Έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε προγενέστερη μελέτη μας σε ορισμένες μάλλον αγνοημένες μορφές του ελληνισμού, στον Λευκάδιο Λουδοβίκο Σωτήρη και στον καταγόμενο από την Πρέβεζα, Λαυρέντιο Αλίανδρο ενώ ο Εμ. Πρωτοψάλτης, ο Σπύρος Ασδραχάς και η Ρόδη Σταμούλη εισήγαγαν πρόσφατα μια νέα μορφή στο πάνθεον των Πρεβεζάνων επαναστατών, τον επίσης Λευκάδιο, Ευστάθιο Παρούσιο ή Σταθάκη Παρούση.
Η σημαντικότερη μορφή του πολέμου 1787-1792, μετά τον Κατσώνη, ήταν ο Λευκάδιος «ιατροφιλόσοφος», ταγματάρχης Λουδοβίκος (Λουΐζος) Σωτήρης (1727-1820). Ο Σωτήρης, που είχε σπουδάσει ιατρική στην Ιταλία και την ασκούσε στα Γιάννενα, μεταβλήθηκε σε «επαγγελματία επαναστάτη» όταν έφτασε στην Πελοπόννησο ο Αλέξιος Ορλώφ, τον οποίο έσπευσε να συναντήσει. Έκτοτε, η ζωή και η δράση του θα δεθούν άρρηκτα με τη Ρωσία, με τα επαναστατικά κινήματα καθώς και με τους αγώνες των Σουλιωτών. Έχοντας ως επίκεντρο της δράσης του την Πρέβεζα, συνδέθηκε για πρώτη φορά με τους Σουλιώτες, το 1770, όταν ανέλαβαν εγγράφως την υποχρέωση να κινηθούν κατά των Τούρκων. Και παρότι η αποτυχία των Ορλώφ στην Πελοπόννησο άφησε μετέωρο το σχετικό διάβημα, στρατολόγησε 800 άνδρες για τον ρωσικό στόλο, οι οποίοι μεταφέρθηκαν στην Πάρο, όπου βρισκόταν το κέντρο του στόλου. Στο Αιγαίο έδρασε κατά το 1770 και 1771 ενώ, το 1772, οργάνωσε τάγμα Μακεδόνων από τριακόσιους άνδρες που διακρίθηκε στην πολιορκία της Βηρυτού. Το 1774, στρατολόγησε στην Κωνσταντινούπολη πάνω από 300 Έλληνες τους οποίους έστειλε στην Κριμαία. Στη Ρωσία, έφθασε στον βαθμό του ταγματάρχη και, μετά το 1780, εγκατεστάθη στην Ιταλία.
Όταν άρχισε ο νέος πόλεμος, το 1787, ανεδείχθη στον σημαντικότερο στρατολόγο πληρωμάτων για τους στολίσκους του Κατσώνη και του Λορέντζι. Πάλι από την Πρέβεζα, ανανέωσε την επαφή του με τους Σουλιώτες και, τον Σεπτέμβριο του 1788, έφθασε στο Σούλι όπου, τον Μάρτιο του 1789, ένδεκα οπλαρχηγοί δήλωσαν εγγράφως ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «Νὰ κινήσωμε πόλεμον καθολικὸν ἐναντίον τῶν ἀγαρηνῶν εἰς τὴν Ρούμελην ἀπάνου».
Κατά τον πρώτο πόλεμο του Αλή εναντίον των Σουλιωτών, συναντάμε ένα ακόμα πρόσωπο του οποίου ο ρόλος δεν έχει ακόμα διερευνηθεί ικανοποιητικά. Πρόκειται για τον «Λορέντζο Αλίανδρο», ο οποίος, στα έγγραφα της ανάκρισης του Ρήγα από τους Αυστριακούς, αναφέρεται ως «Laurentio Aliandro». Μερικοί ερευνητές έχουν επισημάνει τη σχέση του με τον Βελεστινλή στα 1797, σχέση ιδιαίτερα στενή, μια και αναφέρεται ως ο άνθρωπος στον οποίο θα κατέληγε το επαναστατικό υλικό του Ρήγα, που θα αποστελλόταν από την Τεργέστη στην Πρέβεζα. Επί πλέον, ήταν ένα πρόσωπο ανοικτά αναμεμειγμένο στις επαναστατικές κινήσεις της εποχής, στο πλευρό των Γάλλων, στην κατεχόμενη από αυτούς Πρέβεζα, ώστε ο Ρήγας να τον αναφέρει στους ανακριτές του ως τον αυθεντικό συγγραφέα του Στρατιωτικού Εγκολπίου και δύο επαναστατικών ύμνων. Τωόντι, ο Ρήγας υποστηρίζει πως τα χειρόγραφα των κειμένων που βρήκαν οι Αυστριακοί στην κατοχή του δεν ήταν παρά αντίγραφα των πρωτότυπων κειμένων που είχαν συνταχθεί από τον Αλίανδρο.
