Η αναζήτηση του Πολίτη.

Πόλις, Πολίτης, Πολιτική, Πολιτεία, Πολιτισμός
Open Image Modal
via Associated Press

*Στις επερχόμενες εκλογές, όπως σε όλες τις εκλογές, όλοι επικαλούνται την ωριμότητα του Πολίτη και υπενθυμίζουν την υποχρέωσή του να ασκήσει το μέγιστο και αυτονόητο Πολιτικό του δικαίωμα. Το δικαίωμα της Ψήφου. Κι αυτό γιατί σε μία δημοκρατική Πολιτεία ο Πολίτης θεωρείται το κύτταρο του Πολιτεύματος, αφού οι Πόλεις είναι οργανωμένες πάνω στις ανάγκες και στην ελεύθερη βούληση των Πολιτών, κατά το « Άνδρες γαρ Πόλις…». Εξάλλου αυτό επιτάσσει και ο Πολιτικός Πολιτισμός.

      **Πόλις, Πολίτης, Πολιτεία, Πολίτευμα, Πολιτική, Πολιτισμός: Μία οικογένεια λέξεων που αλληλονοηματοδοτούνται, αλληλοτροφοδοτούνται και συνθέτουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο επωάζεται και ανθοφορεί η  Δ η μ ο κ ρ α τ ί α.

     ***Το άρθρο που ακολουθεί συνιστά μία άλλη προσέγγιση του χθεσινού θέματος στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών στις Πανελλήνιες Εξετάσεις.

        

 “Ταύτα μεν δη ωμολόγηται, ω Γλαύκων, τη μελλούση άκρως οικείν  πόλει…βασιλέας δε αυτών είναι τους εν φιλοσοφία τε και προς τον πόλεμον  γεγονότας αρίστους”(Πλάτων, “Αθηναίων Πολιτεία”).

Ο Πλάτων περιγράφοντας το τέλειο πολίτευμα συναρτά αυτό με την “αριστεία” τόσο στην φιλοσοφία όσο και στον πόλεμο.

“ Χρώμεθα  γαρ πολιτεία ου ζηλούση τους των πέλας νόμους” (Θουκυδίδης, “Περικλέους Επιτάφιος”).

Ο Περικλής στον “Επιτάφιό”  του υπερηφανεύεται πως το πολίτευμα της Αθήνας δεν ζηλεύει τους νόμους των άλλων (αυτονομία). Ένα άλλο στοιχείο για το οποίο επαίρεται ο Περικλής είναι και η βάση του πολιτεύματος. 

“Και όνομα μεν διά το μη ες ολίγους αλλ’ ες πλείονας οικείν δημοκρατία κέκληται”.

Ο περίφημος ορισμός της δημοκρατίας προβάλλει εμφαντικά τον κυρίαρχο ρόλο των πολλών-πλειοψηφίας έναντι των ολίγων-μειοψηφίας. Ένα άλλο στοιχείο της εξιδανικευμένης δημοκρατίας κατά τον Περικλή είναι και αυτό της ελευθερίας που διέπει τις σχέσεις του πολίτη με την πολιτεία –κοινά.

“Ελευθέρως δε τα τε προς το κοινόν  πολιτεύομεν και ες την προς αλλήλους των καθ ημέραν επιτηδευμάτων υποψίαν” (Περικλέους Επιτάφιος)..

Οι Αθηναίοι μπορούσαν ταυτόχρονα μέσα σε κλίμα ελευθερίας να ασχολούνται τόσο με τα κοινά όσο και με τις καθημερινές-ιδιωτικές τους υποθέσεις. Άμεσα ή έμμεσα ο Θουκυδίδης δίνει μία απάντηση για την ταυτότητα του ιδανικού πολίτη αλλά και του πλαισίου μέσα στο οποίο μπορεί να ζήσει και να λειτουργήσει ως ενεργό υποκείμενο ο πολίτης.

“δήλον ότι  πρότερον ο πολίτης  ζητητέος. Η γαρ πόλις πολιτών τι πλήθος εστίν “ (Aριστοτέλης, “Πολιτικά”).

Στον παραπάνω προβληματισμό του Αριστοτέλη αλλά και στο παρακάτω ερώτημά του “ώστε τίνα χρη  καλείν  πολίτην και τις ο πολίτης” ίσως ο Θουκυδίδης να δίνει την καλύτερη απάντηση με την εμβληματική θέση:

“ Ένι τε τοις αυτοίς οικείων άμα και πολιτικών επιμέλεια, και ετέροις έτερα προς έργα τετραμμένοις  τα πολιτικά  μη ενδεώς γνώναι. Μόνοι γαρ τον τε μηδέν τωνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ αχρείον νομίζομεν”( Περικλέους Επιτάφιος).

Για τον Περικλή, λοιπόν, ο ιδανικός πολίτης σε μία δημοκρατία είναι αυτός που γνωρίζει και φροντίζει τόσο τα ιδιωτικά του θέματα όσο και τα δημόσια-κοινά. Για τον αθηναίο πολιτικό ο “απράγμων” –φιλήσυχος είναι “άχρηστος”.

To ιδανικό πρότυπο του πολίτη το καταγράφει και ο Πρωταγόρας προβάλλοντας το αρνητικό πρότυπο, τον άνθρωπο - ι δ ι ώ τ η.  Στον Homo  Politicus αντιπαραθέτει ως αρνητικό πρότυπο τον Homo idiot.

“Ει μέλλει πόλεις είναι ουδένα δει ιδιωτεύειν”.

Ανάλογη είναι και η θέση του Ανδοκίδη για τις ευθύνες και το πρότυπο του ιδανικού πολίτη ως αναγκαίας προϋπόθεσης για την πρόοδο και εξέλιξη των πόλεων.

“Διά μεν γαρ των ιδίων επιμελουμένους ουδέν οι πόλεις μείζους καθίστανται, δια δε τους των κοινών μεγάλαι  γίγνονται”.

Ο Αριστοτέλης διερωτάται για τις αναγκαίες  προϋποθέσεις για να θεωρηθεί κάποιος πολίτης “ ο δε πολίτης ου τω οικείν που πολίτης εστίν”(Πολιτικά).Ως αναγκαία προϋπόθεση λαμβάνει την συμμετοχή του πολίτη στην βουλευτική και δικαστική εξουσία.

“Tις μεν ουν ο πολίτης, εκ τούτων φανερόν, ω γαρ εξουσία κοινωνείν αρχής βουλευτικής και κριτικής”(Πολιτικά)  

Οι πόλεις προοδεύουν όταν οι πολίτες συμμετέχουν ενεργά στις υποθέσεις της πόλης, ενώ αντίθετα οι πόλεις μένουν “στάσιμες” όταν οι πολίτες απέχουν από τα κοινά και “ησυχίαν άγουν” για πολλούς λόγους. Την απραγμοσύνη και την ησυχία του πλήθους-πολιτών την καταδικάζει φανερά ο Θουκυδίδης τόσο στον Επιτάφιο του Περικλή όσο και στις διαδικασίες της απόφασης για την Σικελική εκστρατεία.

“Ει τω άρα και μη ήρεσκε, δεδιώς  μη  αντιχειροτονών  κακόνους δόξειεν είναι τη πόλει  ησυχίαν  ήγεν”.

Ο Θουκυδίδης, δηλαδή, είδε καθαρά πως η απραξία-ησυχία του λαού λόγω του φόβου να μην φανεί “κακόνους” (κακός πατριώτης) οδήγησε σε λανθασμένη απόφαση που ήταν και η αρχή του τέλους της αθηναϊκής ηγεμονίας. Ένα άλλο γνώρισμα των πολιτών-λαού είναι και η ευκολία με την οποία βρίσκουν το “φταίξιμο” στους ταγούς της εξουσίας, όπως εύστοχα επισημαίνει στις “ Ικέτιδες” ο Αισχύλος (στίχος 474).

Κατ αρχής γαρ φιλαίτιος  λεώς”.

H πόλις,  λοιπόν, και τα  συνδηλούμενα- παράγωγά της, πολίτης και πολιτεία, συνιστούν όχι μόνον μία οικογένεια  ομόρριζων  εννοιών αλλά κι ένα πλαίσιο θεσμών που ιστορικά φωτίζουν την πολιτική διαδρομή του ανθρώπου. Γι αυτό η πόλις με τα παράγωγά της απασχόλησε τόσο τους ιστορικούς όσο και τους ποιητές και φιλοσόφους. Κι αυτό γιατί η “πόλις” καθίσταται κατανοητή ως έννοια και θεσμός μόνον ως σχέση συνεργασίας-συνύπαρξης μεταξύ της αγοράς (δημόσιος χώρος) και του λαού-κατοίκων-πολιτών ,αλλά και όλων εκείνων που κατέχουν την αρχή-εξουσία.

“Άνδρες γαρ πόλις και ου τείχη, ουδέ νήες ανδρών κεναί” (Θουκυδίδης,Η-77).

Τα παραπάνω λόγια συνιστούν όχι απλά έναν ορισμό της πόλης αλλά και μία προτροπή του Νικία προς τους στρατιώτες του για επίδειξη δύναμης και γενναιότητας. Γιατί η πόλη ανήκει στους πολίτες και όχι στην εξουσία κάποιου ηγεμόνα βασιλιά, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Αίμων στον πατέρα του τον Κρέοντα.

“ Πόλις γαρ ουκ έσθ’, ήτις  ανδρός εσθ  ενός “(Αντιγόνη).

Η παραπάνω θέση του Αίμονα προσδιορίζει και τα όρια της εξουσίας αλλά και τα καθήκοντα των πολιτικών προς την πόλη-λαό. Φυσικά το έργο-καθήκον των πολιτικών δεν εξαντλείται στο ελάχιστον, όπως αυτό περιγράφεται στα “Πολιτικά” του Αριστοτέλη.

“του δε πολιτικού και του νομοθέτου πάσαν ορώμεν  την πραγματείαν  ούσαν  περί πόλιν”( Έργο του πολιτικού και του νομοθέτη είναι η φροντίδα της πόλης).

Ο Θουκυδίδης ορίζει με σαφήνεια τους κινδύνους για την πόλη και τους πολίτες που πηγάζουν από τους άρχοντες. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στον λαϊκισμό αυτών( η ηδονή των λόγων)

 “ τρισίν τοις  ξυμφορωτάτοις τη αρχή, οίκτω, και ηδονή λόγων και επιείκεια”.

 O οίκτος, η ηδονή λόγων και η επιείκεια είναι τα τρία επιβλαβή πράγματα για την πολιτεία. Γι αυτό οι Αθηναίοι θέσπισαν την υποχρεωτική λογοδοσία των αρχόντων πριν το στεφάνωμα-επευφημία.

«στεφανούν τον υπεύθυνον “επειδάν λόγον και ευθύνας της αρχής δω”»

Συναφή με τα καθήκοντα του πολιτικού-άρχοντα είναι και τα λόγια του Αγάθωνα.

“ Τον άρχοντα τριών δει μεμνήσθαι. Πρώτον ανθρώπων άρχει. Δεύτερον ότι κατά νόμους άρχει. Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει”.

Ο άρχοντας-πολιτική εξουσία, δηλαδή, πρέπει να έχει κατά νουν τρία πράγματα: Πρώτον ότι διοικεί ανθρώπους. Δεύτερον ότι διοικεί σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας και τρίτον ότι δεν  είναι αιώνιος άρχοντας.

Ο ίδιος ο Όμηρος αναφέρει δια στόματος  Γλαύκωνα, προς τον Έκτορα (Ιλιάδα,Ρ 144).

Φράζεο  νυν, όπως και πόλιν και άστυ σαώσεις” .

Ωστόσο, ο Ευριπίδης καταγγέλλει την επιθετικότητα και αρπακτικότητα κάποιων ηγεμόνων που στο όνομα της εξουσίας τους καταλαμβάνουν ξένες πόλεις. Αποτέλεσμα αυτής της αρπακτικότητάς τους η καταστροφή τους.

“μώρος δε θνητών όστις εκπορθεί πόλεις,/ ναούς τε τύμβους θ,ιερά των κεκμηκότων,/ ερημία δους αυτός ώλεθ’ ύστερον” ( Τρωάδες,95-97).

Την αλληλεπίδραση Πόλης και Πολιτών την αποδίδει με ακρίβεια ο Θουκυδίδης (Β60), τονίζοντας την ανάγκη μιας ευημερούσας πόλης για την σωτηρία-ευδαιμονία των πολιτών. 

″Εγώ γαρ ηγούμαι πόλιν  ξύμπασαν  ορθουμένην τους ιδιώτας ή καθέκαστον   των πολιτών ευπραγούσαν, αθρόαν  δε σφαλλομένην. Καλώς μεν φερόμενος ανήρ το καθ εαυτόν διαφθειρομένης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχών δε εν ευτυχούση πολλώ μάλλον διασώζεται” . 

Μία πόλις ,δηλαδή, ωφελεί τα άτομα περισσότερο όταν αυτή ακμάζει στο σύνολό της, παρά όταν ευτυχεί ο κάθε ένας ατομικά, η δε πόλις δυστυχεί. Γιατί κάθε πολίτης που ευτυχεί ως άτομο, αν καταστραφεί η πατρίδα του, συμπαρασύρεται ασφαλώς στην καταστροφή, ενώ ο δυστυχών σε ευτυχούσα πατρίδα έχει μεγαλύτερη ελπίδα σωτηρίας.

Στα ύστερα χρόνια και ιδιαίτερα στο Βυζάντιο η πόλη ως έννοια και θεσμός ταυτίστηκε με την  Κωνσταντινούπολη που για 1000 χρόνια δέσποζε ως χώρος (πολιτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, οικονομικά..). Η κατάληψή της από τους Τούρκους συνοδεύτηκε από θρήνου αλλά και από την ιστορική απάντηση του Παλαιολόγου στον Μωάμεθ Β΄.

“Το δε την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ άλλου των κατοικούντων ενταύθα” // “ Εάλω η Πόλις”.

Η πόλη κατέστη σύμβολο και έτυχε ευρείας αναφοράς από πολλούς λογοτέχνες με κορυφαίο το ποίημα του Κ. Καβάφη “ Η Πόλις”. Σε αυτό αποτυπώνεται η στενή σχέση Πολίτη και Πόλης  και υπόρρητα δηλώνεται το αίσθημα του εγκλωβισμού που βιώνει ένας άνθρωπος που θέλει να αλλάξει τόπο και ζωή. Γνωρίζει ,ωστόσο, πως αυτό είναι ανέφικτο αφού η πόλη θα τον ακολουθεί παντού. Στο ποίημα διατυπώνονται οι διαψεύσεις όλων των προσδοκιών του ανθρώπου αλλά και αδυναμία-αποτυχία του να απαλλαγεί από το παρελθόν και τα λάθη του.

         « Είπες “ Θα πάγω σ άλλη γη, θα πάγω σ άλλη / θάλασσα./ Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή./ Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι / γραφτή…../ Η πόλις θα σε ακολουθεί”».