Είναι κοινά αποδεκτό πως η προστασία του περιβάλλοντος αποτελεί ένα από τα πλέον μείζονα και πολυσυζητημένα θέματα του 21ου αιώνα. Το γεγονός αυτό έγκειται κυρίως στην ανθρώπινη ανησυχία πως η συνέχιση των ανθρωπίνων πράξεων πρόκειται στο μέλλον να ζημιώσει σοβαρά και ανεπανόρθωτα τους φυσικούς πόρους. Χρονικά, αυτή η ανησυχία αποκρυσταλλώθηκε σχετικά πρόσφατα, παράλληλα με την διαμόρφωση των «κοινωνικών δικαιωμάτων». Ανάμεσα στα υπόλοιπα αναγνωρίζεται στους πολίτες και το δικαίωμα στο περιβάλλον, το όποιο ίσως αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά νομοθετικά αποκτήματα , καθώς κατοχυρώνεται έτσι και νομικά,θεσμικά αλλά και κοινωνικά η προστασία της φύσης.
Από νομικής απόψεως το φυσικό περιβάλλον κατέχει εξέχουσα θέση στην κοινωνική ζωή, πράγμα που επιβάλλει τον εναρμονισμό της οικονομίας με την προστασία του πρώτου. Σε κρατικό επίπεδο, αυτό αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο από την επιτακτική ανάγκη δημιουργίας μιας πολίτικης η οποία αναφέρεται σε «βιώσιμη» ή «πράσινη» ανάπτυξη, πάντα φιλική προς το περιβάλλον. Ήδη τις τελευταίες δεκαετίες το θέμα «περιβάλλον» έχει τοποθετηθεί στις ατζέντες των πολιτικών αρχηγών καθώς και έχει αναπτυχτεί η αντίστοιχη πολιτική και κυβερνητική υποδομή (υπουργείο περιβάλλοντος, υπηρεσίες ελέγχου).
Γενικά, η προφύλαξη του φυσικού τοπίου είναι θεμιτή και επιβραβεύσιμη, πράγμα που επιδιώκει να διδάξει τόσο το πολιτικό, όσο και το εκπαιδευτικό σύστημα. Πέρα από το ατομικό επίπεδο, σημαντικά βήματα έχουν γίνει τόσο σε επίπεδο κρατικό, καθώς και σε επίπεδο διεθνές. Πάρα πολλές φορές έχουν κληθεί οι εκπρόσωποι των κρατικών μηχανισμών να διαπραγματευτούν μείζονα περιβαλλοντικά ζητήματα, κάποιες φορές με επιτυχία, κάποιες όχι. Για το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο το περιβάλλον αποτελεί δικαίωμα αλλά και υποχρέωση (η προστασία του) που απαιτεί την πλήρη συμμετοχή των διεθνών φορέων αλλά και των ιδιωτών. Με κορυφή την Διακήρυξη του Ρίο το 1992 τα Ηνωμένα Έθνη έκαναν πολλά σημαντικά βήματα προς την προστασία του περιβάλλοντος συγκεκριμενοποιώντας ποια προληπτικά μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν, με ποιους τρόπους θα μπορεί να προχωρήσει η βιώσιμη οικονομία αλλά και ποια η ευθύνη των κρατών που συνυπέγραψαν την διακήρυξη.
Ειδικά αυτό το θέμα της κρατικής ευθύνης προς την προστασία του περιβάλλοντος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το Δημόσιο Διεθνές δίκαιο γνωρίζει πως το πλήθος των κρατών που συμμετέχει στους διεθνείς οργανισμούς και γενικά στα διεθνή δρώμενα, υπογράφει διεθνείς συμβάσεις είναι κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος του ανομοιογενές. Κατά βάση, δηλαδή οι κρατικοί μηχανισμοί έχουν διαφορετικούς δείκτες ανάπτυξης, διαφορετικές ανάγκες , διαφέρουν και ως προς τα βασικά τους σημεία όπως ο πληθυσμός, η γεωγραφική τους έκταση και τα πολιτικά τους καθεστώτα.
