Η ανάγκη να έχουν οι γιατροί ενσυναίσθηση

Οι δεξιότητες επικοινωνίας με τους ασθενείς είναι μέρος του επαγγέλματός τους
|
Open Image Modal
Patricio Nahuelhual via Getty Images

Το παρόν άρθρο γράφεται με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του υποψήφιου βουλευτή γιατρού για τους ασθενείς στο τελικό στάδιο του καρκίνου και όχι ως τοποθέτηση στο συγκεκριμένο συμβάν, το οποίο άλλωστε έχει ήδη σχολιαστεί αρκετά και είχε και την πολιτική του εξέλιξη. Το περιστατικό αυτό είναι μια πολύ καλή αφορμή για να αναδειχθεί ένα θέμα, που είναι ιδιαίτερα σημαντικό στον χώρο της υγείας. Κατά πόσο εκπαιδεύονται οι γιατροί στην ενσυναίσθηση και στην επικοινωνία με ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, που πρόκειται να πεθάνουν ή και ασθενούν ελαφρά;

«Πόσο θα διαρκέσει το χειρουργείο;», ρώτησε με αγωνία ένας φίλος μου τον κορυφαίο γιατρό που σε λίγες μέρες θα του έκανε ένα χειρουργείο αφαίρεσης οργάνου.

«Γιατί; Έχεις να πας κάπου;», ήταν η απάντηση του.

Δεν γνωρίζω τον συγκεκριμένο άνθρωπο και δεν μπορώ να ξέρω αν το «αστειάκι» του ήταν καλοπροαίρετο ή στυγνά αναίσθητο. Όμως, μέσα στην άσκηση του επαγγέλματός του θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται και η επικοινωνία του με τους ασθενείς τους. «Δεν είναι, όμως, όλοι έτσι», μου είπε ο φίλος μου. «Δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω στο νοσοκομείο, αν δεν είχα την υποστήριξη μιας νοσηλεύτριας, που μου έδωσε δύναμη».

Το επάγγελμα του γιατρού είναι ένα επάγγελμα με πολύ μεγάλη εξουσία, ίσως τη μεγαλύτερη. Ακόμη κι ένας πρωθυπουργός λυγίζει ταπεινά απέναντι στον γιατρό, που πρόκειται να του ανακοινώσει αν του συμβαίνει κάτι σοβαρό ή τι πρέπει να κάνει για να σωθεί. Όταν αυτή η εξουσία συνδυάζεται με πλήρη έλλειψη εκπαίδευσης σε δεξιότητες επικοινωνίας ή με έλλειψη ταπεινότητας και ενσυναίσθησης, μπορεί πραγματικά να έχει πολύ μεγάλο ψυχικό κόστος για τους ασθενείς και τους συγγενείς τους. Ενσυναίσθηση, για όποιον δεν γνωρίζει, είναι η ικανότητά μας να κατανοούμε τον άλλον, να μπαίνουμε στη θέση του, χωρίς ωστόσο να ταυτιζόμαστε απόλυτα μαζί του χάνοντας έτσι τον εαυτό μας. 

Επειδή πλέον γνωρίζουμε πόσο σημαντικός είναι ο ψυχολογικός παράγοντας για την εξέλιξη κάποιας ασθένειας, τελικά μια τέτοια στάση από τον γιατρό δεν τον βοηθά να θεραπεύσει αυτό που θέλει να θεραπεύσει. Έρευνες δείχνουν ότι η ενσυναίσθηση του γιατρού μπορεί να μειώνει το άγχος και τη δυσφορία των ασθενών με αποτέλεσμα καλύτερα διαγνωστικά και κλινικά αποτελέσματα. Κοινώς, η ανθρωπιά δίνει ελπίδα και τη διάθεση να φροντίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και να αγωνιστούμε.

Φυσικά δεν πρέπει να αναπαράγουμε εδώ στερεότυπα, όπως «οι κακοί γιατροί», «οι κλέφτες γιατροί», «οι αναίσθητοι γιατροί». Πρώτον, γιατί οποιοδήποτε τέτοιο στερεότυπο αδικεί υπερβολικά ανθρώπους που αγωνίζονται μια ζωή για να προσφέρουν στους άλλους. Δεύτερον, γιατί μια τέτοια πολεμική δεν οδηγεί σε καμία πρόταση και σε καμία λύση. Το ζητούμενο είναι πώς θα βελτιωθεί ένα σύστημα, το οποίο αδικεί και τους ασθενείς και πολλές φορές και τους ίδιους τους γιατρούς. Ειδικά, αν μιλάμε για την Ελλάδα του σήμερα και το διαλυμένο σύστημα υγείας της, που τους εξοντώνει.

