Η αναζήτηση της αλήθειας δεν συμβαδίζει με την ασυλία του Άρθρου 86 του Συντάγματος

Περισσότεροι από 1.400.000 πολίτες έχουν υπογράψει απαιτώντας την κατάργηση των διαβόητων διατάξεων του άρ. 86 . Ουδείς έχει το δικαίωμα να τους αγνοήσει.
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Το άρ. 86 του Συντάγματος καθιερώνει πρωτοφανή προνομιακή μεταχείριση για τα μέλη των κυβερνήσεων, η οποία αρμόζει μάλλον σε μοναρχία ή ολιγαρχία, παρά σε δημοκρατικό πολίτευμα. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 86 παρ.1, 2 και 3, δεν επιτρέπεται να διενεργηθεί ούτε καν προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων που διετέλεσαν ή διατελούν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους χωρίς απόφαση της βουλής, η οποία λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών.

Εξίσου ενδεικτική ως προς την καθεστωτική νοοτροπία είναι και η διατύπωση και του άρ. 4 του νόμου περί ευθύνης υπουργών, δηλαδή της νομοθεσίας που εξειδικεύει την συνταγματική διάταξη του άρ. 86: Ο σχετικός ν. 3126/2003, όχι μόνο επιβάλλει στην δικαστική εξουσία και κάθε άλλη αρχή, αν κατά την διεξαγωγή διοικητικής ή ποινικής έρευνας προκύψουν στοιχεία τα οποία έχουν σχέση με αξιόποινες πράξεις μελών κυβερνήσεων, να διαβιβάσουν «αμελητί» τα στοιχεία αυτά στην βουλή, αλλά ορίζει ότι εκείνος που διεξάγει την έρευνα δεν επιτρέπεται καν να προβεί σε αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου που έχουν σχέση με την ενδεχόμενη ποινική ευθύνη των εν λόγω προσώπων (άρ. 4 παρ.4)!

Για όσους σχετίζονται με την νομική επιστήμη και τα στάδια της ποινικής διαδικασίας είναι γνωστό ότι για την καταδίκη κάποιου προσώπου απαιτείται βεβαιότητα, για την παραπομπή του ως κατηγορουμένου σε ποινική δίκη απαιτούνται ισχυρές ενδείξεις ενοχής, ενώ για την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον του αρκούν ικανές ενδείξεις ότι είναι πιθανό να τέλεσε το αδίκημα. Η προκαταρκτική εξέταση είναι η αρχική έρευνα προ όλων των παραπάνω σταδίων την οποία διενεργεί ο εισαγγελέας μόλις περιέρχεται σε αυτόν έγκληση, μήνυση, αναφορά, ή οποιαδήποτε άλλη πληροφορία «για να κρίνει αν πρέπει να ασκήσει ποινική δίωξη» (άρ. 30 ΚΠΔ), ήτοι, για να αποφασίσει εάν υπάρχουν, όχι ισχυρές, αλλά –έστω- κάποιες ενδείξεις ότι τελέστηκε κάποιο αδίκημα, ώστε να αποδοθεί σε κάποιο πρόσωπο η ιδιότητα του κατηγορουμένου. Σύμφωνα με το άρ. 51 ΚΠΔ, η μοναδική περίπτωση να απορριφθεί η έγκληση από τον εισαγγελέα χωρίς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης είναι «να μην στηρίζεται στον νόμο», να είναι «προφανώς αβάσιμη στην ουσία της» ή να είναι «ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης».

Εάν όμως προκαταρκτική εξέταση είναι το εντελώς αρχικό στάδιο της ποινικής διαδικασίας που αποφασίζεται απαρέγκλιτα σε κάθε περίπτωση που περιέρχεται στις αρχές η πληροφορία ότι υπάρχει έστω και ελάχιστη πιθανότητα διάπραξης κάποιας αξιόποινης πράξης εκτός εάν είναι προφανώς αβάσιμη, ή εάν αυτή η πληροφορία περιλαμβάνει πράξεις που δεν ορίζονται ως αξιόποινες στο νόμο ή εάν αφορά γεγονότα που δεν είναι καν επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης, τότε, η απόφαση της Βουλής που απαγορεύει την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης αναφορικά με πρόσωπα του άρ. 86 του Συντάγματος ισοδυναμεί με άρνηση έστω και της παραμικρής έρευνας που θα αποδείκνυε εάν υπάρχουν έστω και ελάχιστες ενδείξεις ότι τα πρόσωπα αυτά είναι πιθανόν να διέπραξαν κάποιο ποινικό αδίκημα.

Ειδικά για τα εγκλήματα που σχετίζονται με το φοβερό δυστύχημα των Τεμπών , ο Πρωθυπουργός, η Κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν την αναζήτηση της αλήθειας και ότι πρέπει να αφεθεί η Δικαιοσύνη να ολοκληρώσει την έρευνα και να τελέσει το έργο της. Ας πάψει όμως η υποκρισία. Όπως ορθά επισήμανε και η ευρωπαία εισαγγελέας που διερευνά τα αδικήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, η αλήθεια όσον αφορά τα πρόσωπα που διετέλεσαν μέλη κυβερνήσεων για τα αδικήματα των Τεμπών δεν είναι δυνατόν να αναζητηθεί όσο υπάρχει η διάταξη του άρ. 86 που απαγορεύει στην Δικαιοσύνη έστω και την ελάχιστη έρευνα και όσο η Βουλή δεν επιτρέπει ούτε καν προκαταρκτική εξέταση για να κριθεί εάν υπάρχουν ενδείξεις εναντίον τους.

Οι διατάξεις περί ευθύνης υπουργών θεσπίστηκαν για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία στο Σύνταγμα του 1864 ως δικαίωμα της Βουλής, δηλαδή των εκπροσώπων του λαού, να ελέγχει, να κατηγορεί και να οδηγεί ενώπιον της δικαιοσύνης τα μέλη της κυβέρνησης που διορίζονταν από τον Βασιλέα. Ωστόσο, μετά την κατάργηση της μοναρχίας δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης και εκφυλίστηκε, από θεσμός που τέθηκε χάριν των συμφερόντων του λαού, σε μνημείο ποινικής ασυλίας και ανισότητας προς όφελος μίας νέας ολιγαρχίας. Ειδικά δε οι διατάξεις που απαγορεύουν ακόμη και την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για μέλη κυβερνήσεων χωρίς απόφαση της Βουλής θεσπίστηκαν για πρώτη φορά κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 και μάλιστα με συντριπτική πλειοψηφία, γεγονός που πρέπει να αποτελεί όνειδος για το πολιτικό σύστημα.

Πλέον, περισσότεροι από 1.400.000 πολίτες έχουν υπογράψει απαιτώντας την κατάργηση των διαβόητων διατάξεων του άρ. 86 του Συντάγματος μέσω της επόμενης συνταγματικής αναθεώρησης. Ουδείς έχει το δικαίωμα να τους αγνοήσει.

 ****

Χρήστος Λυντέρης, δικηγόρος, διδάκτωρ νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μέλος της Πρωτοβουλίας για ριζική συνταγματική αλλαγή