Παραμένει μέχρι σήμερα αδιευκρίνιστο το γεγονός εάν ο Ρήγας αναφέρθηκε στον Αλίανδρο ως συγγραφέα του Στρατιωτικού Εγκόλπιου, του Ύμνου πατριωτικού και του Τι καρτερείτε φίλοι και αδελφοί, απλώς για να παραπλανήσει τους ανακριτές του, μια και τα χειρόγραφα που βρέθηκαν, σύμφωνα με τους Αυστριακούς ανακριτές, ήταν γραμμένα από τον ίδιο, ή αν πράγματι ο Αλίανδρος είχε συμμετάσχει, εν μέρει ή εν όλω, στη συγγραφή τους. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ανατρεπόταν εντελώς το ίδιο το σχήμα της απόπειρας του Ρήγα και η εκδοχή μιας ευρύτερης επαναστατικής οργάνωσης, με διασυνδέσεις που φθάνουν εμμέσως μέχρι το Σούλι, θα ισχυροποιούνταν καθοριστικά.
Λίγα χρόνια πριν, στις επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του πολέμου των «τριών Ιμπερίων» θα τον συναντήσουμε, ήδη το 1789, ως «οφφικιάλον ορκωμένον της βασιλείας καπετάν Λορέντζο Αλεάνδρι», δηλαδή αξιωματικό της Ρωσίας που είχε στρατολογηθεί μαζί με πολλούς άλλους καπετάνιους από τον Λουδοβίκο Σωτήρη, το 1788. Κατά τη διάρκεια των τετράμηνων επιχειρήσεων των Σουλιωτών, την Άνοιξη του 1789, εναντίον του Αλή πασά, ο Λορέντζο Αλεάνδρι ηγείται ενός σώματος 118 νεοσυλλέκτων, που στάλθηκε από τον Σωτήρη προς επικουρίαν των Σουλιωτών.
Ο Σωτήρης χρησιμοποιεί τον επίσης Λευκάδιο, Σταθάκη Παρούση (c1745-1815), για σαράντα ή πενήντα χρόνια υποπρόξενο της Γαλλίας στην Πρέβεζα, ως ενδιάμεσο για την επαφή με τους Σουλιώτες και τους αρματολούς των γειτονικών περιοχών, κατά τον πόλεμο 1788-1792. Ο Παρούσης βρισκόταν στο Σούλι στις 3 Μαρτίου του 1789, κατά την υπογραφή του συνυποσχετικού για τη συμμετοχή των ορεσίβιων πολεμιστών στο επαναστατικό εγχείρημα:
Ἐγὼ Εὐστάθιος Παρούσιος καὶ ἐπιτροπικὸς φανερώνω καὶ ὁμολογῶ ὅτι οἱ ὄπισθεν βοῦλες καὶ ὑπόσκεσες ἔγιναν ἐνώπιόν μου καὶ εἶναι οἱ αὐτὲς τῶν αὐτῶν καπεταναραίων καὶ ὑπογραφὲς των.
Και πάλι, στις 29 Ιουλίου 1789, σε επιστολή των Σουλιωτών, ο Παρούσης εμφανίζεται ως ο έμπιστος «καθολικὸς τους ἐπίτροπος» ενώ, και σε νέα επιστολή, μετά τη μεγάλη τετράμηνη σύγκρουση με τις δυνάμεις των Τούρκων, το 1789, ο Σταθάκης υπογράφει για να επιβεβαιώσει το γνήσιό της ως «ἐπιτροπικὸς πάντων τῶν ὀρκωμένων ἐν τῇ ξηρᾷ».
