Η ανάγκη ανάδειξης νέων φιλοσόφων: Μια φιλοσοφική προσέγγιση

Η φιλοσοφία είναι αντίδοτο στην απολυτότητα
|
Open Image Modal
saul landell / mex via Getty Images

 

Οι άνθρωποι συνηθίζουμε, κατά κανόνα, να επαινούμε εκλεκτούς άνδρες και γυναίκες μετά την εκδημία τους εις Κύριον. Κατειλημμένοι από την ακατανίκητη επιρροή του φθόνου στις ατομικές μας υποστάσεις, φθαρτική και της ηθικότητας, αδυνατούμε ή και δεν επιθυμούμε να διακρίνουμε εγκαίρως τους προικισμένους με ξεχωριστά πνευματικά χαρίσματα ανθρώπους και, όσο εκείνοι ζουν, εμείς τους καταδικάζουμε στην ανυπαρξία. Όταν εκείνοι πεθάνουν, σπεύδουμε να τους αποδώσουμε τιμητικούς χαρακτηρισμούς και να αναδείξουμε την σπουδαιότατη συνεισφορά τους στην πατρίδα τους ή τον κόσμο ολόκληρο. Ορθά έχει υποστηρίξει ο περιώνυμος ηθοποιός, Γιάννης Μπέζος, σε συνέντευξή του στον Τάσο Τρύφωνος, ότι οι συγκαιρινοί του Μάνου Χατζιδάκι αδιαφορούσαν για τον λόγο του, αλλά, μόλις έφυγε από την ζωή, τον θεοποίησαν.

Οι πνευματικοί άνθρωποι, η ύπατη μορφή των οποίων είναι οι φιλόσοφοι, έχουν το εγγενές χάρισμα να αναδεικνύουν, πλην των αρετών, και τα ελαττώματα των συμπολιτών τους. Το πράττουν τούτο, ακριβώς διότι είναι σε θέση, πριν απʼ όλα, να εντοπίζουν και τις δικές τους γνωστικές ή και ηθικές αδυναμίες. Οποιαδήποτε αρετολογική πρόοδος προώρισται να συντελείται πάνω στην ανηθικότητα, όπως έχω εισηγηθεί σε φιλοσοφικό σύγγραμμά μου (βλ. Σταύρος Χρ. Αναστασόπουλος, «Φιλοσοφικές Καταθέσεις», Αθήνα 2021, σελ. 198). Εν ολίγοις, η ζωή αποτελείται από αντινομικές μεταξύ τους δυνάμεις, η ύπαρξη των οποίων είναι άρρηκτα συγκερασμένη με το αντίρροπο στοιχείο και, κατʼ επέκταση, συμπληρωματική αυτού.

Η ζωή μπορεί να συλληφθεί νοητικώς από τον άνθρωπο μόνο και μόνο επειδή ο ίδιος έχει επίγνωση του επικείμενου βιολογικού τέλους του. Το δε κρύο γίνεται αντιληπτό λόγω της ζέστης και το φως λόγω του σκότους. Κατά λογική συνεπαγωγή, οποιαδήποτε απόπειρα ηθικής εξυγίανσης της κοινωνίας πρέπει να θέσει ως στιβαρό θεμέλιο του οικοδομήματός της τον αμοραλισμό.

Οι φιλόσοφοι, ως γίνεται αντιληπτό, είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε εντοπισμό της κακίας και των οιωνδήποτε σφαλμάτων στα οποία υποπίπτουν οι άνθρωποι και, ορμώμενοι από αυτά, να συγκροτούν νέα φιλοσοφική θεωρία, εμπεριέχουσα τρόπο διαβίωσης προωθητικό της προσήνειας και της φιλαλληλίας.