Γι΄αυτούς τους λόγους το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο αντιλαμβάνεται πως ενώ οι ευθύνες των κρατών σε περιβαλλοντικά ζητήματα ποικίλουν και πληθαίνουν συνεχώς, τα πρώτα δεν μπορούν να συνεισφέρουν ισότιμα στον αγώνα για την προστασία του περιβάλλοντος. Εννοείται, φυσικά πως εκεί που τα κράτη μπορούν να συμμετέχουν εξίσου και μπορούν να ανταποκριθούν ως ισάξια μέρη, τότε ακριβώς δεν υπάρχει καμία διαφορετική μεταχείριση από την πλευρά των φορέων.
Για λόγους πρακτικότητας και συντομίας, θα πρέπει να καταγραφεί εξ αρχής ποιο είναι το κριτήριο πάνω στο οποίο βασίζεται η κατανομή των ευθυνών σε θέματα περιβάλλοντος. Το κριτήριο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί κυρίως στην τεχνολογική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των κρατών. Με πιο απλά λόγια, σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος μπορούν να καταγραφούν δυο ομάδες χωρών: οι αναπτυγμένες(κοντολογίς ο δυτικός κόσμος) και οι υποανάπτυκτες. Με τον όρο υποανάπτυκτες περιγράφονται κυρίως τα κράτη τα οποία στερούνται των υλικών υποδομών, των ορθώς δομημένων κρατικών οργάνων, κράτη όπως οι περισσότερες ασιατικές και αφρικανικές χώρες.
Είναι αυτονόητο πως σε ορισμένους τομείς του οικολογικού χρέους τα κράτη έχουν κοινή ευθύνη όπως και οφείλουν να δρουν με τον ίδιο τρόπο. Αν η παραπάνω αρχή δεν ίσχυε και απλά το Διεθνές Δίκαιο χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της απλής αναλογικής (δηλαδή απόλυτος ισομερισμός ευθυνών) τότε μάλλον το συντριπτικό ποσοστό του οικολογικού χρέους θα βάραινε τα αναπτυσσόμενα κράτη, με πιο πιθανό αποτέλεσμα είτε την οικονομική συντριβή τους, είτε την αποτυχία της προσπάθειας. Γι΄αυτούς τους λόγους πολλοί κανόνες περιβαλλοντικής προστασίας ισχύουν εξίσου για όλους τους κρατικούς φορείς.
Αρχικά, κάθε κρατικός φορέας, ο οποίος ευθύνεται για μια οικολογική καταστροφή, οφείλει (i) να την αποκαταστήσει ο ίδιος ή (ii)να διακόψει με κάθε τρόπο την αλλοίωση του φυσικού περιβάλλοντος (αν αυτή η καταστροφή γίνεται κατ εξακολούθηση).
Αυτή η ευθύνη των κρατών ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης του 2004 περί πρόληψης και αποκατάστασης περιβαλλοντικής ζημιάς. Η οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου υποδεικνύει πως όλα τα κράτη είναι εξίσου υπεύθυνα. Επίσης προβλέπεται η συνεργασία μεταξύ των κρατών καθώς και οι περιβαλλοντικές δαπάνες. Μάλιστα, ως προς το θέμα τις συνεργασίας έχουν θεσπιστεί συγκεκριμένες αρχές στη Διακήρυξη του Ρίο σύμφωνα με τις οποίες τα κράτη οφείλουν να συνεργάζονται, να βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία το ένα με το άλλο για τυχόν καταστροφές και να προσπαθούν πάντα να συμβιβάσουν την υγιή οικονομική ανάπτυξη με την προστασία του περιβάλλοντος.
Φυσικά, ο όρος «περιβαλλοντική ζημία» περιγράφει κυρίως την περίπτωση της ρύπανσης και όχι της φυσικής καταστροφής. Δηλαδή, η έκρηξη ενός ηφαιστείου που προκαλεί περιβαλλοντική ζημία δεν αποτελεί αφορμή για την προσύναψη ευθυνών σε κάποιο κράτος, καθώς η ζημία αποτελεί «φυσική» καταστροφή. Αντίθετα όμως. η προσύναψη ευθυνών μπορεί ακόμη να πρόκειται για την εκμετάλλευση ή τη χρήση των οικοσυστημάτων, που γίνεται από μια χώρα, εις βάρος των ισότιμων δικαιωμάτων άλλων χωρών ή άλλων ατόμων πάνω σε αυτά τα ίδια οικοσυστήματα.