Ο Παρούσης, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, συμμετείχε στα Ορλωφικά και όντως βρισκόταν στην Πελοπόννησο από το 1767, ο δε Ασδραχάς υποθέτει πως πιθανόν δρούσε ήδη ως επαναστατικός ανταποκριτής του Σωτήρη.
Η δραστηριότητα του Αλίανδρου ή του Παρούση καταδεικνύει αδιαμφισβήτητα πως τα ίδια άτομα συνεργάζονται άλλοτε με τους Ρώσους, όπως κατά την περίοδο των ρωσοτουρκικών πολέμων, και άλλοτε με τους Γάλλους, όταν αυτοί εμφανίζονται ως αντίπαλοι των Οθωμανών – σε πλήρη διάσταση με το σχήμα που επιδιώκει να κατασκευάσει μια τυπολογία «ρωσόφιλων» συντηρητικών, σε αντίθεση με τους «γαλλόφιλους» διαφωτιστές. Σε όλες τις περιπτώσεις, η επιλογή των Ελλήνων στηρίζεται κατ’ εξοχήν σε κριτήρια «εθνικού συμφέροντος» και όχι ιδεολογικής προτίμησης – όπως εξάλλου θα το διατυπώσει τόσο καθαρά ο Κοραής. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις του Αλίανδρου και του Παρούση, οι εναλλαγές των ρόλων καταπλήσσουν: Ο Παρούσης, παρότι πρόξενος της Γαλλίας για δεκαετίες, συμμετέχει πρωταγωνιστικά σε όλα τα επαναστατικά κινήματα που υποκινούνται από τους Ρώσους· ο δε Αλίανδρος, «οφφικιάλος ορκωμένος» των Ρώσων, συμμετείχε επιγενέστερα στη «γαλλική» επαναστατική κίνηση και ήταν στενός συνεργάτης του Ρήγα. Παράλληλα είναι και οι δύο –όπως και ο νεώτερός τους, Περραιβός– στενότατα συνδεδεμένοι με τους Σουλιώτες, ήδη από την εποχή των Ορλωφικών. Και όμως, επιχειρείται να αποσιωπηθεί η συμμετοχή των Σουλιωτών στα επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων.
Ο Σπύρος Ασδραχάς είναι ένας από τους πρώτους, που συσχετίζει τη δράση του Αλιάνδρου, στη διάρκεια του πολέμου των τριών Ιμπερίων, ως αξιωματικού των Ρώσων, με το κίνημα του Ρήγα. Παράλληλα, η Ρόδη Σταμούλη, μετά από εκτενή έρευνα στα αρχεία της Πρέβεζας για τα χρόνια 1741-1830, και εν μέρει της Λευκάδας, διερεύνησε την οικογενειακή και κοινωνική κατάσταση του Αλεάνδρη, που αρχίζει να αναδύεται έτσι από την ιστορική αφάνεια, μαζί με άλλες μορφές, όπως ο Σταθάκης Παρούσης, ο Αλέξανδρος Βαλεντίνης, ο ιερομόναχος Ιωσήφ Γκινάκας. Ο τελευταίος, γνωστός από τη συνεργασία του με τον Λουδοβίκο Σωτήρη και τη συμμετοχή του στο επαναστατικό κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη, ακολούθησε, με άλλους τέσσερις Πρεβεζάνους, τον Γεώργιο Ανδρούτσο στη φυγή του προς το Σπαλάτο, όπου οι Ενετοί θα τον συλλάβουν, θα τον παραδώσουν, μαζί με τον Ανδρούτσο και τον Σουλιώτη Πάνο Τζίρα, στους Τούρκους οι οποίοι θα τον φυλακίσουν στην Κωνσταντινούπολη και θα απελευθερωθεί μόνο μετά από παρέμβαση των Ρώσων.
Η αντίσταση των Ελλήνων από το 1453 έως το 1821 του Γιώργου Καραμπελιά από το βιβλίο του 1821, Η Δυναμική της Παλιγγενεσίας
[1] Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, «Η επαναστατική κίνησις…», ό.π.· ΓΚ VI,σσ. 63-68.