 Ως εκ τούτου, ο φιλόσοφος αναγκάζεται να κρίνει τους ανθρώπους, εκθέτοντας, κατʼ αυτόν τον τρόπο, και τον εαυτό του ανεπανόρθωτα και επιτρέποντας στην συλλογικότητα να του ασκήσει δριμεία κριτική. Η πλειοψηφία, με την σειρά της, προσπαθεί, συνήθως, να καταστήσει τους φιλοσόφους αδρανείς, διότι επιθυμεί να έχει εκείνη τον ηθικό έλεγχο στα πράγματα, ήτοι οι όποιες ηθικές κρίσεις να αποτελούν προϊόν συλλογικής βούλησης και όχι ατομικής.

 Στο πρόσωπο του φιλοσόφου η κοινωνία βλέπει μια ατομικότητα η οποία, διά της πολυσχιδούς διανοητικής δράσης της, διεκδικεί τον προσωπικό χώρο που φρονεί ότι της αρμόζει. Συλλογίζεται τότε ο κόσμος ότι το φιλοσοφικό υποκείμενο επιδιώκει, εν τινί μέτρω, να καταλύσει την ισχύ της συλλογικότητας. Έτσι, η κοινωνία εκβάλλει από τους κόλπους της την ατομικότητα διά της επιδεικτικής αδιαφορίας ή, κάποτε, και διά εκτόξευσης μομφών εναντίον της.

Τούτων δεδομένων, ο φιλόσοφος αναγκάζεται να απομονωθεί στην ιδιωτεία του, την εξασφαλιστική, άλλωστε, ιδανικών συνθηκών και προς παραγωγή βαθύβλυστου έργου χάρη στην απουσία αποσπαστικών της γαλήνης του υποκειμένου παραγόντων. Πειστικά επιχειρηματολογεί ο Σωκράτης στην πλατωνική «Απολογία» του, όταν διατείνεται ότι ο δίκαιος άνθρωπος οφείλει να αποφεύγει την δημόσια δράση· οποιαδήποτε εμπλοκή του σε αυτήν θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στην καταστροφή του. Στην δε «Πολιτεία» του ο Πλάτων διατυπώνει ρητά την θέση ότι ακόμα και ο πιο προικισμένος πνευματικά και εξαιρετικά σπουδαγμένος άνθρωπος δεν δύναται να επιβιώσει μέσα σε ένα πλήθος γνωμών, ενίοτε διανοητικά αδιάφορων ή και δυνητικά βλαπτικών ενός δίκαιου ατόμου.

Όπως κατανοεί κανείς, οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, απολύτως υπαρκτοί στις κοινωνίες μας, δεν θέλουν, πρεσβεύω, να βιώσουν την μοίρα του Σωκράτη. Προτιμούν, έτσι, να αφοσιωθούν στις ατομικές πνευματικές εξερευνήσεις τους, όπως θα το θέσει οξυδερκώς ο Πλάτων στην «Πολιτεία» του, παρά να επιδοθούν στην ενστάλαξη της ηθικότητας στις ψυχές των συμπολιτών τους. Άλλωστε, οποιοδήποτε διατύπωμα είναι έμπλεο πνευματικότητας χάνει μέρος της διανοητικής του αίγλης όταν κοινοποιείται στην πλειοψηφία, διότι είναι καταδικασμένο είτε να υποστεί αρνητική κριτική, είτε να παρεξηγηθεί και ερμηνευθεί με τρόπο υπεραπλουστευτικό, μη συμβαδίζοντα με τις προθέσεις του δημιουργού του. Κατά συνέπεια, οι σύγχρονοι φιλόσοφοι, τα προρρηθέντα ίσως συλλογιζόμενοι, κρατούν τις πνευματώδεις απόψεις για τον εαυτό τους.

