Αναμφίβολα, και με μια πρώτη ματιά, ο τουρισμός μας πήγε καλά φέτος, πολύ καλά, για την ακρίβεια. Ανέκαμψε, όπως έχει δείξει ιστορικά, ότι μπορεί να κάνει μετά από σημαντικές κρίσεις, και ξαναμπήκε στην εντυπωσιακή τροχιά που βρισκόταν προ πανδημίας, με συνολικά έσοδα που πλησιάζουν, και αναμένεται να ξεπεράσουν, αυτά του 2019, χρονιάς ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό.
Με μια δεύτερη ματιά, όμως, πιο προσεκτική, μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο τουρισμός γενικότερα, παίρνει σταδιακά τη μορφή ενός «προϊόντος» το οποίο τείνει να απευθύνεται όλο και σε πιο λίγους.
Ενδεικτικό είναι, ότι πάνω από 38 εκατ. πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αδυνατούν να πάνε μία εβδομάδα διακοπές το χρόνο, για οικονομικούς λόγους.
Αν δούμε το εξωτερικό περιβάλλον της τουριστικής «βιομηχανίας», οι αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών σε διεθνές επίπεδο, τόσο η πρόσφατη υγειονομική, όσο και οι εκάστοτε πολιτικές, οι οποίες μεταφράζονται και σε οικονομικές και κοινωνικές, έχουν οδηγήσει και συνεχίζουν να οδηγούν, σε αύξηση του κόστους ζωής και σε παράλληλη συρρίκνωση των εισοδημάτων.
Στο εσωτερικό περιβάλλον, δε, το οποίο και επηρεάζεται άμεσα από το εξωτερικό, παρατηρούνται σημαντικές αυξήσεις σε όλη την γκάμα των τουριστικών «προϊόντων» και υπηρεσιών, από τα αεροπορικά και ακτοπλοϊκά εισιτήρια, έως και τη διαμονή και διατροφή.
Όσον αφορά την Ελλάδα συγκεκριμένα, είναι πλέον από τους ακριβότερους, αν όχι ο ακριβότερος, τουριστικός προορισμός στη Μεσόγειο. Μάλιστα, ο τρόπος προσέγγισης της τουριστικής ανάπτυξης σε δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων που δίνει έμφαση στον τουρισμό πολυτελείας, παρατηρείται σε πολλές περιοχές της χώρας, με τη διαφορά ότι οι πολύ υψηλές τιμές δεν συμπίπτουν με την προσφερόμενη ποιότητα.
Εν ολίγοις, σε μια εποχή όπου μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού διεθνώς δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στα βασικά έξοδα της καθημερινής διαβίωσης, οι διακοπές ξαναγίνονται είδος πολυτελείας, όπως, άλλωστε, ήταν και μέχρι περίπου τα μέσα του 20ου αιώνα. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η λεγόμενη «δημοκρατικοποίηση» του τουρισμού (η πρόσβαση, δηλαδή, στις διακοπές μιας ολοένα και αυξανόμενης μερίδας του πληθυσμού) αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης των συγκοινωνιών και διεθνών μεταφορών, και της παράλληλης βελτίωσης του βιωτικού επιπέδου στις δυτικές κοινωνίες, μεταπολεμικά, αρχίζει, μάλλον, να περιορίζεται σημαντικά.
Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, η οικονομική ανάπτυξη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις σημαντικές διαφορές ως προς τους ρυθμούς της, μεταξύ πλούσιου Βορρά και φτωχού Νότου, είχε σημαντικό θετικό αντίκτυπο στα επίπεδα διαβίωσης των λαών. Σήμερα, αντιθέτως, η οικονομική ανάπτυξη δεν μεταφράζεται σε κάτι αντίστοιχο, αλλά στη συσσώρευση του πλούτου στους λίγους. Ήδη πριν τις δύο τελευταίες διεθνείς κρίσεις, αυτή της πανδημίας και της ενεργειακής, αντίστοιχα, στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ, το χάσμα μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών είχε φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριάντα ετών.
Με τα σημερινά δεδομένα και σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, δεν διαφαίνεται βελτίωση στο βιωτικό επίπεδο, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον, κάτι που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και χώρες με ισχυρές οικονομίες, όπως η Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών, αλλά και σε κακές πρακτικές, σχετικές τόσο με την αισχροκέρδια, όσο και με την άνιση κατανομή του πλούτου, οι οποίες διαιωνίζονται.
Όσον αφορά τον ελληνικό τουρισμό, συγκεκριμένα, ενδεικτικό τέτοιων πρακτικών είναι ότι οι αυξήσεις στις τιμές των τουριστικών «προϊόντων» και υπηρεσιών, οι οποίες, ομολογουμένως, οφείλονται ως ένα σημαντικό βαθμό στις κατά καιρούς κρίσεις (π.χ. ενεργειακή), είναι, ως επί το πλείστον, ανεξέλεγκτες και, συχνά, παράλογες, αφού δε συμβαδίζουν με μια αντίστοιχη βελτίωση της ποιότητάς τους. Αυτό σημαίνει ότι δημιουργούν μεγάλες ανισορροπίες στη σχέση ποιότητας-τιμής (value for money), και κατ’επέκταση στην ικανοποίηση των πελατών και τη μελλοντική τους καταναλωτική συμπεριφορά σε σχέση με αυτά τα «προϊόντα» και υπηρεσίες.
Επομένως, οι αρνητικές συνέπειες για τον καταναλωτή έχουν δύο όψεις. Από τη μία, όλο και λιγότεροι από μας είμαστε σε θέση να πηγαίνουμε διακοπές, ενώ οι λίγοι που έχουν αυτήν την οικονομική δυνατότητα, τις πληρώνουν περισσότερο από όσο αξίζουν.
Παράλληλα, τα έσοδα ρεκόρ δεν έχουν σχεδόν κανένα θετικό αντίκτυπο στους εργαζόμενους του κλάδου, οι οποίοι, ως επί τω πλείστον, συνεχίζουν να δουλεύουν με μισθούς «πείνας». Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι μια μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων, κυρίως, ξενοδοχειακών, δυσκολεύεται πλέον να βρει προσωπικό (το οξύμωρο, μάλιστα, είναι ότι πολλοί επιχειρηματίες αναρωτιούνται γιατί δε βρίσκουν προσωπικό).
Καλά είναι τα ρεκόρ και οι εντυπωσιακοί αριθμοί αφίξεων και εσόδων που τα συνοδεύουν, ειδικά μετά από δύο πολύ δύσκολα χρόνια, λόγω πανδημίας, αλλά μήπως είναι καλό, επίσης, να αναρωτηθούμε, ποιοί και πόσοι ωφελούνται, τελικά, από τον τουρισμό και τα ρεκόρ του; Ερώτημα που πρέπει να τεθεί τόσο στη βάση της παραγωγής, όσο και της κατανάλωσης.
***
* Ο Κωνσταντίνος Ι. Κακουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Nottingham, με εξειδίκευση στον κοινωνικό τουρισμό και λέκτορας στη Διαχείριση Τουρισμού και Φιλοξενίας στο University of Central Lancashire, Cyprus Campus.