Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής και κατά την διάρκεια του Σαββάτου, έλαβε χώρα η κορύφωση μια αντιπαράθεσης μεταξύ δύο φατριών της «Αυλής» του Ρώσου Προέδρου, για την οποία φέρει την ευθύνη αποκλειστικά ο ίδιος.
Σε κάθε απολυταρχικό καθεστώς, έτσι και στην Ρωσία του Πούτιν, ο αρχηγός διανέμει θέσεις και εξουσίες σε διάφορους «αυλικούς» προκειμένου να ελέγχει η δομή της εξουσίας, αλλά και να μοιραστεί ο πλούτος του κράτους. Οι «αυλικοί» αυτοί οφείλουν την θέση τους στην εύνοια του Προέδρου και σε μόνιμη βάση, η κάθε φατρία «αυλικών» ανταγωνίζεται τις άλλες προκειμένου να αυξήσουν την επιρροή και αναγκαιότητά τους στον Πρόεδρο.
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος επιτρέπει αυτή τη διαμάχη γιατί έτσι οι εν δυνάμει ανταγωνιστές του αναλώνονται μεταξύ τους και δεν μπορούν να τον αμφισβητήσουν. Μέχρι και την περασμένη Παρασκευή αυτές οι έριδες, μεταξύ των αυλικών, λάμβαναν χώρα κεκλεισμένων των θυρών μακριά από τα βλέμματα της κοινής γνώμης και συνήθως μαθαίναμε για αυτές από τις απομακρύνσεις διαφόρων ατόμων από τον στενό κύκλο του Προέδρου ή από κομβικές θέσεις.
Ο Ρώσος Πρόεδρος πρώτον απέτυχε να κρατήσει στο παρασκήνιο την κόντρα μεταξύ της ηγεσίας του Υπουργείου Άμυνας και του Πριγκόζιν, ο οποίος μέχρι το Σάββατο το βράδυ ήταν ο δημόσιος εκφραστής της ομάδας «αυλικών» που επιθυμεί μια πιο αποφασιστική και επιθετική διαχείριση του πολέμου στην Ουκρανία (γενική επιστράτευση, 1 εκατομμύριο στρατό και χρήση τακτικών πυρηνικών).
Δεύτερον, ο Πρόεδρος Πούτιν αναγκάστηκε να πάρει δημόσια θέση υπέρ της μίας φράξιας, όταν ο Πριγκόζιν προχώρησε σε υψηλού προφίλ ενέργειες που τον αμφισβητούσαν εμμέσως και ανήγαγε την αμφισβήτηση αυτή σε άμεση.
Τρίτον, επετράπη στον Πριγκόζιν και στους μισθοφόρους του να κινούνται για περίπου 700χλμ σχεδόν ανενόχλητοι, είτε για λόγους οικονομίας των ήδη πεπερασμένων και υπερ-εξαπλωμένων δυνάμεων του ρωσικού στρατού, είτε γιατί αυτές αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στο παίγνιο ισχύος, είτε γιατί ο Πούτιν δεν θέλησε να τους θέσει το ερώτημα αυτό και προτίμησε να αντιμετωπίσει τους στασιαστές, εάν οι διαπραγματεύσεις δεν είχαν αποτέλεσμα, στην Μόσχα που όλες οι δυνάμεις βρίσκονταν υπό τον πλήρη έλεγχό του και δεν ετίθετο ζήτημα αφοσίωσης.
Είναι βέβαιο ότι η εικόνα του Ρώσου Προέδρου, σε διεθνές επίπεδο, έχει προς ώρας πληγεί. Το κατά πόσο αυτό ισχύει και για την εσωτερική του εικόνα και τον έλεγχο της εξουσίας είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί με ασφάλεια να διαπιστωθεί από τόσο νωρίς. Όσοι σπεύδουν να προεξοφλήσουν την κατάρρευση ή την ενδυνάμωση του Πούτιν, κατά την άποψη μου εκφράζουν τις προσωπικές τους επιθυμίες.
Η κατάρρευση ή η ενδυνάμωση του καθεστώτος θα κριθεί από τρεις παράγοντες:
Πρώτον, από το αν θα είναι υποψήφιος Πρόεδρος στις εκλογές του Μαρτίου του 2024, εάν και εφόσον αυτές γίνουν, και από το αν θα αναδειχθεί και άλλος υποψήφιος Πρόεδρος που θα έχει ανοιχτά την στήριξη ορισμένων εκ των «αυλικών».
Δεύτερον, από το εάν ο Πούτιν καταφέρει με συνοπτικές διαδικασίες να επιβεβαιώσει τον απόλυτο και πλήρη έλεγχο του Ρωσικού καθεστώτος εξουσίας τις επόμενες μέρες και μήνες, χρησιμοποιώντας την πληθώρα διαφορετικών, αλληλεπικαλυπτόμενων, αλληλελεγχόμενων και ανταγωνιστικών μεταξύ τους μυστικών υπηρεσιών και υπηρεσιών πληροφόρησης, από τις οποίες μπορεί να απαιτήσει να εντοπίσουν και να υποδείξουν στόχους για μια συστηματική εκκαθάριση και αλλαγή προσώπων σε διάφορες νευραλγικές κρατικές θέσεις, αλλά και επιχειρήσεις στην Ρωσία.