Από την άλλη, οι νέοι λόγιοι, οι απόλυτα ικανοί και προς νοητική καθοδήγηση της κοινωνίας, έχουν χρέος να αποτυπώσουν στο χαρτί τον βαθύπλουτο στοχασμό τους, αν επιθυμούν να διεκδικήσουν τον τίτλο του φιλοσόφου. Δεν εννοώ να κοινοποιήσουν τον επιστημονικό τους τρόπο σκέψης διά της ερμηνευτικής προσέγγισης του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Kant και του Hegel· η ερμηνεία της ετερότητας είναι διαδικασία επιστημονική. Φιλοσοφία κάνουμε κατεξοχήν όταν από ερμηνευτές του άλλου στοχαστή γινόμαστε εμείς ο στοχαστής. Το φιλοσοφείν συνιστά εισήγηση αυτόβλαστη, έστω και προκύπτουσα, κάποτε, εκ των πολυποίκιλων αναγνωστικών προσλαμβανουσών μας. Η αποκλειστική, εντούτοις, ερμηνεία της ετερότητας είναι επιστήμη. Διαφορετικά και εύληπτα διατυπωμένο: το παρόν κείμενο, αν και αφορμάται από επιστημονικές γνώσεις του γράφοντος, είναι γνήσια φιλοσοφικό, ήτοι προϊόν του ατομικού στοχασμού του και όχι προσπάθεια εξήγησης των πεποιθήσεων ενός άλλου φιλοσόφου.

 Δίχως να επιθυμώ να εξάρω τις όποιες πνευματικές μου δεξιότητες (ο αυτοέπαινος δεν συμπορεύεται, εξάλλου, με το χρέος ενός φιλοσόφου να αποσκοπεί στην διαρκή του αυτοβελτίωση), έχω σαφή επίγνωση τού ότι είμαι από τους ευάριθμους της γενιάς μου που συγγράφουν φιλοσοφία. Πέρα από την ερευνητική μου ιδιότητα ως κλασικού φιλολόγου και, ορισμένως, αρχαιοελληνιστή, μια ενδότερη ανάγκη, δυσεξήγητη και άφατη, κάπως, στην ουσία της, μού υποδεικνύει την αναγκαιότητα παραγωγής προσωπικού φιλοσοφικού έργου. Αυτόν τον ενθουσιασμό μου προσπαθώ να μεταδώσω και σε άλλους νέους μέσα από αυτήν την κειμενική μου πρωτοβουλία.

 Είμαι βέβαιος ότι και άλλα άτομα της γενιάς μου όχι, απλώς, διαθέτουν εφάμιλλες ή και ανώτερες από τις δικές μου δεξιότητες, αλλά έχουν και παρόμοιες πνευματικές ανησυχίες. Τυχαίνει να γνωρίζω μερικά εξ αυτών, ευφυέστερα εμού βεβαιότατα. Ένας λόγος αποχής τους από την φιλοσοφία και, αντιθέτως, επίδοσής τους αποκλειστικά στην επιστήμη ή και την λογοτεχνία (οι της γενιάς μου παράγουν πραγματικά βαθυνόητο επιστημονικό και λογοτεχνικό έργο) είναι ότι δεν επιθυμούν να αναλάβουν το ρίσκο της φιλοσοφίας, το οποίο ανέλυσα παραπάνω. Κατανοώ την στάση τους αυτήν, η οποία, άλλωστε, αποτελεί, ενίοτε, επιγέννημα της ακατανόητα εχθρικής συμπεριφοράς που επιδεικνύει η πλειοψηφία απέναντι στους πνευματώδεις νέους. Τους αναζητά κοπιωδώς, αλλά, όταν αυτοί εμφανίζονται, για την κοινωνία παραμένουν αόρατοι και απόντες.

Στα δικά μου μάτια, η συμπεριφορά της κοινωνίας χαρακτηρίζεται από μια κατάδηλη παραδοξότητα: οι άνθρωποι σπεύδουν να ενστερνιστούν μόνο την άποψη ενός πρεσβύτερου, συνήθως ευρέως φημισμένου, ακόμα κι αν αυτή συμπίπτει απολύτως με τον συλλογισμό ενός νεότερου. Εννοώ το εξής: ενδέχεται ένας νέος να εκφράσει έναν πρωτοποριακό συλλογισμό, αλλά η κοινωνία θα ασχοληθεί με την θεώρηση αυτήν, μόνο όταν αυτή διατυπωθεί ξανά από έναν γηραιότερο και καταξιωμένο στον κλάδο του. Συμπεραίνω ότι σημασία για τους ανθρώπους δεν έχει η ποιότητα της κρίσης σου, αλλά το ποιος είσαι εσύ που προβαίνεις στην διατύπωση της άποψης αυτής. Ο κατατιθέμενος εκ του υποκειμένου στοχασμός, όσο ζείδωρος πνευματικά κι αν είναι, όσο κι αν μαρτυρεί προσωπικότητα φιλοσοφική, δεν μπορεί, δυστυχώς, να αποσυνδεθεί στα μάτια της κοινωνίας από το κατακτημένο κύρος του πνευματικού ανθρώπου, την ηλικία του, καθώς και την ποσότητα των πεπραγμένων του.

