πολιτικές οντότητες έχουν στρατηγική κουλτούρα, ακόμα κι αν δεν έχουν μπει στον κόπο να την ανακαλύψουν.  

Το οποίο μας φέρνει και στο τρίτο ερώτημα. Τί συμβαίνει με την Ελλάδα;

 Παρά τις πατρικές συμβουλές του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, έχουμε κάνει ελάχιστα βήματα. Για τις μεγάλες δυνάμεις υπάρχουν πλείστες αναλύσεις. Για τη δε γείτονα Τουρκία υπάρχουν αρκετές αναλύσεις σε ποσότητα, αν και όχι απαραίτητα όλες το ίδιο καλές σε ποιότητα.

Για την Ελλάδα συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ενώ είναι μετρημένες στα δάχτυλα οι αναλύσεις υπό την ομπρέλα της στρατηγικής κουλτούρας, υπάρχουν πολλές εξαιρετικές αναλύσεις και εμπεριστατωμένες απόψεις γύρω από το θέμα. Ξανά: η ιδέα δεν είναι καινούρια, ούτε πρωτοφανής, το δε δελφικό παράγγελμα αρχαίο. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή αυτές οι αναλύσεις που σκιαγραφούν την ελληνική στρατηγική κουλτούρα αλλά δεν την μελετούν σε βάθος και συνειδητά, απαντούν συνήθως σε άλλα ερευνητικά ερωτήματα, δεν έχει γίνει ακόμα μια ενδελεχής, συστηματική μελέτη και καταγραφή των ελληνικών στρατηγικών γνωρισμάτων.

Έχουμε ψηλαφίσει τη στρατηγική μας κουλτούρα, αλλά δεν την έχουμε ακόμα ορίσει. Δεν την έχουμε κατανοήσει. Δεν την έχουμε αμφισβητήσει. Δεν την έχουμε βοηθήσει να εξελιχθεί. 

Το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει είναι η αναγνώριση της αναγκαιότητας να γνωρίσουμε και να προβληματιστούμε γύρω από τη στρατηγική μας ταυτότητα.

Το δεύτερο βήμα είναι να αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι της ελληνικής στρατηγικής κουλτούρας.

Ξέρουμε από που να αρχίσουμε: από τη γεωγραφία, την ιστορία και την εσωτερική μας πολιτική.

Διαθέτουμε σπουδαία πνευματική κληρονομιά και το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό για να το κάνουμε. Και η προσπάθεια πρέπει να είναι συλλογική.  

Δεν θα είναι καθόλου απλό να μελετήσουμε την ελληνική στρατηγική κουλτούρα. Οι λόγοι είναι πολλοί. Από τη στιγμή της γέννησης του νεοελληνικού έθνους κράτους, η επιρροή των ξένων δυνάμεων ήταν πάντα κομβική. Αυτή τη μοίρα μας όρισε η γεωγραφία μας. Τί περιθώρια είχαμε, λοιπόν, να αναπτύξουμε τη δική μας ταυτότητα;

Από την άλλη, όπως παρατηρούν συχνά οι ξένοι διπλωμάτες και αναλυτές, ο Έλληνας είναι ένα πολιτικό αγρίμι, παθιασμένος με την πολιτική και με άποψη για τα διεθνή θέματα. Πώς γίνεται αυτός απ’ όλους να μην έχει στρατηγική κουλτούρα που να αξίζει να ερευνηθεί σε βάθος.  

Δεν θα είναι εύκολο, δεν θα είναι ευχάριστο, δεν θα είναι άνευ αντιρρήσεων, διαξιφισμών και εντάσεων. Είναι, όμως, χρήσιμο, ουσιαστικό και πάνω απ’ όλα απαραίτητο. Είναι καιρός να γνωρίσουμε το ποιοι είμαστε.