Με την έννοια αυτή, η «αιτία» του χρέους είναι η χώρα (συνήθως πρόκειται για μια βιομηχανική χώρα) και το «θύμα» (ο «πιστωτής») είναι ό ίδιος ο πλανήτης. Έχοντας στο μυαλό αυτό, το οικολογικό χρέος μπορεί να γίνει μια μορφή χρέους του πληθυσμού ολόκληρης της γης(ακόμα και εάν δημιουργείται από ένα συγκεκριμένο κράτος), απέναντί στις μελλοντικές γενιές, εξ αιτίας της υπέρμετρης εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων, που οδηγεί στην εμφάνιση πλανητικών περιβαλλοντικών κινδύνων.
Σκεπτόμενοι τους παραπάνω λόγους, οι αρμόδιοι φορείς εκτός από την πρόβλεψη της «περιβαλλοντικής αποκατάστασης» ενδιαφερθήκαν να παρατείνουν το μέτρο αυτό και να επιβάλλουν ένα είδος τιμωρίας στις χώρες που καταστρέφουν το περιβάλλον δημιουργώντας την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Με λίγα λόγια, εκτός από την αποκατάσταση της καταστροφής το ρυπαίνον κράτος οφείλει να καταβάλει αποζημίωση. Από όλα τα παραπάνω στοιχεία που παρατέθηκαν είναι λογικό να δημιουργηθούν δυο ερωτηματικά. Σε ποιον θα καταβάλει το ρυπαίνον κράτος την αποζημίωση; Και πως χαρακτηρίζουμε ένα κράτος ως «ρυπαίνον» ;
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι σχετικά απλή. Το ρυπαίνον κράτος καταβάλει την αποζημίωση στο διεθνή φορέα στον οποίο έχει συνυπογράψει την αρχή προστασίας του περιβάλλοντος. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, όλα τα κράτη δεν ρυπαίνουν; Πως μπορούμε να επιβάλλουμε σε κάποιο κράτος πρόστιμο για τους ρύπους που εκπέμπει; Για αυτήν την απάντηση θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι έχουν καταστεί «χάρτες», σχεδιαγράμματα και πίνακες σύμφωνα με τους οποίους έχουν υπολογιστεί εκ των προτέρων τα ποσοστά των ρύπων που μπορεί κάθε κράτος να εκπέμπει ετησίως σύμφωνα με το πληθυσμό του και τις ανάγκες του. Εάν το κράτος βρεθεί να εκπέμπει παραπάνω από το όριο που του αντιστοιχεί τότε θα βρεθεί στην δυσάρεστη θέση να καταβάλει πρόστιμο. Εκεί εισάγεται η έννοια της διαφοροποιημένης ευθύνης των κρατών, την οποία θα θίξουμε ξεχωριστά.
Σε αυτά τα θέματα μεγάλη βοήθεια έχει προσφέρει η λειτουργία των Ηνωμένων Εθνών αλλά και η ίδρυση του επιμέρους οργάνου, της UNESCO.
Περαιτέρω βιβλιογραφία :
Οδηγία 2004/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας (https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex:32004L0035)
Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: Έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση περιβαλλοντικής ζημίας [COM(2016) 204 finalτης 14.4.2016]
Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής, Αξιολόγηση του προγράμματος REFIT όσον αφορά την οδηγία για την περιβαλλοντική ευθύνη που συνοδεύει το έγγραφο της έκθεσης της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 της οδηγίας 2004/35/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την περιβαλλοντική ευθύνη όσον αφορά την πρόληψη και την αποκατάσταση των περιβαλλοντικών ζημιών [SWD(2016) 121 final της 14.4.2016]