Δεν υπονοώ ότι η κοινωνία δεν εκτιμά τους νέους· εισηγούμαι, αντιθέτως, ότι οι άνθρωποι σήμερα παρέχουν στους νέους όχι όσο χώρο τους αρμόζει πραγματικά, αλλά όσο η πλειοψηφία θεωρεί ότι τους αναλογεί. Δεν αντιφάσκω εδώ, αντιθέτως υπαινίσσομαι ότι η κοινωνία έχει χρέος να επιτρέψει στους νέους λογίους να κατακτήσουν την καταξίωση που οι ίδιοι θεωρούν ότι τους αξίζει. Κάθε σοβαρός λόγιος, ακόμα και νέος, έχει την δυνατότητα να κρίνει αμερόληπτα τον εαυτό του, ακριβώς επειδή έχει αγγίξει σημαντικές διανοητικές κορυφές. Δείτε τι συμβαίνει στην επιστήμη: σήμερα, ένας συγγραφικά δραστήριος σαραντάχρονος έχει έργο που πριν από μία εικοσαετία είχαν οι εβδομηντάχρονοι. Το επίπεδο είναι, σαφώς, υψηλότερο.

Προς άρση, φυσικά, οποιωνδήποτε παρεξηγήσεων, έχω χρέος να είμαι λεκτικά σαφής. Δεν θεωρώ ότι η κοινωνία πρέπει να επιδοθεί σε άμετρο θαυμασμό των νέων πνευματικών ανθρώπων δίχως αξιολόγηση της νοητικής τους ρώμης και της ποιότητας της επιχειρηματολογίας τους. Αυτό που προτείνω είναι να δοθεί η ευκαιρία σε διακεκριμένους νέους να προβάλουν τον στοχασμό τους. Εν ολίγοις, είναι αναγκαίο οι άνθρωποι γενικότερα να τους δώσουν κίνητρο να συγγράψουν και, ακολούθως, να διαβάσουν με προσοχή τα έργα τους· οι δε δημοσιογράφοι οφείλουν να τους παρουσιάσουν δημοσίως. Αφού οι εκλεκτοί βλαστοί της σύγχρονης ελληνικής διανόησης αξιολογηθούν ως πρέπει και ως αξίζει στην ευγενή πνευματική τους δραστηριότητα, τότε ο κόσμος να αποφασίσει αν όσα εισηγούνται είναι χρήσιμα ή όχι. Προ πάντων, αν είναι βελτιωτικά της ηθικότητας των κοινωνιών ή όχι και αν είναι ικανά να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε ουσιώδη περισυλλογή.

Υπό τις παρούσες συνθήκες, εννοώ της επιδεικτικής αδιαφορίας από την πλευρά της κοινωνίας, οι νέοι άνθρωποι, παρόλο που πολλές φορές τυχαίνει να διαθέτουν την πνευματικότητα ενός εξηντάχρονου, αποσύρονται στην ιδιωτικότητά τους και αναμένουν να φτάσουν και αυτοί στην ίδια ηλικία, ώστε να εκφραστούν με παρρησία και να έχουν τύχη να εισακουστούν. Όπως ανέπτυξα και στην αρχή του κειμένου μου, η στάση αυτή της κοινωνίας είναι έκγονη του φθόνου της απέναντι στις ξεχωριστές διανοητικές φύσεις ή, απλώς, απότοκη της αντίληψης ότι ο καθένας οφείλει να περιμένει την σειρά του και να σεβαστεί ότι προηγούνται άλλοι. Αν, βέβαια, ο Πλάτων συλλογιζόταν τοιουτοτρόπως, θα συνέγραφε κατευθείαν το έργο της γεροντικής του ηλικίας, τους «Νόμους», και κανένα από τα πρώιμα ή ώριμα έργα του. Ωστόσο, αν το έπραττε αυτό, τότε δεν θα έφτανε ποτέ στο πνευματικό επίπεδο της «Πολιτείας» ή των «Νόμων». Το δε πνεύμα δεν διαφέρει από το σώμα: όπως στον στίβο δεν κερδίζει ο γηραιότερος ή πιο φημισμένος, αλλά ο καλύτερος, έτσι και στην διάνοια πρέπει να αναδεικνύεται ο ικανότερος.