Είχα την τύχη να παρακολουθήσω μόλις τελείωσα το Πανεπιστήμιο στο Νοσοκομείο Μεταξά ένα σεμινάριο για το θέμα αυτό και δεν θα ξεχάσω τα όσα είπε ένας ψυχίατρος, οποίος μάλιστα είχε οργανώσει εκεί ομάδες υποστήριξης για γυναίκες ασθενείς με καρκίνο, που τότε ήταν πολύ πρωτοποριακό. Ακριβώς τα ίδια άκουσα πριν λίγα χρόνια και από έναν άλλο ψυχίατρο, που είχε εργαστεί για δεκαετίες σε ογκολογικό νοσοκομείο της Αθήνας. Είναι συχνό οι γιατροί που εργάζονται στα ογκολογικά νοσοκομεία να μην ξέρουν πώς να μιλούν στους ασθενείς και στους συγγενείς τους. Είναι βιαστικοί, δείχνουν να μην καταλαβαίνουν τον πόνο τους, πολλές φορές θεωρούνται «ψυχροί» ή «αναίσθητοι».

Πριν βιαστούμε να θεωρήσουμε όλους τους γιατρούς κακούς χαρακτήρες, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος, που πρέπει να λάβουμε υπόψη. Οι γιατροί αυτοί είναι άνθρωποι και καλούνται να εργάζονται δίπλα στην ασθένεια και στον θάνατο για ατέλειωτες ώρες. Η ευθύνη τους είναι πολλές φορές τρομακτική. Δεν έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα από τα πανεπιστήμια στο πώς να συνομιλούν με ασθενείς και πάνω από όλα δεν έχουν στον επαγγελματικό τους χώρο και οι ίδιοι την υποστήριξη που χρειάζεται. Μερικές φορές αυτή η αποσύνδεση από τον πόνο τούς κάνει να μπορούν να λειτουργούν. Για να είναι αποτελεσματικοί οι γιατροί σε τέτοια νοσοκομεία, θα πρέπει να υποστηρίζονται από ψυχίατρο ή ψυχολόγο, θα πρέπει να έχουν έναν χώρο όπου θα μπορούν να εκφράζουν το άγχος τους, τη θλίψη τους, τη ματαίωσή τους, τις ενοχές τους, τον θυμό τους, την εξάντλησή τους. Να βοηθηθούν, ώστε να έχουν αυτογνωσία και πάνω από όλα να κατανοούν ότι δεν είναι θεοί παντοδύναμοι, μια ιδέα που μπορεί να τους κάνει είτε αλαζόνες, είτε πολύ ενοχικούς. 

Φυσικά, σε μια χώρα όπου δεν υπάρχουν καν γιατροί ή κρεβάτια στα νοσοκομεία μπορεί να ακούγεται αφελής μια τέτοια πρόταση. Εκείνοι, όμως, που ασχολούνται με την υγεία, θα πρέπει κάποια στιγμή να κατανοήσουν ότι η σωματική και η ψυχική υγεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Όσο ενισχύει κανείς θετικά ψυχικές διαστάσεις των ανθρώπων, τόσο πιο καλά αποτελέσματα θα υπάρχουν και στις σωματικές με όλα τα επακόλουθα, δηλαδή λιγότερες θεραπείες, λιγότερες νοσηλείες και άρα λιγότερα κόστη. Δεν είμαι φυσικά η κατάλληλη για τέτοιους σχεδιασμούς, όμως ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί αν βοηθήθηκε ουσιαστικά από μια συνάντηση με έναν καλό γιατρό, που έδειχνε να νοιάζεται, που τοποθετήθηκε ως σύμμαχός του και όχι ως μια εξουσία που ξέρει τα πάντα, που ταυτίζει το άτομο με τη νόσο και που μιλά για τον ασθενή χωρίς τον ασθενή.

Άλλωστε τα έχει πει όλα ο πατέρας της Ιατρικής, ο Ιπποκράτης με μια φράση μόνο.

«Ουκ ένι ιατρικήν είδέναι, όστις μη οίδεν ό τι εστίν άνθρωπος.»

 

Είναι αδύνατο να ξέρει την ιατρική αυτός που δεν ξέρει ακριβώς τι είναι ο άνθρωπος.

 

Σχετικά επιστημονικά άρθρα: