Έχουμε αναφερθεί αλλού στην εποποιία των εξεγέρσεων των Κρητικών ενάντια στους Ενετούς, από το 1208 και μετά. Η τελευταία απόπειρα ήταν η «συνωμοσία του Σήφη Βλαστού», στις περιοχές Χανίων και Ρεθύμνου, το 1454. Ο Βλαστός καταγόταν από τη μία των δώδεκα ευγενών οικογενειών της νήσου (nobili Cretesi) ενώ άλλοι γνωστοί συνωμότες ήταν ο Γεώργιος Καλλέργης και ο ιερεύς Παύλος Καλύβας. Η «συνωμοσία», την οποία επέσπευσε η πρόσφατη συνθήκη της Βενετίας με τον Σουλτάνο, σκόπευε να εκδιώξει τους Ενετούς και να εγκαθιδρύσει ελληνική ηγεμονία στην Κρήτη, από την δυναστεία των Παλαιολόγων. Όμως η κίνηση προδόθηκε και οι αρχηγοί θανατώθηκαν, η δε απόφαση του Συμβουλίου των Δέκα στη Βενετία αναφέρει ότι οι ιερωμένοι «κατασκεύασαν πλαστή επιστολή του Αυτοκράτορα» (quia fabricaverunt litteras falsas Imperatoris), γεγονός από το οποίο συνάγεται, σημειώνει ο Μ. Μανούσακας, ότι η αφετηρία της κίνησης χρονολογείται προ της Αλώσεως.
Μετά το 1453, όμως, όταν έχει οριστικά σβήσει το Βυζάντιο, οι επαναστατικές απόπειρες θα περιοριστούν δραστικά και η αντίθεση των Ελλήνων με τους Ενετούς θα μεταφερθεί κατ’ εξοχήν στο θρησκευτικό πεδίο –όπου η ορθοδοξία θα κυριαρχήσει κατά κράτος έναντι του καθολικισμού– στην οικονομία, τον πολιτισμό, τη γλώσσα. Παρότι οι αγροτικοί πληθυσμοί, που υπέκειντο στο βάρβαρο φεουδαλικό καθεστώς των γαιοκτημόνων και τη φορολογία, παρέμεναν εχθρικοί απέναντί στους Ενετούς, στις πόλεις, και μέσα από την θρησκευτική και γλωσσική «ελληνοποίηση» μεγάλου αριθμού λατίνων θα διαμορφωθεί ένας ιδιαίτερος κρητικός πολιτισμός που είχε εντάξει στο ελληνικό και ορθόδοξο υπόστρωμα πολλά στοιχεία της ιταλικής Αναγέννησης.
Η παραμονή της Κρήτης υπό ενετική διοίκηση αποτελούσε διαρκές σκάνδαλο για την Τουρκία που ήθελε να ελέγξει το σύνολο της Ανατολικής Μεσογείου και θα προσπαθήσει να αφαιρέσει αυτό το αγκάθι από το μαλακό της υπογάστριο. Ο Κρητικός Πόλεμος διήρκεσε 25 χρόνια (1645-1669) το δε θέατρο των επιχειρήσεων αγκάλιασε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. Οι Οθωμανοί εν τέλει απέσπασαν την Κρήτη από τους Ενετούς, οι οποίοι έπαψαν να αποτελούν ευρωπαϊκή δύναμη πρώτης γραμμής, ωστόσο, ο πόλεμος εξάντλησε και τους Τούρκους και πολλοί τον θεωρούν ως την πραγματική απαρχή της παρακμής τους, παρότι η έσχατη πολιορκία της Βιέννης θα λάβει χώρα το 1683.
Οι Οθωμανοί, το καλοκαίρι του 1645, αποβιβάστηκαν με μεγάλες δυνάμεις στα δυτικά του νησιού, και ως το 1648 κατόρθωσαν να το θέσουν υπό τον έλεγχό τους, εκτός από τον Χάνδακα και ορισμένα οχυρά. Μεγάλο μέρος των αγροτών τηρούσε στάση αναμονής ενώ, αντίθετα, οι κάτοικοι του Ηρακλείου συμμετείχαν σε πολιτοφυλακή 14.000 ατόμων. Ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, συγγραφέας του «Κρητικού Πολέμου», αποτυπώνει αυτή την αμφιθυμία: «Ἀπὸ κακὸ σ’ χειρότερο ἐπέσασιν οἱ μαῦροι/Καὶ δεν κατέχουσι νὰ ποῦ(ν), /Τοῦρκοι εἶν’ καλλιὰ ἢ Φράγκοι.» Γι’ αυτό και τα δύο μέρη προσπαθούν να προσεταιριστούν τους Έλληνες, και οι μεν Τούρκοι, διορίζουν τον μοναχό της μονής Αρκαδίου, Νεόφυτο Πατελλάρο, μητροπολίτη Κρήτης, οι δε Βενετοί καλούν στην Κρήτη τον έκπτωτο Οικουμενικό Πατριάρχη, Ιωαννίκιο Β΄.
Τον Μάιο του 1648, άρχισε η πολιορκία του Χάνδακα, από τις πλέον μακροχρόνιες στην παγκόσμια ιστορία (κράτησε 21 χρόνια), στην οποία συμμετείχαν πολεμιστές από πολλές χώρες, –εθελοντές και μισθοφόροι–, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και τη Γερμανία, η δε Ισπανία έστειλε τρόφιμα και οκτώ γαλέρες. Με τη συμμετοχή και των Ελλήνων, η σύγκρουση προσέλαβε έναν γενικευμένο χαρακτήρα αντιπαράθεσης ισλάμ και χριστιανοσύνης – ο λόγιος κληρικός, Γεράσιμος Βλάχος, εμψυχώνει τους κατοίκους και συμμετέχει στις μάχες με το σπαθί στο χέρι, με αποτέλεσμα να τον επικηρύξουν οι Τούρκοι.
Παράλληλα, εκδηλώνονται επαναστατικές κινήσεις στη λοιπή Ελλάδα. Το 1647, οι Αρβανίτες του Αργολικού Κόλπου επιτίθενται στον τουρκικό στόλο, το 1659 ξεσηκώνονται οι Μανιάτες και μαζί με τον Μοροζίνι επιτίθενται στην Καλαμάτα, το 1664· ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Νικηφόρος ζητάει στρατό και όπλα από τον δόγη, μια και οι 60.000 Έλληνες του νησιού εύκολα θα μπορούσαν να νικήσουν τους 5.000 Τούρκους.
Οι επιπτώσεις των τουρκο-περσικών πολέμων και, κυρίως του κρητικού, επιδείνωσαν την κατάσταση των Ελλήνων, αυξάνοντας τους εξισλαμισμούς, τις μετοικήσεις και τις μεταναστεύσεις. Ο Ευγένιος Γιαννούλης γράφει:
Τὰ κοινὰ νῦν τῆς Θετταλίας καὶ Ἑλλάδος ἀτυχήματα, καὶ τὰ σφοδρὰ πνεύματα καὶ τὰ φονικὰ ἐκ τοῦ ταρτάρου κάτωθεν πεμπόμενα… Πολλοὺς εἰς φυγὴν ἀπιδεῖν ἠνάγκασαν καὶ ὧδε κἀκεῖσε μετακινεῖσθαι ὡς ὑπὸ τῶν σφοδρῶν πνευμάτων τὰ φύλλα τῶν δένδρων.
Το 1666, ανώνυμος από τη Βέροια διεκτραγωδεί τα δεινά των χριστιανών όταν ο βεζίρης Κιοπρουλής, που εξεστράτευε εναντίον της Κρήτης, πέρασε από τη Θεσσαλονίκη και τη Λάρισα, υποβάλλοντας τους κατοίκους σε φορολογική αφαίμαξη και σε διωγμούς, ενώ ο γιος του γκρεμίζει εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη και εμποδίζει την ανακαίνισή τους.
Τὰ ὅσα ἐπέρασαν οἱ χριστιανοὶ ἀδυνατῶ γράψαι… καθ’ ἡμέραν φυλακωμένοι, ὑβρισμένοι, ὠνειδισμένοι, δαρμένοι καὶ καθολικὰ πεθαμένοι· καὶ ὁ θεὸς να γένῃ ἵλεως νὰ μᾶς λυπηθῇ νὰ ἀγαθύνῃ τὰ ἔθνη τὰ καταπάνω μας.
Την ίδια περίοδο εξισλαμίζονται οι Λαζοί και ένα μεγάλο μέρος των Ποντίων, ιδιαίτερα μετά το 1665, όταν διώκονται οι Έλληνες της Τραπεζούντας και η μητρόπολη της πόλης μεταβάλλεται σε τζαμί. Πολλοί βρήκαν τον θάνατο, ενώ εγκατέλειψαν τον Πόντο και εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι οικογένειες Υψηλάντη, Μουρούζη, Ρίζου, Καρατζά κ.λπ..
Στις 4 Νοεμβρίου 1666, αποβιβάστηκε στην Κρήτη ο μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλής, εγκαινιάζοντας την τελευταία δραματική φάση της πολιορκίας. Οι απώλειες ήταν τρομακτικές, ο Αθ. Κομνηνός Υψηλάντης υπολογίζει σε 200.000 τακτικούς στρατιώτες τις απώλειες των Τούρκων, εκτός από τους εθελοντές και τις 400.000 που πέθαναν από ασθένειες. Αν αυτοί οι αριθμοί μοιάζουν υπερβολικοί, αντίθετα είναι υποεκτιμημένοι εκείνοι που παραδίδουν οι ίδιοι οι Τούρκοι (137.116), ενώ και οι απώλειες των αμυνόμενων υπολογίζονται σε 100.000 άτομα. Τεράστιες ήταν και οι δαπάνες: οι Ενετοί δαπάνησαν πάνω από 100 εκατομμύρια βενετικά χρυσά, ενώ ο Κιοπρουλής ξόδεψε πάνω από 700.000 χρυσά νομίσματα μόνο σε αμοιβές για τους λιποτάκτες του φρουρίου ή για τα κεφάλια που του έφερναν οι στρατιώτες του.
Τελικά, οι αμυνόμενοι συνθηκολογούν και, στις 16 Σεπτεμβρίου 1669, εγκαταλείπουν την πόλη μαζί με την πλειοψηφία των κατοίκων. Με δραματικούς τόνους ο Μπουνιαλής περιγράφει την παράδοση της, την 8 Σεπτεμβρίου 1669:
Στοὺς χίλιους ἑξακόσιους ἐννέα καὶ ἑξήντα,[ ]
εἰς τὰς ὀκτὼ τοῦ Σεπτεβριοῦ τὸ Κάστρο τοῦ ’χα δώσῃ,
τὸν φημισμένον Χάνδακα, ὁποῦ χαθῆκαν τόσοι,
και φύγασι Χριστιανοί, τὴ Χώρα ἀρνηθῆκαν,
K’ οἱ Τοῦρκοι μέσα ’μπήκανε κι’ ὁλόφκαιρη τὴ ’βρῆκα.
Ο κρητικός πόλεμος δεν αποτέλεσε το τέλος των επαναστατικών αποπειρών που υποδαυλίζονταν από τους Ενετούς. Όταν η Τουρκία επιχείρησε να καταλάβει τη Βιέννη, το 1683, συγκροτήθηκε μια ακόμα «χριστιανική» συμμαχία και οι Ενετοί κυρίευσαν τη Λευκάδα, την Πρέβεζα και την Άρτα ενώ, υπό τον Μοροζίνι, διενεργούν επιδρομές στον βορειοελλαδικό χώρο. Άνεμος εξέγερσης πνέει στη Στερεά, στα Άγραφα και την Ευρυτανία, Επτανήσιοι εντάσσονται εθελοντικά στον ενετικό στρατό και ο Αναστάσιος Γόρδιος, σε δύο επιγράμματα, χαιρετίζει τον Μοροζίνι ως απελευθερωτή της Ελλάδας.
Ωστόσο οι Ενετοί, συμπεριφέρονται ως κατακτητές, με συνέπεια να αποξενωθούν από μεγάλο μέρος του πληθυσμού: Το 1687, όταν κυριεύουν την Αθήνα, 3.000 κάτοικοι καταληστεύονται από τους μισθοφόρους, μία βόμβα καταστρέφει τον ανέπαφο Παρθενώνα, ενώ στην Πελοπόννησο, όπου σημειώνουν πολλές νίκες, μισθοφόροι –κυρίως Σκλαβούνοι– λιποτακτούν, σχηματίζουν συμμορίες και καταληστεύουν τους πληθυσμούς. Ο Μ. Τζάνες Μπουνιαλής διεκτραγωδεί τη μοίρα των Ελλήνων:
Κ’ ἔχουν διπλᾶ τὰ βάσανα, πτωχιὰν πολλὴν καὶ πεῖναν…
Ἄν στέκουν μὲ τσ’ Ἀγαρηνοὺς ἤ μὲ τοὐς Φράγκους λάχουν,
εἰς ὅποια χέρια τύχουσι τοῦτα οἱ Ρωμαῖοι τά ’χουν.(Κρ. Π., 261-262)
Σε αυτόν τον πόλεμο θα διακριθεί και ο περιβόητος πειρατής και «κοντοτιέρος», Λυμπεράκης Γερακάρης, δρώντας άλλοτε μαζί με τους Τούρκους και άλλοτε εναντίον τους, πριν πεθάνει φυλακισμένος στη Μπρέσια, το 1695.
Ο επίλογος του δεκαεξάχρονου πολέμου γράφεται με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (26 Ιανουαρίου 1699), ανάμεσα σε Βενετία, Αυστρία, Πολωνία και Ρωσία, από τη μια μεριά, και τον σουλτάνο από την άλλη. Στον πόλεμο, οι Οθωμανοί έχασαν όλες τις περιοχές που είχαν κατακτήσει μετά το 1526, παραχώρησαν το μεγαλύτερο μέρος της Ουγγαρίας, την Τρανσυλβανία και τη Σλαβονία στην Αυστρία, η Ποδολία πέρασε στην πολωνο-λιθουανική Κοινοπολιτεία και η Δαλματία, ο Μοριάς, η Αίγινα, η Λευκάδα στους Ενετούς.
Εν τούτοις, μετά τον έβδομο και τελευταίο ενετο-τουρκικό πόλεμο (1714-1718), με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718), οι Τούρκοι, παρότι είχαν ηττηθεί και συρρικνώθηκαν εδαφικά, ανέκτησαν την Πελοπόννησο. Σημαντικό στοιχείο της συνθήκης αποτέλεσαν οι διομολογήσεις, με τις οποίες επετράπη στους υπηκόους και των δύο κρατών να εμπορεύονται ελεύθερα, προνόμιο που έσπευσαν να εκμεταλλευθούν οι Έλληνες – η δε Συνθήκη του Βελιγραδίου (1739) επέτρεψε στους Μακεδόνες να αποκτούν αυστριακή υπηκοότητα, διατηρώντας το δικαίωμα να εμπορεύονται στην οθωμανική επικράτεια. Έτσι θα λάβουν οριστικά τέλος οι προσδοκίες συνδρομής από τους Ενετούς και τα βλέμματα θα στραφούν προς Βορράν, προπαντός προς την ομόδοξο Άρκτο.
Οι διαρκώς διαψευδόμενες προσδοκίες των Ελλήνων είχαν ήδη πείσει τους πιο οξυδερκείς να πάψουν να ελπίζουν σε εξωτερική βοήθεια. Το 1619, στο βιβλίο του επισκόπου Μυρέων Ματθαίου, «Ἑτέρα ἱστορία τῶν κατὰ τὴν Οὐγγροβλαχίαν τελεσθέντων», ίσως και με αφετηρία το τραγικό τέλος του Διονυσίου Τρίκκης, διαγράφεται μια ριζικά διαφορετική ιδεολογία. Ο Ματθαίος οικτίρει τους «Έλληνες» (Ὦ πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων –στ. 2360), που περιμένουν τη σωτηρία από τους ξένους και τους ψευδοχρησμούς:
2328 Οὐαὶ σ’ ἐμᾶς, ἀφέντη μου, μὲ τὴν ὀλίγην γνῶσι,
ὁπ’ ἔχομεν τὸ θάρρος μας μέσα εἰς τὴν Σπανίαν,
κ’ εἰς τὰ χοντρὰ τὰ κάτεργα ποὺ ’ναι ’ς τὴν Βενετίαν,
νὰ ἔλθουσι μὲ τὸ σπαθὶ τὸν Τοῦρκον νὰ σκοτώσουν,
νὰ πάρουν τὸ βασίλειον κ’ ἐμᾶς νὰ μᾶς τὸ δώσουν·
2335 Ἐλπίζομεν εἰς τοὺς χρησμούς, ’ς τὲς ψευδοπροφητεῖες,
Καὶ τὸν καιρὸν μας χάνομεν ’ς τὲς ματαιολογίες,
Εἰς τὸν βορρᾶν ’ς τὸν ἄνεμον ἔχομεν τὴν ἐλπίδα,
2338 Νὰ πάρουν ἀπὸ πάνω μας τοῦ Τούρκου τὴν παγίδα.
[1] Βλέπε ΓΚ IV, σσ. 164-171.
[2] J.W. Zingeisen, Geschichte des Osmanischen Reiches in Europa, τ. 4, Γκότα 1856, σ. 623· Μ.Ι. Μανούσακας, Η εν Κρήτη συνομωσία του Σήφη Βλαστού (1453-1454) και η νέα συνομωτική κίνησις του 1460-1462, Αθήναι 1960, σσ. 26-51.σσ. 35-36.
[3] Βλέπε ΓΚ IV, σσ. 164-171 και ενθ. τόμος Γ΄.
[4] Βλ. Ι. Χασιώτης, «Ο Κρητικός πόλεμος και η εποποιία της πολιορκίας του Χάνδακος», στο ΙΕΕ, τ. Ι΄, σσ. 351· Στέφανος Κακλαμάνης (επιμ.), Ο Κρητικός Πόλεμος, Από την ιστορία στη λογοτεχνία, ΕΚΙΜ, Ηράκλειο 2008· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, ό.π., τ. Γ΄, σσ. 483-525· Αγαθάγγελος Ξηρουχάκης (επιμ.), Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669): Η συλλογή των ελληνικών ποιημάτων Ανθίμου Διακρούση, Μαρίνου Ζάνε, Τεργέστη 1908· Στέφανος Ξανθουδίδης, Επίτομος Ιστορία της Κρήτης, Αθήνα, 1909· Βασίλειος Ψιλάκης, Ιστορία της Κρήτης, τ. Α΄-Γ΄, Χανιά, 1899-1909· Θεοχάρης Δετοράκης, Ιστορία της Κρήτης, Ηράκλειο 1990, σσ. 251-270.
[5] Κ. Μέρτζιος, «Νέαι ειδήσεις περί Κρητών», ΚΧ 2, 1948, σσ. 282-283, 285-287.
[6] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 504-506· Κ. Μέρτζιος, «Ανέκδοτος επιστολή του Αρχ. Κύπρου Νικηφόρου (1664) προς τον δόγην της Βενετίας διά την απελευθέρωσιν της Κύπρου», ΠΑΑ 33, 1958, σσ. 253-256.
[7] Σ. Ευστρατιάδης, «Επιστολαί Ευγενίου Ιωαννουλίου Αιτωλού», Ελληνικά, τ. 8, 1935, σ. 287.
[8] Ν.Β.Χ., «Χρονικά σημειώματα», ΔΙΕΕΕ, τ. 4 (1892-1895), σσ. 694-696.
[9] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ τ. Γ΄, ό.π., σσ. 511-512 και Σ. Σκοπετέας, «Οι Υψηλάνται», Αρχείον Πόντου, 20, 1955, σσ. 150-240.
[10] Αθ. Κομνηνός Υψηλάντης, Τα μετά την Άλωσιν, 1453-1789, Κων/πολις 1870, σ. 163· Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σ. 524· Θεοχ. Δετοράκης, Ιστορία…, ό.π., σ. 270.
[11] Απ. Βακαλόπουλος, ΙΝΕ, τ. Γ΄, ό.π., σσ. 511-512.
[12] Βλ. Αγ. Ξηρουχάκης (εκδ.), Ο Κρητικός Πόλεμος, ό.π., σσ. 579-580.
[13] Γεώργιος Ζώρας, Βυζαντινή ποίησις, Αετός, ΒΒ, αρ. 1, Αθήνα ά.χ., σσ. 207-208.