Για να διαπρέψεις σε οποιονδήποτε τομέα του επιστητού, οφείλεις να αναμετρηθείς με αυτόν, σε κάποιον βαθμό και να εκτεθείς, ανάλογα πάντοτε και με την φύση του πεδίου ενασχόλησής σου. Η δε διάπραξη σφάλματος όχι, απλώς, δεν πρέπει να είναι κατακριτέα, αλλά και επιθυμητή. Ο ανθρώπινος στοχασμός είναι ρέων, αειδύναμος και δεκτικός στην ανατροπή, ώστε και να αναχθεί, κατόπιν, σε νέα πνευματικά ύψη, στην ιδανική τους μορφή ρηξικέλευθα και ανατρεπτικά των καθιερωμένων τάσεων της κοινωνίας. Αυτό δηλοί, με την σειρά του, ότι και το παρόν κείμενο δύναται να ανατραπεί συλλογιστικά, καθώς οποιαδήποτε σκέψη μας, μηδεμιάς εξαιρουμένης, εμπεριέχει εντός της σφάλμα. Επομένως, πώς να συμπαθήσουν οι άνθρωποι αυτούς τους ιδιότροπους ανθρώπους, τους φιλοσόφους, που δεν είναι ποτέ ευχαριστημένοι με τις ατομικές τους επιδόσεις και αναιρούν διαρκώς τον ίδιο τους τον εαυτό; Για τους περισσότερους, είναι αβάσταχτος αυτός ο τρόπος ζωής και ανούσιος.

 Όσο γράφω αυτό το κείμενο, το έχω ολοκληρώσει δύο φορές και, αντίστοιχα, σβήσει άλλες δύο. Αυτή είναι η τρίτη προσπάθειά μου. Είναι επαρκής; Όχι, είναι ελλιπής. Δυσκολεύομαι, μάλιστα, να αποφασίσω τι από αυτά που εκθέτω είναι ορθό και τι όχι. Η φιλοσοφία απαιτεί κάματο πνευματικό και συνεχή αναθεώρηση· οφείλουν να το αντιληφθούν οι κοινωνίες και να μην αναζητούν «ορθές» απόψεις, προκειμένου να κρατηθούν από αυτές. Ο στοχασμός είναι καταδικασμένος στην ανατροπή· σαν το αεικίνητο σύμπαν, που διαρκώς μεταβάλλεται. Η ιδιότητα που φέρει το όλον (σύμπαν) πρέπει αναγκαστικά να χαρακτηρίζει και το μέρος (άνθρωπος, δηλαδή ανθρώπινο σώμα και ανθρώπινος στοχασμός).

Η αναγκαιότητα για διάπραξη λάθους με σκοπό και την βελτίωση του υποκειμένου, γνωστική και ηθική, με οδηγεί σε ένα τελευταίο, σημαντικό ζήτημα. Οφείλουμε να επιτρέψουμε στους νέους λογίους να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους, ώστε να ανακαλύψουν τον εαυτό τους. Όταν ο πνευματικός άνθρωπος συγγράφει τα βιβλία του ή ομιλεί δημόσια, στην πραγματικότητα αναμετράται με τον ίδιο του τον εαυτό, μετράει, δηλαδή, τις δυνάμεις του στον χώρο του πνεύματος. Κανείς δεν γνωρίζει την ενδότερη ουσία μας όσο εμείς οι ίδιοι.