Τρίτον, από την στάση της Ρωσικής κοινωνίας.
Αυτός ο τελευταίος παράγοντας θεωρώ πως χρήζει μιας βαθύτερης ανάλυσης, καθώς πολλοί αναλυτές αποτυγχάνουν να τον κατανοήσουν εις βάθος. Η Ρωσική κοινωνία, όπως και η Κινεζική, και η Τουρκική, αλλά και πολλές άλλες στον παγκόσμιο νότο και την Ασία είναι αρκετά διαφορετικές από την μέση δυτική κοινωνία. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η σχεδόν τυφλή στήριξη του καθεστώτος σε περιόδους κρίσης. Κατά τα γεγονότα του Σαββάτου, πλην μερικών εκατέρωθεν εξαιρέσεων, η ρωσική κοινωνία είδε τα άρματα μάχης στο Ροστόφ, αλλά και την «πορεία» τους προς την Μόσχα, ως ένα θέαμα, μια παράσταση θεατρική, ενορχηστρωμένη, στελεχωμένη και εκτελεσμένη από μια από τις πολλές διεφθαρμένες και ξένες προς αυτούς πολιτικές ελίτ που τους έχουν κυβερνήσει τον τελευταίο αιώνα.
Η εικόνα του αδιάφορου οδοκαθαριστή στους δρόμους του Ροστόφ και των νέων που χρησιμοποιούσαν τους μισθοφόρους, και τα άρματα μάχης της Wagner ως σκηνικά για να βγάζουν selfies και βίντεο για να τα ανεβάσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν αποτελούν απόδειξη στήριξης του καθεστώτος ούτε των στασιαστών, αλλά της αδιαφορίας για τα παίγνια εξουσίας που συμβαίνουν συνεχώς στην κορυφή της διεφθαρμένης ρωσικής πολιτικής ελίτ.
Η αδιαφορία και η αποσύνδεση της Ρωσικής κοινωνίας από τους εξουσιαστές της καταδεικνύεται και από τα χαμηλά ποσοστά συμμετοχής στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, όπου σε κοινοβουλευτικό επίπεδο κυμάνθηκε στο 47,8% το 2016 και στο 51,5% το 2020. Παρότι η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές τουλάχιστον επισήμως κυμαίνεται κοντά στο 65%, η ακρίβεια του ποσοστού αυτού αμφισβητείται από αρκετούς, ειδικά αν λάβει κανείς υπόψιν το ποσοστό 95,85% συμμετοχής το 2008 στην εκλογή Μεντβέντεφ. Σε καμία περίπτωση δεν έχουμε τα ποσοστά που εντοπίζουμε στην Τουρκία, τα οποία ξεπερνούν το 80%, ακόμα και στις δημοτικές εκλογές. Με βάση τα παραπάνω, ίσως να είναι άτοπος ο συνειρμός ότι αφού οι Ρώσοι δεν βγήκαν μαζικά στους δρόμους να υπερασπιστούν τον Πούτιν, αυτός έχει χάσει πλήρως τα ερείσματα τα του στον λαό.
Επίσης, η απόφαση του Πούτιν να αποφύγει την αιματοχυσία, μπορεί να είναι μια ένδειξη αδυναμίας, αλλά από την άλλη πλευρά μπορεί να δείχνει μια βαθύτερη κατανόηση της λαϊκής βούλησης, η οποία έχει μεταβληθεί σημαντικά από τα γεγονότα του «Μαύρου Οκτώβρη» του 1993. Στον απόηχο του αιματοκυλίσματος εκείνης της περιόδου, το Ρωσικό Κέντρο Έρευνας της Κοινής Γνώμης (VCIOM) με δημοσκόπησή του είχε εντοπίσει στήριξη της τάξης του 70% στην απόφαση του Γιέλτσιν να χρησιμοποιήσει βία, ενώ το 2010 η κοινή γνώμη έκρινε την ίδια απόφαση αρνητικά με ποσοστό 59%.
Το αν βρισκόμαστε στην αρχή του τέλους του Βλάντιμιρ Πούτιν ή στην αρχή αρκετών ακόμα χρόνων κυριαρχίας του εντός της Ρωσίας είναι μια απάντηση που δεν μπορεί να δοθεί εν θερμώ και χωρίς να λαμβάνουμε υπόψιν μας τα ιδιαίτερα και πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά της Ρωσικής κοινωνίας από αυτά των δυτικών κοινωνιών. Είναι προφανές ότι σχεδόν έναν αιώνα μετά η Ρωσία παραμένει για τη Δύση «ένας γρίφος, τυλιγμένος σε ένα μυστήριο, μέσα σε ένα αίνιγμα» όπως είχε δηλώσει ο Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1939.