[2] Βλ. ΓΚ VI, σσ. 29, 30, 33, 65-67, 70· Ρόδη Σταμούλη, «Συμβολή στην προσωπογραφία του Ιονίου· Η οικογένεια Αλεάνδρη και ο ανταποκριτής του Ρήγα, Λαυρέντιος (18-19)», ΜΝΕ, τ. 7, Αθήνα 2004, σσ. 227-292.
[3] Σπύρος Ασδραχάς, «Σταθάκης Παρούσης (c. 1745-1815), ένας συνεργάτης του Λουδοβίκου Σωτήρη», Πατριδογραφήματα, ΕΛΜ, Αθήνα 2003, σσ. 129-150· Ρ. Σταμούλη, «Πολιτικές κινητοποιήσεις των Πρεβεζάνων μετά τον “χαλασμό” (1798-1801)», ΜΝΕ, τ. 6 , 2000, σσ. 312-319.
[4] Παντελής Κοντογιάννης, Οι Έλληνες…, ό.π.,σσ. 23-29.
[5] Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, «Η επαναστατική…», ό.π., σσ. 121-123. Βλέπε ΓΚ VII, σ. 37.
[6] Αιμ. Λεγράνδ-Σπ. Λάμπρου, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή και των συν αυτώ μαρτυρησάντων εκ των εν Βιέννη Αρχείων εξαχθέντα, Αθήνα 1891, ΕΕΜΦΒΡ, Αθήνα 2000, σ. 67.
[7] ΓΑΚ (Συλλογή Βλαχογιάννη ΣΤ΄ 11, Αρχείον Σωτήρη, αρ. 23, 66) και Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, «Η επαναστατική κίνησις…», ό.π.,σσ. 68-69.
[8] Αρχείον Σωτήρη, αρ. 28, 66· Εμμ. Πρωτοψάλτη, «Η επαναστατική…», ό.π., σσ. 73, 77-78.
[9] Σπύρος Ασδραχάς, «Σταθάκης Παρούσης…», ό.π., σσ. 129-130.
[10] Βλ. Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, «Η επαναστατική κίνησις…», ό.π., σσ. 121-122.
[11] Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτης, «Η επαναστατική κίνησις…», ό.π., σσ. 125-126.
[12] Pouqueville, Voyage de la Grèce, τμ. 4, Παρίσι 1826, σ. 297, σημ. 1: «Ευστάθιος Παρούσης, γεννήθηκε στη Βοστίτσα του Μοριά, σύντροφος εν όπλοις του πατέρα Κολοκοτρώνη, του Ανδρίτσου και εκείνων που πραγματοποίησαν την εξέγερση του 1770 στο Μοριά, προξενικός πράκτορας της Γαλλίας για διάστημα μεγαλύτερο από μισό αιώνα, πέθανε στην Πρέβεζα στις 18 του Οκτώβρη 1815». Ο Ασδραχάς υποστηρίζει ότι είναι ανακριβής η αναφορά στη σχέση του με τον Ανδρούτσο και αμφίβολη εκείνη με τον Κ. Κολοκοτρώνη (Σ. Ασδραχάς, Πατριδογραφήματα, ό.π., σ. 372).
[13] Βλ. παρακάτω σχετικά με τον Ρήγα και τον Κοραή.
[14] Βλ. Ρόδη Σταμούλη, «Συμβολή στην προσωπογραφία του Ιονίου· Η οικογένεια Αλεάνδρη και ο ανταποκριτής του Ρήγα, Λαυρέντιος (18-19)», ΜΝΕ, τ. 7, Αθήνα 2004, σσ. 227-292. Βλέπε συναφώς και Νικόλας Βερνίκος, Βόνιτσα, Ιστορικά κείμενα 1700-1800, ΕΕ, Αθήνα 2012 και του ιδίου, Βόνιτσα, Ιστορικά κείμενα 1800-1812, ΕΕ, Αθήνα 2014.
[15] Βλ. Ρόδη Σταμούλη, «Πολιτικές κινητοποιήσεις των Πρεβεζάνων…», ό.π.,σσ. 312-319.