Οι άνθρωποι, λοιπόν, οφείλουν να υποστηρίζουν, μεν, τους νέους, να τους δίνουν τις μεστές ωριμότητας συμβουλές τους, χωρίς, όμως, να παρεμβαίνουν στο έργο τους, εννοώ με τρόπο που θα αλλοιώσει τον χαρακτήρα του. Κάποτε, ένας πασίγνωστος δημοσιογράφος μου είπε ότι έχω ωραίες αντιλήψεις, αλλά γράφω υπερβολικά σύνθετα, απαρχαιωμένα (σαν να επισημαίνεις σε αθλητή του μπάσκετ ότι κάνει πολλά άλματα· αυτή είναι η δουλειά του). Αν εκφραστώ, εντούτοις, όπως και άλλοι, τότε θα έχω χάσει αυτομάτως την ατομική πνευματική σφραγίδα μου. Έχουμε, άρα, χρέος να επιτρέψουμε στους νέους να μας προσφέρουν ό,τι μπορούν εκείνοι και όχι ό,τι θέλουμε εμείς. Πρέπει, συνεπώς, να αφήσουμε τους ανθρώπους να αναπτυχθούν όπως οι ίδιοι επιθυμούν. Όπως, εξάλλου, εύστοχα το διατυπώνουν και οι άνθρωποι της τηλεόρασης, «αν δεν είναι της αρεσκείας σου, άλλαξε κανάλι».

Φανταστείτε το ως εξής: δεν μπορείς να ζητήσεις από έναν αθλητή των κρίκων να αγωνίζεται όπως οι δρομείς (κάτι τέτοιο είναι εκ φύσεως αδύνατον· στο μεν πρώτο άθλημα αιωρείσαι, στο δε δεύτερο τρέχεις). Αντίστοιχα, αν ο Πλάτων έγραφε ιστορία και ο Θουκυδίδης φιλοσοφία, θα ήταν άνθρωποι διαφορετικοί σε σχέση με αυτούς που γνωρίζουμε εμείς. Επομένως, από την στιγμή που έχουμε την ευχέρεια να διαλέξουμε αυτό που ταιριάζει στην πνευματική ιδιοσυστασία μας, βρίσκουμε μέσα από μια πληθώρα κειμένων αυτό που μας εκφράζει και δεν γυρεύουμε να προσαρμόσουμε τους άλλους στα δικά μας θέλω.

Προτρέπω, συμπερασματικά, τους νέους λογίους της χώρας μας να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στο φιλοσοφείν, να κοινωνήσουν, άρα, στην πλειοψηφία τον πολυδύναμο πνευματικά στοχασμό τους, τον εμπνευστικό, άλλωστε, και ενάρετης διαβίωσης. Ιδίως στην εποχή της ταχείας ανάγνωσης των πάντων, της υπερβολικά ρηχής ενασχόλησης με οτιδήποτε, οφείλουμε να συστήσουμε εκ νέου στους συμπολίτες μας την μεθοδικότητα στην σκέψη και την ανάγκη για διαρκή ανατροπή των αντιλήψεών μας. Η φιλοσοφία είναι αντίδοτο στην απολυτότητα — επιγέννημα της οποίας είναι η πνευματική ανελευθερία — που τόσο μαστίζει τις κοινωνίες μας. Κι αν κάποιοι θέλουν να ζήσετε την ζωή όπως αυτοί φαντάζονται για εσάς, μην τους το επιτρέψετε.

 

 

Αφιερώνω το κείμενό μου αυτό στην μνήμη του προσηνούς πατέρα μου, Χρήστου Αναστασόπουλου, ηθοποιού του «Θεάτρου Τέχνης» επί Κ. Κουν και εκλεκτού ράφτη, και του καλού μου φίλου, Νίκου Μάστορα, διακεκριμένου εκπροσώπου της ελληνικής χορωδιακής μουσικής και ανθρώπου ηθικού.